Ιστορική ημέρα η σημερινή για τις ΗΠΑ. Μετά από τέσσερα χρόνια λαϊκισμού, δημαγωγίας, θεσμικών προκλήσεων αλλά και επιτυχούς οικονομικής πολιτικής, ορισμένες σημαντικές επιτυχίες στην εξωτερική πολιτική, τον διορισμό τριών ανώτατων και 300 ομοσπονδιακών δικαστών, ο Ντόναλντ Τραμπ εγκαταλείπει το Λευκό Οίκο.
Ο Τζο Μπάιντεν αναλαμβάνει τα ηνία της εκτελεστικής εξουσίας της ισχυρότερης χώρας του κόσμου εν μέσω πανδημίας, ύφεσης, γεωπολιτικών ανακατατάξεων και κοινωνικών αναταραχών. Με το κόμμα του να ελέγχει πλέον πλήρως τη νομοθετική και εκτελεστική εξουσία, οι δημοκρατικοί θα έχουν τη δυνατότητα να καθορίσουν την πορεία των ΗΠΑ για τα επόμενα δύο τουλάχιστον χρόνια. Το ερώτημα που γεννάται είναι ποια πορεία θα επιλέξουν.
Σε ότι αφορά την οικονομία, υπάρχει ο μύθος ότι οι αξιοσημείωτες επιδόσεις των ΗΠΑ οφείλονταν στην προεργασία του προηγούμενου προέδρου, Μπαράκ Ομπάμα. Κάτι τέτοιο είναι εξαιρετικά αμφίβολο καθώς ο Τραμπ έβαλε τη σφραγίδα του σε δύο πολύ σημαντικές μεταρρυθμίσεις. Επί των ημερών του έγινε μία από τις μεγαλύτερες μειώσεις φορολογικών συντελεστών και μία ιστορική μείωση της γραφειοκρατίας. Οι πολιτικές αυτές φέρουν ρεπουμπλικανική σφραγίδα και οι αξιοθαύμαστες επιδόσεις της αμερικανικής οικονομίας πρέπει να πιστωθούν στον Τραμπ και το επιτελείο του. Η ριζοσπαστικοποίηση των δημοκρατικών προς τα αριστερά κατά πάσα πιθανότητα σημαίνει ότι οι πολιτικές αυτές θα αντιστραφούν.
Στις διεθνείς σχέσεις είναι δεδομένο ότι ο Μπάιντεν θα κινηθεί πιο συστημικά. Ο προκάτοχός του είχε πιο θερμές σχέσεις με τον Πούτιν και τον Κιμ Γιονγκ Ουν παρά με την Άνγκελα Μέρκελ. Ο συστημικός Μπάιντεν δεν υπάρχει περίπτωση να πορευτεί κατ’ αυτό τον τρόπο.
Η σημαντικότερη πρόκληση του Μπάιντεν όμως δεν είναι ούτε στην οικονομία, ούτε στις διεθνείς σχέσεις. Είναι στην κοινωνία των ΗΠΑ. Μετά από τέσσερα χρόνια συνεχούς δημαγωγίας, παραπληροφόρησης, και λαϊκισμού, η χώρα είναι διχασμένη. Ο συμφιλιωτικός τόνος του νέου προέδρου μπορεί να επουλώσει ορισμένες από τις πληγές που άνοιξε ο προκάτοχός του, όμως αυτό δεν αρκεί. Θα πρέπει οι, κυρίαρχοι πλέον, δημοκρατικοί να αποδείξουν ότι επιδιώκουν τη συμφιλίωση με ένα τεράστιο κομμάτι του πληθυσμού των ΗΠΑ που έχει πάψει να πιστεύει στους θεσμούς και τους άγραφους νόμους που για 250 χρόνια έχουν κάνει τις ΗΠΑ το φωτεινό παράδειγμα ελευθερίας και δημοκρατίας στον πλανήτη.