Τελείωνε ο δύσκολος Φεβρουάριος του 1949, το ημερολόγιο έγραφε 22 του μηνός, όταν η Αριάδνη Εφρόν, κόρη του Σεργκέι Εφρόν και της Μαρίνας Τσβετάγιεβα συνελήφθη για δεύτερη φορά. Η πρώτη ήταν το 1939, όταν καταδικάστηκε οκτώ χρόνια εγκλεισμού σε Στρατόπεδο Αναμορφωτικής Εργασίας. Το καθεστώς, συλλαμβάνοντας τη για δεύτερη φορά, αποφάσισε να απαλλαγεί οριστικά από αυτήν και με συνοπτικές διαδικασίες την καταδίκασε σε ισόβια εξορία στη Σιβηρία.
Η άτυχη κοπέλα, μοναδικό έγκλημα της οποίας ήταν πως γεννήθηκε από τους συγκεκριμένους γονείς, είχε σε αυτόν τον ατελείωτο Γολγοθά μία φίλη και συνοδοιπόρο, την Άντα Φέντερολφ.
Οι δύο κοπέλες ζούσαν στο εξωτερικό, επέστρεψαν στην Ε.Σ.Σ.Δ., όπου λίγο μετά την άφιξή τους, τις συνέλαβαν, τις καταδίκασαν με βάση το διαβόητο άρθρο 58 του σοβιετικού Ποινικού Κώδικα σε 8ετή καταναγκαστικά έργα. Εξέτισαν την ποινή τους, επέστρεψαν στη Μόσχα, έφτιαξαν ένα μικρό σπιτάκι στο Τάρους, στο οποίο η δυστυχής Αριάδνη έζησε μέχρι το τέλος της ζωής της.
Η Άντα Φέντερολφ ήταν 11 χρόνια μεγαλύτερη από την Αριάδνη Εφρόν. Είχε γεννηθεί το 1901 στην Αγία Πετρούπολη. Ο πατέρας της ήταν καθηγητής της Ιατρικής και η μητέρα της δασκάλα μουσικής. Τ0 1921 γνώρισε έναν Εγγλέζο δάσκαλο Αγγλικών και το 1924 τον παντρεύτηκε και έφυγε μαζί του στη Μεγάλη Βρετανία. Το 1927 χώρισε και επέστρεψε στην πατρίδα της όπου άρχισε να διδάσκει Αγγλικά σε διάφορα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Παντρεύτηκε ξανά, αλλά και πάλι η οικογενειακή της ζωή διαλύθηκε.
Ο πρώτος της γάμος, δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητος από τις αρχές και έτσι το 1938 τη συνέλαβαν ως ύποπτη κατασκοπίας. «Φιλοξενήθηκε» όλα αυτά τα χρόνια στα στρατόπεδα της τρομακτικής Κολιμά. Με την απελευθέρωσή της, οι αρχές της απαγόρευσαν να ζήσει σε πρωτεύουσες δημοκρατιών και μεγάλες πόλεις. Το 1948 σε ένα κύμα συλλήψεων πρώην κρατουμένων των γκουλάγκ, συλλαμβάνεται ξανά. Η Άντα Φέντερλοφ έγραψε ένα βιβλίο, μία πολύτιμη μαρτυρία για εκείνη τη δύσκολη εποχή, με τίτλο «Δίπλα στην Άλα».
Από το βιβλίο αυτό μαθαίνουμε πως ο ανακριτής της Αριάδνης Εφρόν μετά την πρώτη της σύλληψη, ήταν ο Αντρέι Σβερντλόφ, γιος του Γιάκοβ Σβερντλόφ, εκ των ιδρυτών της Ε.Σ.Σ.Δ. κορυφαίου στελέχους των Μπολσεβίκων, ο οποίος ήταν συμμαθητής του Σαμουήλ Γκουρέβιτς, του πρώτου συζύγου της, ο οποίος διατήρησε τη φιλική τους σχέση και μετά την αποφοίτηση και γνώριζε πως είχε σχέσεις μαζί της.
Κατά τη διάρκεια των ανακρίσεων, δεν τη βασάνισε μα έλεγε λόγια σκληρά, ήταν καχύποπτος και ήρεμα αδιάφορος.
