Στο πλαίσιο της στήριξης των επιστημόνων και των ελεύθερων επαγγελματιών, η κυβέρνηση θέσπισε ένα κουπόνι εκπαίδευσης αξίας 600 ευρώ. Είναι κατανοητό ότι οι προθέσεις της κυβέρνησης ήταν καλές όμως η αποτυχία του προγράμματος καθώς και τα παρατράγουδα που προέκυψαν σχετικά με την ποιότητα και το επίπεδο των προγραμμάτων ήταν μοιραία.
Ο Ρίγκαν είχε πει ότι η κρατική θεώρηση της οικονομίας συνοψίζεται σε λίγες φράσεις: αν κινείται φορολόγησέ το. Αν συνεχίσει να κινείται ρύθμισέ το. Αν σταματήσει να κινείται επιδότησέ το. Στην περίπτωση των κέντρων επαγγελματικής κατάρτισης αλλά και ενδεχομένως σε ολόκληρο τον κλάδο της εκπαίδευσης στη χώρα μας η φράση του Ρίγκαν ταιριάζει απόλυτα.
Το εκπαιδευτικό μας σύστημα έχει το κράτος στο επίκεντρό του. Η ιδιωτική εκπαίδευση, μαζί με την υπόλοιπη ιδιωτική οικονομία, φορολογείται υπερβολικά χωρίς βέβαια να λαμβάνει έστω και στοιχειώδες αντάλλαγμα για την υπερφορολόγηση. Το ρυθμιστικό πλαίσιο, σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης είναι ιδιαίτερα βαρύ αλλά σε μεγάλο βαθμό ανούσιο. Εξάλλου μην ξεχνάμε ότι όλα τα τραγελαφικά ΚΕΚ που είδαν το φως της δημοσιότητας αυτές τις μέρες ήταν αναγνωρισμένα. Τέλος, όπως αποδεικνύεται από τα τρέχοντα ρεπορτάζ, η συγκεκριμένη αγορά δέχεται τεράστιες κρατικές επιδοτήσεις με τη μορφή διαφόρων επιδομάτων για την εκπαίδευση ανέργων ή την αναβάθμιση ψηφιακών δεξιοτήτων.
Στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, που τα πάντα έχουν σταματήσει να κινούνται, η κυβέρνηση διάλεξε την επαγγελματική εκπαίδευση για να διαθέσει κονδύλια στους επιστήμονες και τους ελεύθερους επαγγελματίες. Ο σκοπός ήταν η οικονομική στήριξη και όχι η επένδυση στο ανθρώπινο δυναμικό. Επομένως, η δημιουργία φαινομένων τύπου «Σκοιλ Ελικικού και μετζη του νεουκτη» ήταν η αναμενόμενη συνέπεια των κινήτρων που δημιούργησε το συγκεκριμένο πρόγραμμα. Να ξεκαθαρίσουμε εδώ ότι όπως συμβαίνει και σε κάθε κλάδο, υπάρχουν αρκετά σοβαρά ΚΕΚ που παρέχουν υψηλής ποιότητας προγράμματα και σε καμία περίπτωση η κριτική που ασκείται εδώ ή αλλού δεν αφορά το σύνολό τους.
Η ύπαρξη ΚΕΚ χαμηλής ποιότητας, παρά το γεγονός ότι αυτά δημιουργούνται στην ιδιωτική οικονομία, είναι ο συνδυασμός δύο παραγόντων. Από τη μία πλευρά έχουμε τις κρατικές επιδοτήσεις, που δημιουργούν περιθώρια για έσοδα και κέρδη μερικές φορές εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ, και από την άλλη την έμφυτη στη γραφειοκρατική δομή του κράτους έλλειψη λογοδοσίας.
Μία ιδιωτική επιχείρηση όταν επενδύει στην εκπαίδευση του προσωπικού της περιμένει να δει το αποτέλεσμα αυτής της επένδυσης. Το αποτέλεσμα αυτό παίρνει διάφορες μορφές, αλλά συνήθως καταλήγει στην αυξημένη παραγωγικότητα. Όταν όμως το κράτος επιδοτεί την εκπαίδευση, είτε των ανέργων είτε των επιστημόνων, δεν υπάρχει κάποιο αναμενόμενο αντίκρυσμα. Στο ελληνικό κράτος δεν υπάρχει ούτε η κουλτούρα ούτε οι δομές προκειμένου αυτές οι επενδύσεις-επιδοτήσεις να αξιολογηθούν ως προς την οφέλειά τους. Έτσι, τα χρήματα των φορολογουμένων γίνονται έρμαια αρπακτικών που έχουν ως στόχο όχι την παροχή ποιοτικής εκπαίδευσης αλλά την άντληση χρημάτων από τις επιδοτήσεις.
Για ακόμα μια φορά βλέπουμε πως οι καλές προθέσεις του κρατισμού δεν μπορούν να φέρουν τα επιθυμητά αποτελέσματα. Η περίπτωση των ΚΕΚ είναι μία ακόμη υπενθύμιση πως η χώρα δεν μπορεί να πάει μπροστά μέσα από κρατικοδίαιτα προγράμματα και επιδοτήσεις.