Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Όπως όλοι μας, παίρνω κάθε μέρα καμιά εκατοστή newsletter με ειδήσεις, κείμενα, αρθρογραφία, απόψεις, αναλύσεις, συζήτηση, φωτογραφίες, βίντεο και podcast από μία σειρά δημοσιογραφικά πρακτορεία, ελληνικά και αγγλόφωνα, από εφημερίδες, περιοδικά και σάιτ, από κόμματα, οργανώσεις και «κινήσεις», από portal των πόλεων όπου έχω ζήσει παλαιότερα, όπου ζω σήμερα ή που γενικώς με ενδιαφέρουν, από ομάδες ανθρώπων που αναλαμβάνουν να αποδελτιώνουν τις βασικές ειδήσεις της ημέρας από την Ελλάδα και από όλο τον κόσμο και να μας τις παρουσιάζουν είτε ξερά, αν είναι δυνατόν κάτι τέτοιο, είτε υπό τη δική τους, υποκειμενική πολιτική ματιά, όπως επίσης και μερικές δεκάδες πιο εξειδικευμένα newsletter, που έχουν να κάνουν με όσα κυρίως αγαπώ σ' αυτή τη ζωή, τα πράγματα στα οποία συμπεριλαμβάνομαι: τα βιβλία, τον κινηματογράφο και τα κόμικς. Για να μην αναφέρω τα newsletter μαγειρικής, ταξιδίου, ιστορίας, αθλητισμού, οπαδισμού, κυνοφιλίας, εκπτωτικών online καταστημάτων κλπ. κλπ. στα οποία είμαι επίσης από πολλών ετών συνδρομητής, ή τα αμιγώς καλλιτεχνικά, τα εκπαιδευτικά, και κάποια πιο προσωπικά.
Το μέιλ μου (σταθερά ο #1 τρόπος για να «επικοινωνήσει» κανείς οτιδήποτε μετά τη χειραψία, να το ξέρετε αυτό), όπως και όλων μας άλλωστε, είναι ζωντανό, ακούραστο, άοκνο, δεν κοιμάται ποτέ, δεν έχει άλλα από τα μάλλον χαλαρά όρια που εγώ τού έχω θέσει και, για να το πούμε έτσι, αυτή η ψηφιακή κρυστάλλινη σφαίρα, αυτή η μείζων και αενάως διαστελλόμενη κρήνη γνώσεων για το μικρό, θνησιγενές μας σήμερα είναι η μεγαλύτερη εφημερίδα, το πληρέστερο περιοδικό και μαζί η καλύτερη ενημερωτική τηλεόραση που μπορεί να υπάρξει στον καιρό μας για έναν άνθρωπο (μιλώ για μένα) που δεν έχει τρομερές απαιτήσεις, αλλά που απλώς ζει και κινείται στην πόλη και θέλει να έχει μια κάποια γνώση —όχι τρομερά πράγματα— του τι συμβαίνει γύρω του.
Το λέω ειδικά αυτό το τελευταίο γιατί ξέρω ανθρώπους που καθημερινά καταναλώνουν πληροφορίες πολλαπλάσιες σε όγκο από ό,τι εγώ, από ποικίλες υψηλοτάτου επιπέδου πηγές, είτε γιατί αυτό επιτάσσει η δουλειά τους είτε επειδή δεν τους αρκεί το γρήγορο, και ενδεχομένως επιπολής, αβασάνιστο βλέφαρο που ρίχνω εγώ στον κόσμο, αυτή τη γρήγορη ματιά μου από την κλειδαρότρυπα, αλλά θέλουν κάτι πολύ-πολύ επαρκέστερο και πιο σωστά δομημένο: να μπουν μέσα στο δωμάτιο —πρόκειται για ένα χαώδες δωμάτιο, έναν μπορχεσιανό λαβύρινθο χωρίς αρχή και με επεκτεινόμενο, διαρκώς εξακοντιζόμενο σε μία γκρίζα περιοχή τέλος—, και να συνομιλήσουν με όσο το δυνατόν περισσότερους από τους πρωταγωνιστές, αυτούς που δεν γράφουν αλλά γεννούν την ιστορία.
Σε όλα τα παραπάνω δέον όπως προστεθούν οι προσωπικοί λογαριασμοί άλλης μίας εκατοντάδας ανθρώπων που παρακολουθώ, διαβάζοντας ανελλιπώς τις αναρτήσεις τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, καθώς και μίας ντουζίνας Ομάδων με ένα συγκεκριμένο ενδιαφέρον ή θέμα (πολιτικό, πολιτιστικό ή άλλο), που επίσης περιτρέχω. Για να μη μιλήσω για κάποιες εκπομπές στο ραδιόφωνο (την τελευταία δεκαπενταετία δεν παρακολουθώ ποτέ μου τηλεόραση) που δεν θέλω να τις χάνω, έστω και ηχογραφημένες. (Για αυτό το τελευταίο, καθώς φυσικά και για audiobooks, συνιστώ ασύρματα Bluetooth ακουστικά όταν τρέχετε κάθε μέρα επί μία ώρα στον διάδρομο. Το ξέρω ότι δεν το κάνετε αυτό, αλλά πλέον θα το θυμάστε και θα σας τύπτει η συνείδησή σας όταν θα ακούτε τραγουδάκια στα ακουστικά σας, σαν δεκατριάχρονα, αντί να ακούτε κάτι χρήσιμο).