Το πρώτο διάστημα η Αριάδνη έζησε σε ένα στρατόπεδο στη δημοκρατία Κόμι. Όταν όμως αρνήθηκε να γίνει καταδότης των συγκρατούμενών της, τότε την έστειλαν στη Μορντόβια, παραδοσιακό τόπο σκληρών στρατοπέδων και φυλακών. Με την αποφυλάκισή της, μετακόμισε στην πόλη Ριαζάν, όπου άρχισε να εργάζεται ως δασκάλα γραφιστικής, μέχρι που τη συνέλαβαν ξανά.
Κατά την παραμονή της στη φυλακή, περιμένοντας την ετυμηγορία, γνώρισε την Άντα και η φιλία τους κράτησε μέχρι το τέλος της ζωής του. Αμφότερες καταδικάστηκαν σε ισόβια εξορία στην περιοχή του Κρασνογιάρσκ, εκεί που κάποτε έζησαν εξόριστοι ο Στάλιν και ο Σβερντλόφ. Πρώτη έφυγε η Άντα αλλά συναντήθηκαν ξανά σε ένα κέντρο μεταγωγών στην πόλη Κουϊμπίσεφ. Έμειναν για ένα διάστημα στην τοπική φυλακή, υποσιτιζόμενες και στη συνέχεια μέσα σε βαγόνια για μεταφορά ζώων, πήραν τον μακρύ δρόμο για την ανατολική Σιβηρία. Ακολούθησε η φυλακή του Κρασνογιάρσκ μέχρι να έρθει η άνοιξη και να αρχίσουν να ταξιδεύουν τα ποταμόπλοια, για να πάρουν τον δρόμο προς την εσχατιά του Τουρουχάνσκ. Στο χωριουδάκι αυτό υπήρχε μόνο ένα εργοστάσιο υλοτομίας και οι νέες εξόριστες είχαν μια εβδομάδα στη διάθεσή τους να βρουν δουλειά, σε διαφορετική περίπτωση θα τις έστελναν στον Μεγάλο Βορρά να ασχοληθούν με το ψάρεμα σε συνθήκες παγετώνα.
Είχαν προηγηθεί κρυφές κομματικές συνελεύσεις, κατά την διάρκεια των οποίων τα στελέχη προειδοποίησαν τον ντόπιο πληθυσμό που έρχονται εχθροί του λαού, τους οποίους δεν έπρεπε να βάζουν στα σπίτια τους, να τους εμπιστεύονται και να τους μιλούν, ενώ όσον αφορά στην εργασία θα πρέπει να τους αναθέτουν μόνο βαριές χειρωνακτικές εργασίες. Οι δύο γυναίκες με δυσκολία κατάφεραν η μεν Άντα να βρει δουλειά νυχτερινής λαντζιέρας στο κυλικείο του τοπικού αεροδρομίου, η δε Αριάδνη ως καθαρίστρια σε σχολείο. Στη συνέχεια, νοίκιασαν μία γωνιά στην ίζμπα μίας γριούλας. Με την πάροδο του χρόνου, η Αριάδνη ζωγράφιζε εφημερίδες τοίχου για την τοπική λέσχη νεολαίας, ενώ η Άντα κατάφερε να βρει δουλειά σε λογιστικό γραφείο.
Η αλληλογραφία δεν απαγορευόταν για τους εξόριστους κι έτσι η Αριάδνη συχνά έστελνε γράμματα και δέματα σε γνωστούς και συγγενείς. Μελετώντας σήμερα την αλληλογραφία της βλέπουμε πως ακόμη και στα πιο δύσκολα και ζοφερά χρόνια, αντιμετώπιζε με χιούμορ την ανέχειά της, ενώ περιγράφει με καταπληκτική ενάργεια τη φύση, τους ανθρώπους, αλλά και την ομορφιά του ρωσικού Βορρά.
Μία από τις λεπτομέρειες εκείνης της περιόδου που σοκάρουν τον αναγνώστη, είναι ότι ο ποιητής Μπορίς Παστερνάκ έστειλε στην Αριάδνη 1000 ρούβλια, προκειμένου να αποκτήσει τα αναγκαία πράγματα, ώστε να έχει μία ελάχιστη βολή στη ζωή της. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν την κατάσταση στα τέλη της δεκαετίας του 1940, η πράξη αυτή του ποιητή φανερώνει όχι μόνο την ανθρωπιά μα και τη γενναιότητά του. Με το ποσό αυτό και με τις οικονομίες τους, οι δύο κοπέλες αγόρασαν ένα παλιό ετοιμόρροπο αγροτόσπιτο, το οποίο χρειαζόταν άπειρες επισκευές για να μπορέσει να γίνει κατοικήσιμο, ωστόσο ήταν πανευτυχείς.
