Το τρενάκι του λούνα-παρκ

Το τρενάκι του λούνα-παρκ

Του Κυριάκου Αθανασιάδη

Όπως στο τρενάκι του λούνα-παρκ, που ανεβαίνει σιγά-σιγά την ανηφόρα χωρίς να σε τρομάζει (αν και εσύ ξέρεις πως είσαι ακριβώς σε ένα τρενάκι του λούνα-παρκ, πολλά μέτρα πάνω από το έδαφος, δηλαδή σε κάτι που φτιάχτηκε για να είναι επικίνδυνο), όπως στο τρενάκι του λούνα-παρκ λοιπόν ανεβαίνεις κάποια στιγμή σιγά-σιγά, με μικρή ταχύτητα και δίχως τραντάγματα, και μόνο όταν φτάνεις στην κορυφή εκείνου του λόφου πέφτεις απότομα και με ολοένα αυξανόμενη ορμή στην κατηφοριά φωνάζοντας ασυναίσθητα με όλη σου τη δύναμη, κι όπως εκεί που πάλι πας κάπως να ηρεμήσεις, καθώς βλέπεις ότι η κατηφόρα τελειώνει, το τρενάκι δίνει μια και στρίβει απότομα δεξιά ή αριστερά τρέμοντας και ταρακουνώντας και στριγκλίζοντας, και αναγκάζοντάς σε να φωνάξεις πάλι, ακόμη πιο δυνατά, όπως άλλωστε φωνάζει και ο διπλανός σου, και οι μπροστινοί σου, και οι πίσω σου — έτσι και με την καλή κυβέρνηση που τύχη αγαθή την έφερε να κουμαντάρει τη ζωή μας και να την αλλάξει (γιατί θα την αλλάξει: την άλλαξε), καθώς φαίνεται το 'χαμε παρακάνει στο ζαμανφού.

Εκεί που όλα —μη φανταστείς: για λίγες ώρες μοναχά, όχι τίποτα σπουδαίο—, εκεί που όλα φαίνονται, για λίγο τέλος πάντων, κάπως ήρεμα, όπως η επιφάνεια της θαλάσσης σε κείνες τις ταινίες με τους καρχαρίες μια στιγμή πριν ξεπροβάλει αλαζονικό το κεφάλι τους με τα ξυραφένια δόντια — κάτι γίνεται και όλα αλλάζουν. Κάτι ολωσδιόλου καινούργιο, απρόβλεπτο, και πάντα εξωφρενικό, σε τούτον ή σε κείνο τον τομέα — σε πολλούς και διαφόρους τομείς, για την απαραίτητη ποικιλία.

(Το επ' εμοί: δεν θα με πείραζαν αυτά όπως πειράζουν εσάς, αν ήξερα πως δεν επηρεάζουν την οικονομία —και λέγοντας οικονομία εννοώ τόσο την καθαυτό, τους δείκτες δηλαδή, όσο και τη δυνατότητα και τη διάθεση του κοινού να ξοδέψουν, να «επενδύσουν»—, δεν θα με πείραζαν στ' αλήθεια όλα αυτά, και σίγουρα όχι όσο πειράζουν εσάς, και θα τα έβλεπα απλώς σαν καινούργια νούμερα αυτού του βαριετέ που ζούμε, αυτού του θεάτρου ποικιλιών, ήτοι σαν γραφικότητες με ημερομηνία λήξεως — αλλά έλα μου ντε που ΟΛΑ ΤΟΥΣ έχουν απολύτως βαρύτατες επιπτώσεις και στην οικονομία. Και η οικονομία είναι η βάση για καθετί: για κάθε ελευθερία, για κάθε ασφάλεια, για κάθε περηφάνια και για κάθε δικαίωμα στην ευτυχία του καθενός μας — άρα και εμού. Για αυτό με πειράζουν και εμένα τόσο).

Δεν έχει σημασία τι ήταν η αφορμή για να τα γράψω αυτά. Μπορεί οι φρικαλεότητες με τον χειρισμό του θέματος της ονομασίας τής πΓΔΜ (ένα θέμα που έχει βγάλει στο μεϊντάνι όλη την εθνική μας υστερία, από τη μία, μα που δόξα τω Θεώ θα βουλιάξει τους εμπνευστές της «λύσης» του στην Ελλάδα), μπορεί τα μυστικά κονδύλια, η διασπάθισή τους, και η όλη μυστική διπλωματία όπως εφαρμόζεται από μια δράκα εθνικιστές ημίτρελους και επικίνδυνους (όπως επικίνδυνος είναι κάθε παλαβός που βαστάει τιμόνι στα χέρια του), μπορεί ο Ξηρός και οι Ρουβίκωνες (τα δύο χρονικά άκρα των καθ' ημάς αμιγώς ναζιστικών Ταγμάτων Εφόδου, με τους αδελφούς τους της Χρυσής Αυγής στο απ' ανάμεσα: βλάπτουν κ' οι τρεις τους την Ελευθερία το ίδιο), μπορεί οτιδήποτε.

Μέσα σε σαράντα οχτώ ώρες που διαρκεί —λέμε τώρα— η σχόλη του Σαββατοκύριακου, όπως στο τρενάκι του λούνα-παρκ που ανεβαίνει σιγά-σιγά την ανηφόρα χωρίς να σε τρομάζει (αν και εσύ ξέρεις πως είσαι ακριβώς σε ένα τρενάκι του λούνα-παρκ, πολλά μέτρα πάνω από το έδαφος, δηλαδή σε κάτι που φτιάχτηκε για να είναι επικίνδυνο), μπορούν να συμβούν τα πάντα. Από την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές μέχρι τώρα δα που τις διαβάζετε, ποιος ξέρει τάχα τι άλλο θα έχει συμβεί. Κύριος οίδε.

Κλείνοντας αυτό το σημείωμα, έριξα όπως πάντα μια ματιά στην timeline μου και έπεσα πάνω σε αυτή την ανάρτηση, ταιριαστή με τα δικά μου συναισθήματα:

«Το χειρότερο που έχει συντελεστεί αυτή τη στιγμή στη χώρα είναι ότι σε έναν διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο κανείς δεν μπορεί να φανταστεί το μέλλον του καλύτερο από το παρόν του».

Δεν είναι έτσι βέβαια, και το ξέρει και ο συντάκτης της ανάρτησης, και εγώ. Αλλά, ναι: μας παίρνει από κάτω. Γιατί αυτή η βόλτα με το τρενάκι του λούνα-παρκ έχει κρατήσει πολύ. Πολύ περισσότερο από όσο αντέχουμε. Και, μολονότι όλοι μας ξέρουμε ότι τα πράγματα θα αλλάξουν όταν σταματήσει αυτό το τρενάκι του λούνα-παρκ και επιτέλους κατεβούμε και πατήσουμε σε στέρεο έδαφος, αυτή τη στιγμή είμαστε ακόμη στα μισά της μεγάλης κατηφόρας, λίγο πριν πάρει, τρέμοντας και ταρακουνώντας και στριγκλίζοντας, την τελευταία απότομη στροφή. Και κανείς μας δεν μπορεί να κάνει άλλο από το να φωνάζει. Και εμείς, και ο διπλανός μας, και οι μπροστινοί μας, και οι πίσω μας.

Γιατί ξέρουμε καλά πόσο επικίνδυνος είναι ο παλαβός που βαστάει το τιμόνι στα χέρια του. Και πόσο φταίμε που του το εμπιστευτήκαμε.