Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Σήμερα μιλά στο Liberal μία οδηγός ταξί, η Χρυσούλα Δημοπούλου. Μας μιλά για τους τουρίστες που επιλέγουν την Ελλάδα και τις εντυπώσεις που τους αφήνει το ταξίδι τους, για την TaxiBeat, την Uber και για πολλά άλλα. Την ευχαριστώ θερμά για τον χρόνο της. Και εσάς, εκ των προτέρων, για τις κοινοποιήσεις αυτής της συνέντευξης.
Αγαπητή κυρία Δημοπούλου, πόσα χρόνια κάνετε αυτή τη δουλειά;
Χ.Δ.: Άρχισα να οδηγώ ταξί πριν από 6 ακριβώς χρόνια, τον Οκτώβριο του 2013. Αναζητούσα ένα ακόμη ελεύθερο επάγγελμα το οποίο θα έπρεπε να μου επιτρέπει να κάνω ό,τι έκανα έως τότε, να δουλεύω ως μεταφράστρια από το σπίτι μου δηλαδή, να χρησιμοποιήσω τα εφόδιά μου χωρίς να πάρω μεγάλο ρίσκο και να έχει έστω και έμμεση σχέση με τον κλάδο που πίστευα ότι θα παραμείνει όρθιος μέσα στην κρίση, δηλαδή με τον τουρισμό. Πιστεύω πως, σύμφωνα με τα δεδομένα του 2013, με τα χρόνια που ακολούθησαν αλλά και την εξέλιξη που είχε η δουλειά, πήρα μια καλή απόφαση.
— Κατά την τουριστική περίοδο δουλεύετε κυρίως με ξένους τουρίστες, από όσο καταλαβαίνω,
σωστά;
Χ.Δ.: Ναι, σωστά, ειδικά από το 2016 και μετά κατά την τουριστική περίοδο ασχολούμαι κυρίως με αυτό. Όσο περνούν τα χρόνια, συνειδητοποιώ ότι αυτό που πραγματικά απολαμβάνω είναι να υποδέχομαι επισκέπτες στο αεροδρόμιο και στα λιμάνια, να τους παραλαμβάνω από τα ξενοδοχεία τους, να κάνουμε μαζί περιηγήσεις στην πόλη ή σε κοντινούς προορισμούς. Βέβαια, εξίσου μεγάλο ενδιαφέρον έχουν και οι επιβάτες που ταξιδεύουν για επαγγελματικούς λόγους, επειδή έρχονται τακτικά και με τον καιρό αναπτύσσεται άλλη σχέση, μαθαίνεις τις συνήθειες, τις προτιμήσεις τους, νέα από τη ζωή τους.
— Θα ήθελα να μας τους κατηγοριοποιήσετε, αν είναι εύκολο. Ας πούμε, να μας λέγατε ποιες είναι οι
πέντε κύριες κατηγορίες τουριστών που επισκέπτονται την Αθήνα.
Χ.Δ.: Συνηθίζω να τους χωρίζω σε ταξιδιώτες και σε τουρίστες. Πολλοί από όσους ανήκουν στην πρώτη κατηγορία δεν επισκέπτονται τη χώρα για πρώτη φορά, όσοι έρχονται για πρώτη φορά είναι πολλοί ενημερωμένοι για την ιστορία αλλά και για τη σύγχρονη ζωή του τόπου και αφιερώνουν χρόνο σε ό,τι θέλουν να δουν. Οι δεύτεροι μπορεί να κάνουν ερωτήσεις όπως «Τι καλό έχει εδώ να δούμε;», «Δεν θέλω να ανέβω στην Ακρόπολη, μια selfie και φύγαμε», ή «Φαίνεται από εδώ η Μύκονος;» Φυσικά οι δύο αυτές κατηγορίες έχουν υποκατηγορίες με βάση την ηλικία, τη χώρα από την οποία έρχονται, το φύλο και την οικονομική επιφάνεια.
