Η εκλογή του Τραμπ το 2016 δεν ήταν μόνο αρνητική εμπειρία για τους δημοκρατικούς, που σε μεγάλο βαθμό έπαθαν τετραετή (εν μέρει δικαιολογημένη) παράκρουση. Ήταν αρνητική εμπειρία και για πολλούς συντηρητικούς και φιλελεύθερους που αποτελούσαν μέρος του ρεπουμπλικανικού κόμματος μέχρι τη στιγμή που εκείνο επέλεξε έναν δημαγωγό λαϊκιστή ως υποψήφιο.
Το ρεπουμπλικανικό κόμμα ήταν για πολλούς, μεταξύ των οποίων και ο γράφων, ένα κόμμα αρχών. Μικρό κράτος, ελεύθερη αγορά, σεβασμός στο σύνταγμα και τους θεσμούς, παραδοσιακές αξίες και δυναμική εξωτερική πολιτική. Αυτές οι αρχές, μαζί με τους ψηφοφόρους που τις στηρίζουν, δεν ήρθαν ουρανοκατέβατα στο συγκεκριμένο κόμμα. Ήταν αποτέλεσμα δουλειάς δεκαετιών που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1960, με τον Barry Goldwater, κορυφώθηκε με την εκλογή του Ρίγκαν και συνέχισε (με πτωτική πορεία) έκτοτε.
Το χτίσιμο αυτού του συντηρητικού συνασπισμού μέσα από το πέρασμα των δεκαετιών δημιούργησε το δικό του οικοσύστημα. Από τη δεκαετία του ‘70 και μετά, δημιουργήθηκαν εκατοντάδες οργανισμοί που παράγουν πολιτικές προτάσεις για κάθε πιθανό ζήτημα, εκπαιδεύουν πολιτικούς και ακτιβιστές, χαράσσουν εξωτερική πολιτική, παράγουν ιδεολογικό περιεχόμενο, κάνουν lobbying, καλλιεργούν δημοσιογράφους και διανοούμενους. Μέσα σε αυτό το “δεξιά του κέντρου” οικοσύστημα, η ανάγκη για μία νομική φιλοσοφία που να συνδέεται με τις αξίες αυτού του κινήματος πήρε σάρκα και οστά το 1982 με τη δημιουργία της Federalist Society, ενός οργανισμού που έχει ως στόχο τη διάδοση της νομικής φιλοσοφίας του textualism και του originalism, δηλαδή της πεποίθησης ότι το Σύνταγμα πρέπει να ερμηνεύεται κυριολεκτικά, όπως είναι γραμμένο, και με το νόημα που είχε τη χρονική περίοδο που υιοθετήθηκε το κάθε εδάφιό του.
Ο Τραμπ, κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του, δημοσιοποίησε μία λίστα με πιθανούς ανώτατους δικαστές που θα πρότεινε αν υπήρχε κενή θέση στο εννιαμελές ανώτατο δικαστήριο των ΗΠΑ. Η λίστα αυτή προήλθε, κατά πάσα πιθανότητα χωρίς την παραμικρή παρέμβαση από κανέναν, από τη Federalist Society. Τόσο μεγάλο σεβασμό και ισχύ έχει αυτός ο ευρύτερα άγνωστος οργανισμός φιλελεύθερων και συντηρητικών νομικών. Η έκπληξή μου όταν διαπίστωσα ότι ένας απολιτίκ δημαγωγός εμπιστεύτηκε κάτι τόσο σπουδαίο στον συγκεκριμένο οργανισμό ήταν τεράστια. Τα μέλη της Federalist Society είναι η ιδεολογική και νομική αφρόκρεμα του χώρου που κινείται από τις παρυφές του κέντρου μέχρι τη δεξιά, επομένως η ποιότητα μίας λίστας που φέρει την υπογραφή του συγκεκριμένου οργανισμού δεν θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε άλλο από εξαιρετική για όσους ασπάζονται τις αρχές του.
Όταν βγήκε λοιπόν ο Τραμπ, είχα ευθαρσώς προβλέψει ότι αν αφήσει πίσω του κάτι καλό αυτό θα είναι η οικονομική πολιτική και ένας ή δύο καλοί ανώτατοι δικαστές. Θεωρώ ότι η πρόβλεψη αυτή ήταν αρκετά εύστοχη (για αυτό άλλωστε και την αναφέρω σήμερα) μόνο που τελικά ο Τραμπ διόρισε τρεις δικαστές στο Ανώτατο Δικαστήριο. Μάλιστα, η Amy Coney Barret - η τελευταία του προσθήκη, διορίστηκε λίγες εβδομάδες πριν από τις εκλογές, πράγμα που έκανε πολλούς αναλυτές στην Αμερική (αλλά και εδώ) να πιστέψουν πως ο Τραμπ βιάστηκε τόσο πολύ να τη διορίσει διότι πίστευε ότι θα του φανεί χρήσιμη σε περίπτωση που χάσει τις εκλογές στην κάλπη και επιδιώξει να την κερδίσει στα δικαστήρια.
Την προηγούμενη εβδομάδα το Ανώτατο Δικαστήριο βρέθηκε ενώπιον μίας τέτοιας απόπειρας αμφισβήτησης του εκλογικού αποτελέσματος που ξεκίνησε από την πολιτεία του Τέξας και αφορούσε τις - μέχρι στιγμής ασόβαρες - καταγγελίες περί νοθείας σε πολιτείες που κέρδισε ο Μπάιντεν. Επτά δικαστές, αφού διάβασαν την υπόθεση, αρνήθηκαν έστω και το να ακούσουν τις κατηγορίες των Τραμπικών πολιτειών ενώ οι δύο δήλωσαν απλά ότι επί της αρχής θα ήθελαν να συζητηθεί η υπόθεση.
Ο Τραμπ, μαζί με πολλούς σχολιαστές, ως άνθρωπος που ουδέποτε ασχολήθηκε με τις ιδεολογικές διεργασίες και τις συντηρητικές ζυμώσεις που λαμβάνουν χώρα εδώ και 40 χρόνια στις ΗΠΑ, πίστεψε ότι οι τρεις δικαστές που διόρισε μαζί με τους άλλους δύο συντηρητικούς, θα του έκαναν τη χάρη την κρίσιμη στιγμή και θα του έδιναν μία σανίδα σωτηρίας. Στην πραγματικότητα, αυτό που συνέβη είναι ότι και οι τρεις δικαστές που διορίστηκαν επί Τραμπ, συμπαρατάχθηκαν με την πλειοψηφία του δικαστηρίου και έτσι διέψευσαν τις όποιες προσδοκίες είχε ο Τραμπ αλλά και όσοι τους κατηγόρησαν ως “αιχμαλώτους” του.
Ο Τραμπ μπορεί να κέρδισε το 2016, μπορεί να κυριάρχησε στο ρεπουμπλικανικό κόμμα και να δημιούργησε στρατιές φανατικών ακροδεξιών που τον υποστηρίζουν, όμως ουδέποτε κατάλαβε τις ιδέες, τα κίνητρα, και τους σκοπούς των ανθρώπων που δημιούργησαν τις υποδομές ώστε το κόμμα του να είναι ανταγωνιστικό. Τώρα είναι η ώρα που θα το πληρώσει αυτό.