Εν πάση περιπτώσει, όλα αυτά πρέπει κατ' ανάγκην να καταλαμβάνουν ένα συγκεκριμένο, και όχι μεγάλο, μέρος του χρόνου μου, γιατί κάνω δύο δουλειές τρομερά απαιτητικές, και με καθημερινό deadline αμφότερες —για να μην αναφέρω, επίσης, όλες τις άλλες υποχρεώσεις που περιλαμβάνονται στο 24ωρό μου—, αλλά και γιατί η ζωή (η πραγματική ζωή) είναι ό,τι περισσεύει από τη μάχη μας με τους περισπασμούς, και ιδίως τους περισπασμούς από τα social media.
Έτσι, έχω επιλέξει να ξυπνώ στις 6, μπας και προλάβω κάτι από όλα αυτά, τα σπουδαία και θαυμαστά νέα, τον χτύπο της καρδιάς του κόσμου, μέσα στα επόμενα ενενήντα λεπτά, καθώς δεν μπορώ να αφιερώσω περισσότερο χρόνο. Εντέλει, όμως, δεν προλαβαίνω να διαβάσω, να δω και να ακούσω παρά ένα κλάσμα μόνο όσων θα ήθελα: φυσικά, ένα ανεπαρκές κλάσμα. Ω! της ειρωνείας, ενώ μου παρέχεται ένας τέτοιος πλούτος συγκλονιστικά υψηλής και ενδελεχούς πληροφόρησης για τα πάντα, κυριολεκτικά ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΝΤΑ, για ό,τι συμβαίνει οπουδήποτε, για τους ακριβείς λόγους που συνέβη και για ό,τι μέλλεται να συμβεί, για ό,τι υπάρχει, επινοείται, εφευρίσκεται, πολεμά, ζει, πεθαίνει, αναπτύσσεται κ.ο.κ., σε κάθε τομέα του επιστητού και σε κάθε γωνιά της σφύζουσας Γης — ω! της ειρωνείας, λέω, δεν μπορώ παρά να δώσω το περισσότερο ενδιαφέρον μου σε κάποια, μόνο, από όλα αυτά, σε όσα κρίνω εκείνη τη στιγμή ότι με αφορούν περισσότερο: είτε για το γούστο μου, είτε για το συμφέρον μου. Όλα τα άλλα, ο τάλας, τα προσπερνώ με μια ματιά — απλώς κάπως τα χαϊδεύω με το μάτι, για να μην τύπτει εμένα μετά η συνείδησή μου ότι τα διέγραψα πριν καν τα ανοίξω, πριν καν κλικάρω το λινκ τους…
Λοιπόν, χθες, λίγο η συνήθης μελαγχολία της ημέρας, λίγο η κάπως συγγνωστή κυριακάτικη τεμπελιά ακόμη και για εμάς που λόγω ελευθερίου επαγγέλματος δεν έχουμε Κυριακή, λίγο οι συζητήσεις με φίλους στο inbox για τις τρέχουσες παραπολιτικές εξελίξεις, και λίγο ο Κάτω Κόσμος —οι σοσιαλμιντιακοί περισπασμοί που λέγαμε—, είδα ένα απειροελάχιστο ποσοστό όσων θα ήθελα και θα ΕΠΡΕΠΕ να δω. (Τονίζω το θα «έπρεπε», γιατί αύριο-μεθαύριο θα πεθάνουμε, και δεύτερη ευκαιρία δεν θα δοθεί ποτέ σε κανέναν μας: ό,τι κάνουμε πρέπει να το κάνουμε σήμερα, εδώ και τώρα, αύριο δεν έχει).
Αντ' αυτών, λοιπόν, ασχολήθηκα (όλοι μας το κάναμε) επί κάνα δίωρο (πολλοί, πολύ περισσότερο) με τον Καμμένο, τον καλό συνεταίρο του, τον Τσίπρα, και τα σκετσάκια τους.
Δεν θα κάνω εδώ κάποια «ανάλυση» όσων διαδραματίστηκαν, ξέρετε όλοι καλύτερα από εμένα το θέατρο που παίζεται καιρό τώρα με αφορμή τη Συμφωνία των Πρεσπών και στόχο τη διαχείριση της εξουσίας εκ μέρους των δύο συντρόφων — του χρόνου τους στην εξουσία. Θα πω αυτό μόνο (και) για τον (χθεσινό) χαμένο μας χρόνο, και θα κλείσω για σήμερα:
Φανταστείτε να είστε σε ένα πλούσιο τραπέζι, με όλα τα αγαθά της Σάρας και του Ισαάκ επάνω. Σκεφτείτε τους συνδαιτυμόνες σας να απολαμβάνουν τα υπέροχα εδέσματα και να συνομιλούν σε δέκα πανέμορφες γλώσσες για απίθανα θέματα, κολοσσιαίου ενδιαφέροντος. Σκεφτείτε, τώρα, εσάς —εδώ μπαίνουν οι δύο ή περισσότερες χθεσινές μας ώρες—, να επιλέγετε μία μερίδα μπάμιες, που κάπως παρεισέφρησαν στο τραπέζι. Σκεφτείτε να παίρνετε έναν κρύο νεσκαφέ με ξινισμένο γάλα και να τις βουτάτε —τις μπάμιες— μία-μία μέσα. Και να τις τρώτε. Όχι καθισμένοι στην καρέκλα σας πια, αλλά στο πάτωμα. Σε μια ασκούπιστη γωνιά της αίθουσας. Δίπλα στην τουαλέτα. Μόνοι.
Κατάμονοι.
[ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ]