Της Μαρίας Χούκλη
Έρευνα του ανεξάρτητου μη-κερδοσκοπικού οργανισμού διαΝΕΟσις για το τι πιστεύουν οι Έλληνες, μετά από 5 χρόνια κρίσης, κατέληξε στο εξής συμπέρασμα: «Η ελληνική κοινωνία είναι μια κοινωνία με μικτή κουλτούρα, στην οποία κυριαρχούν, αλλά δεν ηγεμονεύουν, οι ευρωπαϊκές ιδέες, ο οικονομικός φιλελευθερισμός, ο πολιτισμικός συντηρητισμός και ο πολιτικός κυνισμός… Το ελληνικό αξιακο? σύστημα είναι διχαστικό, αντινομικο?, όπως κάθε αξιακο? σύστημα παντού στην Ευρώπη… Ωστόσο, το πεδίο μάχης είναι συγχρόνως εσωτερικό, αφορά τον κάθε Έλληνα...».
Οι πράξεις, παραλείψεις και ανοχές που απορρέουν από αυτό τον δυισμό* συνθέτουν πιθανότατα το πανόραμα της ελληνικής κρίσης.
Το ερώτημα τίθεται κάθε τόσο από πολλά χείλη. Τι φταίει και δεν μπορούμε να βρούμε την άκρη του τούνελ;
Η απάντηση προκύπτει αβίαστα από τα ευρήματα της εθνικής μας ακτινογραφίας από τη διαΝΕΟσις που έχει λιγότερο χαρακτηριστικά παρόντος και τη μικρότερη, αλλά εξίσου αποκαλυπτική, έρευνα του Ευρωβαρόμετρου, που φωτογραφίζει το εφήμερο.
Οι Έλληνες εμφανιζόμαστε να μην εμπιστευόμαστε κανέναν από τους θεσμούς. Σχεδόν απολύτως απαξιωμένοι οι κομβικοί θεσμοί: το 92% των πολιτών αποστρέφεται τα πολιτικά κόμματα, το 83% δεν εμπιστεύεται τη Βουλή, το 82% την κυβέρνηση, ίδιο ποσοστό –82%– τις περιφερειακές και τοπικές δημόσιες αρχές.
Σ' ο, τι αφορά στη Δικαιοσύνη, ανέτρεξα στην έρευνα της διαΝΕΟσις και βρήκα ότι μόνο το 50% των πολιτών έχει εμπιστοσύνη στο εγχώριο σύστημα της Θέμιδας. Ούτε η Ευρώπη μας θέλγει πλέον, 8 στους 10 Έλληνες δηλώνουν σφόδρα απογοητευμένοι από την Ε.Ε.
Δυσπιστία εκφράζεται και για τα ΜΜΕ. Το 80% των ερωτηθέντων δεν εμπιστεύεται την τηλεόραση, ακολουθούν με 65% ο παραδοσιακός Τύπος και με 61% το ραδιόφωνο. Καλύτερη η εικόνα του Διαδικτύου, το εμπιστευόμαστε περισσότερο από τους άλλους Ευρωπαίους.
Τούτων δοθέντων, δεν προκαλεί έκπληξη ότι οι Έλληνες είναι δυσαρεστημένοι από την καθημερινή τους ζωή και φοβούνται ότι τα χειρότερα για την οικονομία έπονται.
Απ'' όλες τις εξομολογήσεις μας, μεγαλύτερη σημασία έχουν –κατά την άποψη μου– τα αισθήματα μας έναντι των θεσμών του κράτους. Και –το χειρότερο– φαίνεται ότι η αμφισβήτηση και η δυσπιστία εξελίσσονται σε πεποίθηση. Αποκτούν ρίζες και αντοχή στο χρόνο.
Το μέγα ζητούμενο δεν είναι, λοιπόν, η ανάπτυξη, αλλά η ανάκτηση της εμπιστοσύνης στις δομές και στα συστήματα που καθορίζουν τη ζωή μας όσο κανείς. Για να ανατραπεί το κλίμα γενικευμένης δυσανεξίας, δεν χρειάζονται υποσχέσεις και κανακέματα των πολιτών. Θα πρέπει τα πρόσωπα που εκπροσωπούν τους θεσμούς, όλοι όσοι ασκούν οποιασδήποτε μορφής εξουσία στις κοινοβουλευτικές Δημοκρατίες, να αυτοπειθαρχούν στους τυπικούς κανόνες οι οποίοι ισχύουν για όλους. Μόνον η δική τους συμμόρφωση στους νόμους και η τιμωρία όσων εκτρέπονται, μπορούν να λειτουργήσουν διαπαιδαγωγικά και να οδηγήσουν σε αλλαγή νοοτροπιών στην ελληνική κοινωνία. Κάθε εξαίρεση και αυτοεξαίρεση από τον γενικό κανόνα στερεοποιεί την κλονισμένη μας εμπιστοσύνη σε όσους εκ του Συντάγματος έχουν την ευθύνη να κυβερνούν, να νομοθετούν και να ελέγχουν. Και όσο εκλείπει ο άυλος, πολύτιμος πόρος που λέγεται εμπιστοσύνη, απλώς θα εξομολογούμαστε στις κατά καιρούς έρευνες απλώς τι μας φταίει.
* Νικηφόρος Διαμαντούρος, «Πολιτισμικός Δυϊσμός και Πολιτική Αλλαγή στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης,
Αλεξάνδρεια, 2000.