Του Αλέξανδρου Σκούρα
Πριν μερικές εβδομάδες, ο συνεργάτης μου στο ΚΕΦίΜ Νίκος Ρώμπαπας παρουσίασε τα πορίσματα της γνωστής έρευνας για την Ημέρα Φορολογικής Ελευθερίας του 2019 σε ένα εθνικό τηλεοπτικό κανάλι.
Η δημοσιογράφος που φιλοξενούσε την εκπομπή, ακούγοντας ότι δουλεύουμε 183 ημέρες για το κράτος, έκανε μία σημαντική επισήμανση που κάνουν αρκετοί μη-φιλελεύθεροι σε ότι αφορά τη δημοσιονομική πολιτική λέγοντας ότι αν οι πολίτες είναι ευχαριστημένοι από τις υπηρεσίες του κράτους, το μεγάλο κράτος δεν είναι κάτι κακό από μόνο του. Οι λόγοι για τους οποίους ένας φιλελεύθερος προτιμά το μικρότερο κράτος από το μεγάλο είναι πολλοί, θεμελιωμένοι στη μεγάλη φιλελεύθερη παράδοση και την ίδια την ιδέα της ατομικής ελευθερίας. Όμως, επειδή αρκετοί μοντέρνοι φιλελεύθεροι δεν ασπάζονται αυτή την πλούσια παράδοση, αξίζει να αναφέρουμε τρεις σύγχρονους λόγους που καθιστούν το αίτημα για ένα μικρό κράτος επίκαιρους.
Η συγκέντρωση εξουσίας
Η ρήση του σπουδαίου Λόρδου Άκτον, ότι η εξουσία διαφθείρει και η απόλυτη εξουσία διαφθείρει απόλυτα μπορεί να ειπώθηκε τον 19ο αιώνα όμως ισχύει ακόμα περισσότερο σήμερα. Όταν το κράτος ελέγχει, κατευθύνει και ρυθμίζει το μεγαλύτερο μέρος της οικονομίας, μπορεί μεν να φέρει θετικά αποτελέσματα για μεγάλα χρονικά διαστήματα αλλά όταν θα αποτύχει θα συμπαρασύρει και όλους τους πολίτες μαζί του. Ένα τρανό παράδειγμα είναι η δική μας η χώρα που σε αντίθεση με την παγκόσμια κρίση του 2008, το κράτος κατέρρευσε το 2009 χάρη στη σπατάλη και τα ελλείμματα δεκαετιών που ακόμα και σήμερα θεωρούνται ως οι εποχές των παχιών αγελάδων. Εκ φύσεως, η δομή των κρατών δεν είναι ευέλικτη αλλά γραφειοκρατική. Οι αποφάσεις που λαμβάνονται δεν λαμβάνονται με γνώμονα την κερδοφορία, τη ζημία ή το προσδοκώμενο όφελος (όπως οι επενδύσεις), αλλά συνυπολογίζουν το πολιτικό κόστος και τα πολιτικά κέρδη των πολιτικών. Όσο καλά και να θωρακίσει κανείς το μεγάλο κράτος, προσθέτοντας θεσμικούς ελέγχους και ισορροπίες, η συγκέντρωση τόσο μεγάλης ισχύος στα χέρια ελάχιστων ανθρώπων που λαμβάνουν κρίσιμες αποφάσεις για την οικονομία, είναι μία επικίνδυνη συνταγή.
Τα σωστά και λάθος χέρια
Μπορεί ένας υπέρμαχος του κ. Τσίπρα ή του κ. Μητσοτάκη να είναι ένθερμος οπαδός όλων των κρατικών πρωτοβουλιών στον τομέα της οικονομίας. Στις δημοκρατίες όμως, οι κυβερνήσεις αλλάζουν χέρια και από τον ένα περνούν στον άλλον (που στο συγκεκριμένο παράδειγμα είναι εντελώς αντίθετοι). Η ύπαρξη ενός μεγάλου, παρεμβατικού κράτους σημαίνει ότι μία τεράστια εξουσία τη μία μέρα βρίσκεται σε καλά χέρια (υποκειμενικά κρινόμενα) και την επόμενη περνά σε λάθος χέρια. Αυτή η εναλλαγή της εξουσίας είναι χρήσιμη και απαραίτητη για την εύρυθμη πολιτειακή λειτουργία. Όμως, είναι προφανές, ότι σε θέματα που αφορούν την ευημερία ή τη φτώχεια, την ανάπτυξη ή την ύφεση, το μεγάλο κράτος περιλαμβάνει το συστηματικό ελάττωμα της παραδοχής ότι κάποια στιγμή ολόκληρο το οικοδόμημα θα περάσει σε λάθος χέρια.
Η ενοχλητική αλήθεια προς τους ελιτιστές
Το μεγάλο κράτος δεν μπορεί παρά να συνάδει με τον ελιτισμό. Όταν το κράτος δαπανά 40, 50, ή 60 τοις εκατό του παραγόμενου πλούτου μιας χώρας, αυτό σημαίνει ότι μία μικρή ομάδα ανθρώπων αποφασίζει τι, πως, που και πότε θα παραχθεί. Οι απανταχού ελιτιστές απεχθάνονται την άποψη ότι είναι ανίκανοι να επιτελέσουν το έργο αυτό αποτελεσματικότερα από ότι θα μπορούσαμε ο καθένας ξεχωριστά αξιοποιώντας τη συλλογική μας γνώση (μέσω του μηχανισμού των τιμών) και τις προτιμήσεις μας. Ο νομπελίστας οικονομολόγος F.A. Hayek μίλησε για την ανικανότητα οποιασδήποτε μικρής ομάδας ανθρώπων να λάβει σοφά τέτοιου είδους αποφάσεις στο δοκίμιό του Η Χρήση της Γνώσης στην Κοινωνία και την ομιλία με την οποία αποδέχθηκε το Βραβείο Νόμπελ με τίτλο Η Πρόφαση της Γνώσης.
Δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι υπάρχουν χώρες με μεγάλα κράτη που λειτουργούν καλύτερα από άλλες με μικρότερα. Επίσης, δεν μπορούμε να μην αναγνωρίσουμε ότι σε ορισμένες περιπτώσεις το μεγάλο κράτος έρχεται με κάποια θετικά αποτελέσματα σε συγκεκριμένους τομείς. Οι φιλελεύθεροι απλά αναρωτιόμαστε πόσο καλύτερα θα ήταν τα πράγματα στις χώρες αυτές αν άφηναν τους πολίτες τους να απολαύσουν τις ζωές τους όπως κρίνουν οι ίδιοι αντί να τους καθοδηγούν, συχνά πατερναλιστικά, προς τους σκοπούς που επιλέγουν άλλοι για εκείνους.