Σύμφωνα με το ρεπορτάζ του Βαγγέλη Μανδραβέλη στο liberal το ελληνικό κράτος είναι σε διαδικασία παραχώρησης αδειών τυχερών παιγνίων επταετούς ισχύος έναντι 2 και 3 εκατομμύριων ευρώ ανάλογα με το είδος της άδειας.
Κύκλοι του Υπουργείου Οικονομικών εκφράζουν την ικανοποίησή τους γιατί η ζήτηση υπήρξε υψηλή καθώς κατατέθηκαν 17 αιτήσεις που μεταφράζονται σε 80 εκατομμύρια ευρώ έσοδα, 5 εκατομμύρια πάνω από τον στόχο του προϋπολογισμού. Επίσης, η αδειοδότηση διασφαλίζει ότι τα έσοδα των εταιριών θα δηλώνονται αυτομάτως και θα φορολογούνται πλέον επ’ αυτών.
Βεβαίως, από φιλελεύθερης σκοπιάς υπάρχουν και κάποιες όχι και τόσο άμεσα ορατές συνέπειες αυτής της προσέγγισης.
Αφενός, η αδειοδότηση με αυτό το τίμημα αποτελεί ένα σημαντικό εμπόδιο στην είσοδο ιδίως μικρών εταιριών. Και κάθε κλάδος όπου η είσοδος νέων επιχειρηματικών ...παικτών -συγχωρέστε μου το λογοπαίγνιο!- αντιμετωπίζει τα πολύ γνωστά προβλήματα που συνεπάγεται ο μειωμένος ανταγωνισμός: μεταξύ άλλων, εναρμονισμένες πρακτικές και απουσία ισχυρών κινήτρων για καινοτομία και καλύτερη εξυπηρέτηση του πελάτη.
Αφετέρου, είναι βέβαιο ότι το μεγάλο αυτό κόστος των αδειών οι αδειοδοτημένες εταιρίες θα το μετακυλίσουν στους πελάτες τους, οι οποίοι θα κληθούν να πληρώσουν περισσότερα για τις υπηρεσίες που θα αγοράσουν. Κι αυτό, ενώ όπως αναφέρει ο Βαγγέλης Μανδραβέλης στο ρεπορτάζ του, σε άλλες χώρες οι αντίστοιχες άδειες αποκτώνται αντί μερικών μόνο χιλιάδων ευρώ.
Θα μου πείτε, η όλη φιλοσοφία των τυχερών παιχνιδιών είναι αυτή ακριβώς: να λειτουργούν - τουλάχιστον ως ένα βαθμό - ως ένας φόρος επί της άγνοιας της λειτουργίας των μαθηματικών πιθανοτήτων. Άλλωστε, οι κινηματογραφικές εξαιρέσεις όπου κάποιοι εξαιρετικά ταλαντούχοι αριθμομνήμονες ή τυχεράκηδες τινάζουν την μπάνκα στον αέρα είναι απειροελάχιστες.
Η νομιμότητα του τζόγου όμως δεν είναι μόνο ζήτημα οικονομικής ανάγκης του κράτους. Είναι, κι αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε, και απότοκο της φιλελεύθερης αρχής της βλάβης: το κράτος νομιμοποιείται να παρέμβει στην ελεύθερη δράση των ανθρώπων μόνο όταν με αυτή απειλείται η πρόκληση ζημιάς σε άλλα άτομα. Οπότε, είτε το δει κανείς το πράγμα συνεπειοκρατικά, είτε δεοντολογικά, είτε δηλαδή μετρήσει τις συνέπειες, είτε το δει καθαρά από θέση αρχής, το συμπέρασμα παραμένει το ίδιο: Η καλύτερη διαρρύθμιση είναι αυτή της ελευθερίας, της δημιουργίας μιας νόμιμης αγοράς χωρίς εμπόδια στην είσοδο, με ενεργές τις διαδικασίες της αυθόρμητης τάξης που διασφαλίζουν ότι οι συμμετέχουσες εταιρίες θα ανταγωνίζονται μεταξύ τους για την καλύτερη εξυπηρέτηση των πελατών τους.