— Έχετε παρατηρήσει κάποιες αλλαγές ως προς αυτά που σκέφτονται ή φαντάζονται οι ξένοι επισκέπτες της πόλης για την Αθήνα, και την Ελλάδα γενικότερα, τα χρόνια της Κρίσης;
Χ.Δ.: Όταν πρωτοξεκίνησα, σχεδόν όλοι οι επισκέπτες ρωτούσαν με μεγάλη αγωνία πώς είναι η καθημερινότητα, πώς τα βγάζετε πέρα, μου έλεγαν ότι έβλεπαν εικόνες από τη χώρα κάθε μέρα στις ειδήσεις, υπήρξαν και ορισμένοι που νόμιζαν πως θα φτάσουμε στο Σύνταγμα και θα σκάνε οι μολότοφ στα παράθυρα. Τους τελευταίους μήνες έχει αλλάξει αυτό, μου λένε ότι μαθαίνουν πως τα πράγματα βελτιώνονται αργά αλλά σταθερά. Αυτό που δεν τους ανησυχούσε και δεν τους ανησυχεί είναι η ασφάλεια, το πόσο ασφαλείς είναι στην πόλη. Θεωρούσαν και θεωρούν ότι η Αθήνα είναι μια φιλική, ασφαλής πόλη, τουλάχιστον τα παραδείγματα που έχω εγώ. Ρωτούν αν υπάρχουν μέρη που καλό θα ήταν να αποφύγουν, αλλά γενικά θεωρούν ότι πρόκειται για μια μεγαλούπολη η οποία είναι ασφαλής? απλώς, όπως και άλλες μεγαλουπόλεις, έχει ορισμένα όχι και τόσο «φιλόξενα» μέρη.
— Πέραν της Κρίσεως, πώς μας βλέπουν οι ξένοι που έρχονται εδώ;
Χ.Δ.: Εξαρτάται από την εθνικότητα και την οικονομική επιφάνεια. Κάποιοι θεωρούν ότι μας κάνουν χάρη που ήρθαν ώς εδώ και θα αφήσουν τα λεφτά τους, άλλοι είναι σίγουροι ότι θα τους κλέψουμε, άλλοι πάλι νομίζουν ότι βρήκαν υπηρέτες. Υπάρχουν ασφαλώς κι εκείνοι που νιώθουν ότι έχουν έρθει σε ένα σύγχρονο κράτος, δεν είναι καχύποπτοι και αντιμετωπίζουν τους ντόπιους ως ίσος προς ίσο. Όλοι μα όλοι, όμως, συμφωνούν στο ότι έχουν έρθει σε έναν πολύ όμορφο τόπο με μεγάλη ιστορία και συμβολή στον δυτικό πολιτισμό.
— Και με τι εντυπώσεις φεύγουν; Τι σας λένε όταν τους πηγαίνετε στο αεροδρόμιο για να επιστρέψουν στην πατρίδα τους;
Χ.Δ.: Η καλύτερη εντύπωση που έχουν όλοι είναι από το φαγητό. Βρίσκουν την ελληνική κουζίνα πολύ νόστιμη, τα υλικά φρέσκα και τις τιμές από λογικές έως χαμηλές. Όσοι έχουν δοκιμάσει ελληνική κουζίνα στο εξωτερικό λένε ότι υπάρχει μεγάλη διαφορά στη γεύση, ιδιαίτερα στα γλυκά. Τα τελευταία δύο χρόνια τούς εκπλήσσουν ευχάριστα τα κρασιά. Σχεδόν όλοι έχουν να πουν για τη φιλοξενία και την εγκαρδιότητα των ντόπιων, λένε πως νιώθουν ευπρόσδεκτοι. Πολλοί θα μιλήσουν με μεγάλο ενθουσιασμό για τον καιρό, τη θάλασσα και τη φύση. Γενικά, ακόμα κι όταν έχουν προκύψει διάφορα απρόοπτα κατά την παραμονή τους, φεύγουν με καλές εντυπώσεις.
