Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Είναι ωραίος ο μοντέρνος χριστουγεννιάτικος στολισμός της Βασιλίσσης Σοφίας; Μήπως είναι κακός; Είναι μοντέρνος ή μεταμοντέρνος; Εδώ που τα λέμε, υπάρχει τάχα ακόμη σαν όρος το «μεταμοντέρνο» ή είναι τελείως irrelevant πια; Σε πόσους είναι καλό να αρέσει; Σε όλους; Τι αρέσει σε όλους; Έπρεπε μήπως στη θέση της εγκατάστασης αυτής να είχαν κρεμαστεί αγγελάκια και κεράκια, βγαλμένα μέσα από τις ταινίες που βλέπουμε και ξαναβλέπουμε αχόρταγα κάθε χρονιά αυτή την περίοδο, επειδή τα Χριστούγεννα έχουμε ούτως ή άλλως μια βαθιά ανάγκη να επενδύουμε συναισθηματικά σε κατιτί οικείο, σε κατιτί παλιό και δοκιμασμένο, για να ξελαχανιάσουμε μια στάλα από το διαρκές επιτόπιο τρέξιμό μας σ' αυτό τον διάδρομο γυμναστικής που είναι η ζωή;
Υπερέβησαν άραγε τα εσκαμμένα οι άνδρες των ΜΑΤ, και, εάν ναι, πόσοι από αυτούς, και πόσο ακριβώς; Και: είναι δυνατόν να μετρηθεί κάτι τέτοιο; Και πώς; Μήπως επίσης πρέπει να διερευνήσουμε εις βάθος τι ώθησε εκείνον τον αστυνομικό που φέρεται να χτυπά στο πόδι με έναν πυροσβεστήρα χειρός έναν ταραχοποιό τη στιγμή της σύλληψής του; Είναι σαδιστής; Είναι διαφορετικός από εμάς; Εκτελεί εντολές; Μήπως δεν χτυπά τελικά αν καλοκοιτάξεις; Υπάρχει μήπως κάποιο ύπουλο σχέδιο για να γίνουμε ένα αυταρχικό κράτος με μονάδες ασφαλείας που θα επιδεικνύουν μηδενική ανοχή; Μήπως είναι καλύτερα να επενδύσουμε σε Σώματα ανδροειδών που θα συλλαμβάνουν χωρίς συναισθηματική εμπλοκή τους ταραξίες; Μήπως τελικά και λίγο ξύλο δεν πειράζει, αν πρόκειται να γλιτώσουμε από τα παραδοσιακά επεισόδια και να προστατεύσουμε τις περιουσίες του κόσμου;
Να συνεκμεταλλευτούμε το Αιγαίο με την Τουρκία; Να πάψουμε να κάνουμε σαν τα κοκοράκια αφού δεν έχουμε καμία σοβαρή αποτρεπτική δύναμη; Τι θα σήμαινε ένα θερμό επεισόδιο με τους γείτονες; Τι θα σήμαινε για την καθημερινότητά μας, για την Αγορά, για την οικονομία; Μπορούμε να το «απορροφήσουμε», ή οι κραδασμοί του θα μας επηρεάζουν αρνητικά επί καιρό; Είμαστε μπροστά σε νέα Ίμια; Να συσφίξουμε και να επεκτείνουμε τις σχέσεις μας με τους διεθνείς μας εταίρους και με τις συμμαχίες των οποίων είμαστε ιδρυτικά μέλη, να τους αφήσουμε στην ησυχία τους επειδή κι αυτοί είναι κουρασμένοι και δύσκαμπτοι, ή να αναζητήσουμε καινούργιους; Μπορούμε να πάμε στη Χάγη; Κι αν η Χάγη δεν μας δικαιώσει; Και τέλος πάντων πού είναι αυτή η Χάγη; Και τι ακριβώς σημαίνει συνεκμετάλλευση; Ή μάλλον πρώτα-πρώτα: τι σημαίνει εκμετάλλευση; Εκμετάλλευση ποιων κοιτασμάτων; Υπάρχουν όντως; Πού βρίσκονται; Αξίζει τον κόπο η επένδυση; Είναι περιβαλλοντικά αθώα; Και, εάν είναι οκέι να γίνει η εξόρυξή τους, ποια δεκαετία ποιου αιώνα μπορούν πράγματι να αρχίσουν να εξορύσσονται; Θα χρησιμοποιούμε άραγε υδρογονάνθρακες εκείνα τα χρόνια; Θα υπάρχουν αγοραστές; Μήπως καλύτερα να φτιάχναμε ποδήλατα;
* * *
Κάπως έτσι κύλησε η βδομάδα που μας πέρασε. Κάτω, στην πλατεία, ο θίασος ξεδιπλώνει τα ταλέντα του και αφηγείται τις ιστορίες του: τις αφηγήσεις του. Και πάνω, στον εξώστη, δύο ολόιδιοι αλλόκοτοι τύποι λένε, λένε, λένε, διασταυρώνουν τα ξίφη τους, τσιμπώντας ο ένας τη μύτη του άλλου, τραβώντας ο ένας τη μάσκα του άλλου, παίρνοντας συνεχώς ο ένας τη θέση του άλλου, τις ιδέες του άλλου, την ανάσα του άλλου. Μιλούν, τσακώνονται και χτυπιούνται, ματώνουν και ματώνονται, τρώνε τις μάσκες τους, μασούν το στόμα τους, ενώ από ώρα τώρα έχουν πάψει πια να παρακολουθούν το έργο —εκείνες τις ιστορίες, εκείνες τις αφηγήσεις—, ενώ από ώρα τώρα δεν παίζεται καν κάποιο έργο εκεί κάτω στη σκηνή, παρά μόνο οι επαναλήψεις, ή σκηνές από τα προσεχώς, που δεν θα 'χει απομείνει και κανείς να τα δει. Ενώ από ώρα τώρα οι ηθοποιοί έχουν βγάλει το μακιγιάζ τους και οι τεχνικοί έχουν σβήσει όλα τα φώτα, και η πλατεία έχει πλημμυρίσει σιωπή.
Και κάπου πιο εκεί, σε ένα άλλο σπίτι, μένει —πες— μια γυναίκα μόνη παρέα με μια σκυλίτσα, και σήμερα έχουν γιορτή —η σκυλίτσα, πες, γίνεται εφτά χρονών—, και τίποτε άλλο δεν έχει σημασία, και κάθονται οι δυο τους κοντά-κοντά, και σβήνουν το κερί, και τρώνε την τούρτα, και αγκαλιάζονται. Και λίγο δακρύζουν.
Κι αυτό εκεί είναι όλος ο κόσμος.