Μετά την αναμφισβήτητη διπλωματική επιτυχία που σημειώθηκε με την υπογραφή της ελληνοαιγυπτιακής συμφωνίας για την έστω μερική οριοθέτηση της ΑΟΖ μεταξύ των δύο χωρών, είναι γεγονός ότι νέα δεδομένα δημιουργούνται στην περιοχή. Τα τετελεσμένα που παραλίγο να δημιουργηθούν με το τουρκολιβυκό μνημόνιο ανατρέπονται. Η αναγνώριση της ύπαρξης θαλασσίων συνόρων μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου δύσκολα πια μπορεί να αμφισβητηθεί. Οι ακριτομυθίες περί ελληνικών μαξιμαλιστικών θέσεων στα θέματα της υφαλοκρηπίδας των νησιών, που είχαν αρχίσει να βλέπουν το φως της δημοσιότητας στον γερμανικό κυρίως Τύπο, θα είναι δυσκολότερο πλέον να αναπαραχθούν.
Μένει τώρα να φανεί ποιες θα είναι οι πραγματικές αντιδράσεις της Άγκυρας. Έχουν γίνει γνωστές οι λεκτικές, στις οποίες κατά μία μάλλον ανώδυνη έννοια περιλαμβάνεται και η Navtex που εξέδωσε για τις 10 και 11 Αυγούστου η υδρογραφική και ωκεανογραφική υπηρεσία της Αττάλειας για διεξαγωγή τουρκικών ασκήσεων με πραγματικά πυρά ανάμεσα σε Ρόδο και Καστελόριζο. Δεν έχουν γίνει ακόμα γνωστές οι πιο ουσιαστικές που αφορούν στις διερευνητικές ελληνοτουρκικές επαφές με τις οποίες αποφασίσθηκε να κλείσει το κεφάλαιο της έντασης που προκάλεσε η έκδοση της προηγούμενης Navtex στην περιοχή και η έξοδος του τουρκικού στόλου στο Αιγαίο.
Για την Τουρκία, η κατάσταση που δημιουργείται είναι μπρος βαθύ και πίσω ρέμα. Αν παγώσει μέχρι νεωτέρας τις διερευνητικές επαφές, θα της είναι πολύ δύσκολο να βρει μια δικαιολογία που να μην την εκθέτει διεθνώς και μάλιστα στα μάτια δυνάμεων στη στήριξη των οποίων υπολογίζει. Αν προσέλθει σε αυτές ωσάν να μην έχει συμβεί τίποτε, θα αποδυναμώσει τη διπλωματική της θέση στην περιοχή. Και μάλιστα σε μια στιγμή που με τη λεγόμενη προβολή ισχύος υπολόγιζε, αν μη τι άλλο, να επηρεάσει τις εξελίξεις στην άμεση γειτονιά της.
Δεν είναι τυχαίο ότι στο μεσοδιάστημα υπήρξε μεγάλη κινητικότητα της τουρκικής κυβέρνησης στο μέτωπο του κυπριακού εν όψει προφανώς των προγραμματισμένων για τις αρχές Οκτωβρίου «προεδρικών εκλογών» στα κατεχόμενα και των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ με τις οποίες ανανεώθηκε για έξι μήνες η θητεία της ειρηνευτικής δύναμης του Οργανισμού στην Κύπρο και ζητείται από τον Γενικό του Γραμματέα να υποβάλει μέχρι τις 10 Ιανουαρίου του 2021 την έκθεσή του για τις προοπτικές επανέναρξης των συνομιλιών μεταξύ των δύο κοινοτήτων.
Αν δεν είχαν μεσολαβήσει η τραγωδία της Βηρυτού, που λειτουργεί πια ως ακόμη ένας επιταχυντής των εξελίξεων στην περιοχή και η υπογραφή της ελληνοαιγυπτιακής συμφωνίας για την ΑΟΖ, που ματαιώνει τα σχέδια της Τουρκίας για την γεωστρατηγική απομόνωση της Ελλάδας από την Ανατολική Μεσόγειο, είναι μάλλον προφανές ότι εν αναμονή των αμερικανικών εκλογών ο Ερντογάν σε τρεις κυρίως «βοήθειες» θα μπορούσε να ελπίζει.
Η πρώτη είναι η «βοήθεια» που θα μπορούσαν να του προσφέρουν οι εξελίξεις στη Λιβύη με την προέλαση του στρατού της Τρίπολης προς τη Σύρτη. Φαίνεται ότι μια τέτοια εξέλιξη αποκλείεται πια και στρατιωτικά και πολιτικά. Ούτε η Γαλλία ούτε η Ρωσία είναι πιθανό να συζητούν καθ' οιονδήποτε τρόπο ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Ο δε στρατηγός Χαφτάρ μοιάζει και πάλι να ενισχύεται αποτελεσματικά.
Η δεύτερη είναι η «βοήθεια» που ο Ερντογάν θα μπορούσε να έχει από τη μεσολάβηση της γερμανικής προεδρίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης ώστε να αποφύγει το ενδεχόμενο ευρωπαϊκών κυρώσεων. Όμως σε περίπτωση που δεν προχωρήσουν οι διερευνητικές επαφές, που προφανώς συμφωνήθηκαν στις τριμερείς συναντήσεις του Βερολίνου, πολύ λίγα θα είναι τα περιθώρια της γερμανικής προεδρίας να συνηγορήσει υπέρ μιας πιο εφεκτικής στάσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέναντι στην Τουρκία. Πολύ δε περισσότερο που δεν είναι για τη Γερμανία η καταλληλότερη στιγμή για να δυσαρεστήσει τη Γαλλία.
Η τρίτη είναι η «βοήθεια» που ο Ερντογάν θα μπορούσε να περιμένει από τους «Τουρκοκύπριους αδελφούς» σε περίπτωση που οι τελευταίοι αποφάσιζαν με την ψήφο τους να μην επανεκλέξουν ως ηγέτη τους τον σημερινό λιγότερο υποτακτικό στην Άγκυρα «πρόεδρο» Ακιντζί. Με τα σημερινά, ωστόσο, δεδομένα ο Ακιντζί παραμένει ο επικρατέστερος Τουρκοκύπριος ηγέτης και οι αντίπαλοί του δεν φαίνεται να είναι πρόθυμοι να συνασπισθούν για το χατίρι της Άγκυρας.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι οι ημέρες που θα μεσολαβήσουν μέχρι το τέλος του Αυγούστου μόνο σε ρυθμούς θερινής ραστώνης δεν θα κινούνται. Με την Αμυντική συμφωνία μεταξύ Γαλλίας και Κυπριακής Δημοκρατίας να έχει τεθεί σε ισχύ από την πρώτη του μηνός, τον πρόεδρο Μακρόν να επιστρέφει στη Βηρυτό την 1η Σεπτεμβρίου, τον Λαβρόφ να επισκέπτεται τη Λευκωσία στις 8 Σεπτεμβρίου και την απόσταση που χωρίζει τη Λάρνακα από τον Λίβανο να μην ξεπερνά τα 200 χιλιόμετρα καθιστώντας την Κύπρο δυνάμει καταφύγιο για χιλιάδες Λιβανέζους, η τροπή που φαίνεται να παίρνουν τα πράγματα δεν μοιάζει να είναι η καλύτερη για τον Τούρκο πρόεδρο.
Ίσως μάλιστα η σιωπή της Τουρκίας για τα όσα συνέβησαν στη λιβανική πρωτεύουσα να είναι η πιο ενδεικτική της αμηχανίας στην οποία φαίνεται να περιέρχεται για πρώτη φορά έπειτα από πάρα πολύ καιρό η ηγεσία της γείτονος. Είτε γιατί τα γεγονότα τρέχουν πια με πολύ μεγαλύτερη ταχύτητα από αυτήν που υπολόγιζε για να προλάβει τις εξελίξεις. Είτε γιατί κανένα από τα τετελεσμένα που προσπάθησε να δημιουργήσει δεν της έχει βγει, προς το παρόν τουλάχιστον.
Μένει να αποδειχθεί αν η αμηχανία της την καταστήσει επιθετικότερη ή συγκαταβατικότερη. Πάντως πιο φιλόδοξη είναι μάλλον απίθανο να γίνει, ιδιαίτερα τώρα που οι καιροί έχουν αρχίσει να γίνονται δυσκολότεροι και για τους Αδελφούς Μουσουλμάνους.
Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο του σαββατοκύριακου 8-9 Αυγούστου.