— Ποια είναι τα κύρια προβλήματα με τα οποία θα έρθει αντιμέτωπος ένας ξένος στην Ελλάδα;
Χ.Δ.: Όσον αφορά την Αθήνα, νομίζω ότι η ελλιπής σήμανση στην πόλη είναι που τους δυσκολεύει κυρίως. Δυσκολεύονται επίσης πολύ να κυκλοφορήσουν πεζοί στην Αθήνα, ελάχιστοι σταματάμε στις διαβάσεις, τα πεζοδρόμια είναι κατειλημμένα, τα γνωστά. Η μη διαδεδομένη χρήση πιστωτικής κάρτας είναι επίσης ένα ζήτημα, ειδικά για όσους φτάνουν από χώρες που δεν έχουν ως νόμισμα το ευρώ και κυκλοφορούν με μια πιστωτική στο χέρι γιατί τους διευκολύνει τρομερά. Τεράστιο πρόβλημα είναι οι απεργίες και οι κλειστοί δρόμοι καθώς και οι υπερβολικές, ορισμένες φορές, καθυστερήσεις των πλοίων και των αεροπλάνων. Ένα μεγάλο πρόβλημα για όσους επιλέγουν να νοικιάσουν αυτοκίνητο είναι η οδική συμπεριφορά μας και η μη τήρηση των κανόνων.
— Και ποια είναι αυτά που τον αποζημιώνουν;
Χ.Δ.: Το κλισέ τρίπτυχο «λίγο κρασί, λίγο θάλασσα και τ' αγόρι μου» έχει μεγάλη δόση αλήθειας καθώς το φαγητό και το ποτό, η θάλασσα και η φύση, η χαλάρωση και η ανθρώπινη επαφή είναι αυτά που τελικά τούς μένουν. Κάτι που επισημαίνουν επίσης είναι το πόσο τούς εντυπωσίασαν η ιστορία και οι εναλλαγές στο τοπίο: τη μια μέρα μπορεί να είναι στη Μύκονο και την επόμενη στα Μετέωρα, για παράδειγμα.
— Πολύ ωραία. Πάμε σε κάτι άλλο. Τελευταία διαβάζω συνέχεια παράπονα από φίλους σχετικά με την TaxiBeat. Τι έχει αλλάξει;
Χ.Δ.: Ναι, τα διαβάζω και εγώ και νομίζω ότι οφείλονται σε δύο λόγους: στην κατάργηση της επιλογής οδηγού και στην έλλειψη ταξί. Η κατάργηση της επιλογής καταργεί το καινοτόμο πλεονέκτημα της εφαρμογής και, κατά τη γνώμη μου, είναι μια λανθασμένη απόφαση. Στο σημείο αυτό να πω ότι καμία από τις αλλαγές που έγιναν δεν είναι προς όφελος του οδηγού, δεν μας διευκολύνουν σε τίποτα. Η έλλειψη αυτοκινήτων, από την άλλη, έχει να κάνει με την αύξηση της δουλειάς στον δρόμο, με την αύξηση του τουρισμού, με την εισαγωγή κι άλλων εφαρμογών ή ομάδων οδηγών και, φυσικά, με τη στροφή των οδηγών σε παραδοσιακά ραδιοταξί ή άλλες εφαρμογές, λόγω του ποσοστού της προμήθειας που κρατά η Beat.
— Ποια είναι η γνώμη σας για την Uber;
Χ.Δ.: Η Uber εντόπισε ένα κενό στην αγορά των μεταφορών το οποίο είχε να κάνει με την ανάγκη για ασφαλείς, οικονομικότερες μεταφορές από σύγχρονα και καθαρά αυτοκίνητα. Είναι εμφανές ότι η αδυναμία αυτοεξυγίανσης του κλάδου των ταξί είναι η αιτία ύπαρξης της Uber, σε συνδυασμό με την αύξηση των τουριστών με χαμηλό μπάτζετ — ίσως μάλιστα να μην είναι τυχαία η ταυτόχρονη εμφάνιση των Airbnb και της Uber. Η γνώμη μου είναι ότι όσοι δραστηριοποιούνται στον ίδιο επιχειρηματικό χώρο πρέπει να υπακούν σε κοινό νομοθετικό και φορολογικό πλαίσιο για να αποφεύγεται ο αθέμιτος ανταγωνισμός. Άρα λοιπόν, αν παίζουμε όλοι με τους ίδιους κανόνες, η επιβίωση στον κλάδο συναρτάται με τον επαγγελματισμό.
— Πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα των ταξί στην Αθήνα;
Χ.Δ.: Αν εννοούμε την έλλειψη που έχει παρατηρηθεί το τελευταίο διάστημα, θεωρώ ότι με τη λήξη της τουριστικής περιόδου τα πράγματα θα είναι σαφώς καλύτερα. Αν εννοούμε το πρόβλημα της ποιότητας των υπηρεσιών, δεν θα λυθεί όσο ο ίδιος ο κλάδος δεν φροντίζει να απομονώσει τους κακούς επαγγελματίες.
— Τι θα θέλατε εσείς να αλλάξει στον χώρο σας;
Χ.Δ.: Θα ήθελα να υπήρχαν συγκεκριμένα κριτήρια καταλληλότητας για να κάνει κάποιος αυτή τη δουλειά, ειδικότερα στο κομμάτι του τουρισμού. Το έχω δύο μάτια, δύο χέρια και δεν έχω κάνει φυλακή δεν αρκεί. Γενικά θα ήθελα απλώς να κάνει ο καθένας μας σωστά τη δουλειά του, θα ήταν μια μεγάλη πρόοδος.
— Ποια είναι λοιπόν τα βασικά, τα κύρια προσόντα ενός καλού οδηγού ταξί;
Χ.Δ.: Θα σας πω ποια θεωρώ εγώ σημαντικά χαρακτηριστικά ενός καλού οδηγού ταξί γιατί μάλλον πολλοί συνάδελφοι αλλά και επιβάτες έχουν άλλη άποψη. Η ασφαλής οδήγηση, η συνέπεια και η υπομονή είναι για μένα οι πυλώνες. Το κύριο μέλημα είναι η ασφαλής μεταφορά των επιβατών. Έχεις την ευθύνη των ανθρώπων που επιβαίνουν στο αυτοκίνητό σου, είναι άνθρωποι και όχι το αντίτιμο μίας κούρσας. Ακολουθεί η συνέπεια, ο σεβασμός στον χρόνο τους. Η υπομονή έχει να κάνει τόσο με την ψυχραιμία όσον αφορά την κατάσταση στους δρόμους αλλά και με την υπομονή και τη διαχείριση του κάθε επιβάτη. Για παράδειγμα, μεταφέρεις ένα βρέφος, ίσως χρειαστεί να σταματήσεις 2-3 φορές? ή μόλις έχεις παραλάβει ηλικιωμένους ανθρώπους που ταξιδεύουν μια ολόκληρη μέρα για να φτάσουν και δεν νιώθουν καλά. Δεν αναφέρω την καθαριότητα του αυτοκινήτου και του ίδιου του οδηγού, τα θεωρώ αυτονόητα. Πέρα από αυτά τα προσόντα που άπτονται κυρίως στον χαρακτήρα του οδηγού, υπάρχουν και ορισμένα αντικειμενικά προσόντα που θα έπρεπε να έχουν όλοι όσοι έρχονται σε επαφή με τουρίστες, όπως η καλή γνώση αγγλικών, για παράδειγμα.
— Πολύ καλά. Τέλος: πώς βλέπετε το μέλλον;
Χ.Δ.: Αισιόδοξα, τολμώ να πω, παρόλο που συχνά χάνω την υπομονή μου με τους συναδέλφους και τις πρακτικές τους. Με τους κλασικούς ελληνικούς, απελπιστικά αργούς ρυθμούς και μέσα από συγκρούσεις και παλινωδίες, στο τέλος κάτι θα αλλάξει προς το καλύτερο, κυρίως όταν θα αντιληφθούν όλο και περισσότεροι ότι κάνουν ένα επάγγελμα με κέντρο τον επιβάτη και όχι τον εαυτό τους.
— Αγαπητή κυρία Δημοπούλου, σας ευχαριστώ θερμά!