Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Συντομογραφία του «All Hallows Evening», της παραμονής των Αγίων Πάντων που, έτσι συλλήβδην, μνημονεύονται κατά το εορτολόγιο την 1η Νοεμβρίου, το Χαλογουίν (Halloween) έχει, όπως μαθαίνουμε, τις ρίζες του στις αρχαίες κέλτικες παγανιστικές παραδόσεις και δη στους εορτασμούς τού Samhain, που στα «ιρλανδικά» του καιρού σήμαινε «αποκαλόκαιρο», «πέρας του θέρους», σημαδεύοντας το τέλος της συγκομιδής και της ευωχίας και, ταυτόχρονα, την αρχή του σκληρού χειμώνα. Ήταν, ακόμη -όλες οι τέτοιες γιορτές έχουν προφανώς και μια δεύτερη, μυστικιστική σημασία: η μια είναι αντικαθρέφτισμα και δίδυμη της άλλης-, μια γέφυρα, τρόπον τινά, ανάμεσα στον πάνω κόσμο, που συμβολιζόταν με το φλογερό πορτοκαλί της φθινοπωρινής σοδειάς, και στον σκοτεινό, μαύρο κόσμο των νεκρών και του θανάτου.
Μια εντελώς ευρωπαϊκή γιορτή -και τι άλλο θα μπορούσε να είναι άλλωστε;-, το Halloween κατάφερε εν είδει αντιδανείου να επιβιώσει στους αιώνες και να γιορτάζεται (πανηγυρικά και, με τον ανάστροφο τρόπο του, απολύτως λαμπρά) σε πολλά μέρη του κόσμου μέσω αποκλειστικά και μόνο της Αμερικής, χάρη στα μεταναστατευτικά ρεύματα των Ιρλανδών και των Σκοτσέζων στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές τού 20ού, που συνέρρευσαν εκεί και που, μαζί με όλα τα άλλα, συντήρησαν και το έθιμο που ήθελε τα μικρά παιδιά να μεταμφιέζονται το βράδυ της παραμονής των Αγίων Πάντων σε κακοποιά πνεύματα -κάτι που παρατηρείται και σε κάποιες παγανιστικές αποκριάτικες λαϊκές τελετουργίες των Βαλκανίων- και να γυρνούν στη γειτονιά από αυλή σε αυλή και από πόρτα σε πόρτα, προκαλώντας με το «Τrick or treat» («Φάρσα ή κέρασμα») τους ιδιοκτήτες των σπιτιών να τους δώσουν γλυκά, φρούτα ή ξηρούς καρπούς, κρατώντας και το παραδοσιακό φαναράκι στο χέρι, το «jack-o-lantern», μια κολοκύθα συνήθως με ένα κερί να καίει μέσα της.
Το Χαλογουίν είναι η κατεξοχήν γιορτή της παγκοσμιοποίησης -αν το καλοσκεφτείς, ξεπερνά και τα ίδια τα εκμοντερνισμένα Χριστούγεννα-, εξ ου και λοιδορείται και. καταγγέλλεται (!) από όσους εκτός Αμερικής ακούν «παγκοσμιοποίηση» και τραβάνε πιστόλι. Χωρίς να έχει (αν το κοιτάξουμε επιδερμικά) καμία σχέση «με εμάς» (όποιοι κι αν είμαστε αυτοί οι «εμείς»: μας αρκεί να μην είμαστε οι «άλλοι»), διείσδυσε λίγο-λίγο και ύπουλα μέσω τού επαράτου Χόλιγουντ στις παραδόσεις μας, κάνοντάς μας να καταναλώνουμε, άνευ λόγου και αιτίας, όπως και ό,τι και τα Αμερικανάκια, να ξεχνάμε τις ημεδαπές παραδόσεις, να χάνουμε τη μοναδικότητά μας, να «ομογενοποιούμαστε», να εξαμερικανιζόμαστε, να προσκυνούμε την Αγορά κλπ. κλπ.: ως γνωστόν, ο εθνικιστικός λόγος, είτε της Δεξιάς είτε της Αριστεράς, είναι εφευρετικός - μέχρι, έστω, ενός σημείου, γιατί μετά καταντά απλώς κιτς, και το κιτς δεν γεννά κάτι: είναι ένα παρδαλό, ακίνδυνο φιδάκι που δαγκώνει την ουρά του.
Εμάς πάλι μάς αρέσει και το Χαλογουίν και οτιδήποτε σπάει τη ρουτίνα, τόσο γιατί συνιστά μια παλιά, και με πολύ γήινες ρίζες, απόφαση των ανθρώπων -τι πιο ανθρώπινο από τον φόβο του θανάτου, τι πιο γενναίο από την κοροϊδία του θανάτου, από το βγάλσιμο της γλώσσας μας στο Τέλος-, απόφαση κοινή και όχι μόνο κέλτικη (σάμπως έχουμε και τίποτα να χωρίσουμε με τους Κέλτες, δηλαδή.), χαριτωμένη και αθώα, και, ναι, καταναλωτική: θα δώσουμε με την καρδιά μας μια δραχμή από τα λίγα που έχουμε στην πάντα για να πάρουμε κι εμείς μια κολοκύθα, και να τη σκαλίσουμε φτιάχνοντάς της εξεταστικά μάτια και δόντια σουβλερά - για το αντέτι? και για σπάσιμο στους ξινούς.
Η στήλη, εδώ, δεν είναι ικανή να δίνει συμβουλές και, γενικά, το αποφεύγει, αλλά σήμερα θα κάνει μια εξαίρεση: για όνομα του καλού Θεού, μην τους ακούτε, κάντε το κομμάτι σας, βγάλτε τη γλώσσα στην καθ' ημάς «ποιότητα», μην έχετε ενοχές, κλείστε το μάτι στη σοβαροφάνεια, αφεθείτε με ζήλο και έξω καρδιά στη σάχλα και στο γέλιο - και πάντα μα πάντα να βρίσκετε, να εκμεταλλεύεστε ή και να επινοείτε τρόπους για να γυρνάτε την πλάτη στον ζόφο και στο κύλισμα του χρόνου, που είναι αμετάκλητο, αφόρητα βαρύ και ύπουλο, πιο ύπουλο ακόμη και από τη συντηρητική, αρτηριοσκληρωτική ρητορική τού από καθέδρας ή καφενειακού λαϊκισμού, αυτής της θρησκείας του μετρίου και του χλιαρού.
Δεν θα 'μαστε εδώ για πάντα. Πάντα μάς μένει μονάχα λίγο ακόμα: μια σταλιά ζωή.