Στο σπιτάκι αυτό η Αριάδνη θα ζωγραφίσει πολλές ακουαρέλες με θέμα τον απέραντο ποταμό Γιενισέι, οι οποίες θα δουν το φως της δημοσιότητας, μόνο μετά την κατάρρευση του κομμουνιστικού καθεστώτος. Η Άντα, μας μεταφέρει πως όταν έρχονταν οι λευκές νύχτες η Αριάδνη καθόταν άγρυπνη προσπαθώντας να ζωγραφίσει τα τοπία που συνεχώς άλλαζαν όψη.
Στο σπίτι αυτό, βρήκε την Αριάδνη το άγγελμα θανάτου του συζύγου της, του δημοσιογράφου και μεταφραστή Σαμουήλ Γκουρέβιτς, ο οποίος εκτελέστηκε στις 31 Δεκεμβρίου 1951. Μέχρι τότε δεν είχε κανένα νέο του και μπορούσε μόνο να μαντεύει και να προσεύχεται. Η είδηση του θανάτου του έγινε γνωστή στις 6 Φεβρουαρίου 1953 όταν στην εφημερίδα «Πράβντα» δημοσιεύτηκε μία κατάσταση εκτελεσθέντων «εχθρών του λαού» και ανάμεσα τους ήταν και το όνομα του Γκουρέβιτς.
Δύο μήνες αργότερα, ο θάνατος του Στάλιν αναπτέρωσε τις ελπίδες του για αλλαγές προς το καλύτερο.
Η Αριάδνη κλήθηκε στο τοπικό γραφείο της Κρατικής Ασφάλειας, όπου ένας αξιωματικός της ζήτησε να περιγράψει τις «ανεπίτρεπτες μεθόδους» ανάκρισης. Η Αριάδνη διηγήθηκε με λεπτομέρειες τα βασανιστήρια που υπέστη και στη συνέχεια ο αξιωματικός της ανακοίνωσε πως ο «ανακριτής Ρονίν συνελήφθη ως εχθρός του λαού με την κατηγορία της κατάχρησης εξουσίας και της χρήσης βασανιστηρίων κατά τη διάρκεια των ανακρίσεων. Ακολούθησε η είδηση για τη σύλληψη του Μπέρια, ωστόσο χρειάστηκε να περιμένουν άλλα δύο χρόνια μέχρι να τους επιτρέψουν να επιστρέψουν στη Μόσχα. Το 1955 η Αριάδνη αποκαταστάθηκε και αποφάσισε μαζί με την Άντα να μετακομίσουν στο Κρασνογιάρσκ. Λίγο αργότερα η Αριάδνη επέστρεψε οριστικά στη Μόσχα, ενώ η Άντα περίμενε την απόφαση της δικής της αποκατάστασης, η οποία δεν ήρθε παρά μόνο το 1957. Η Αριάδνη υποδέχτηκε τη φίλη της στον σιδηροδρομικό σταθμό κρατώντας λίγα λουλούδια.
Από όλους τους συγγενείς της Άντα, είχαν απομείνει ζωντανές μόνο η αδελφή της Νίνα και η κόρη της. Η Αριάδνη τους είχε χάσει σχεδόν όλη της την οικογένεια.
Η ζωή στην πρωτεύουσα ήταν δύσκολη, με μεγαλύτερο πρόβλημα εκείνο της στέγασης. Ζούσαν και οι δύο σε μικρά δωμάτια κοινοβιακών διαμερισμάτων.
Η θεία της Αριάδνης, Βαλέρια Τσβετάγιεβα, τους έδωσε ένα κομμάτι γης στο Ταρούς, όπου έχτισαν ένα σπιτάκι, για να μπορέσουν να ζήσουν μερικά χρόνια ήρεμα.
Το σπίτι αυτό για μερικά χρόνια ήταν το φιλόξενο καταφύγιο γνωστών και φίλων που επισκέπτονταν τις δύο βασανισμένες γυναίκες.
Τα στρατόπεδα όμως και η εξορία είχαν υποσκάψει την υγεία της Αριάδνης. Μαθαίνοντας όμως πως υπάρχουν οργανωμένες εκδρομές, αποφάσισαν οι δύο φίλες, να ταξιδέψουν στον Γιενισέι και θα δουν τα μέρη όπου έζησαν για χρόνια. Το ταξίδι αυτό έγινε το 1965. Το αγροτόσπιτο στο οποίο έζησαν δεν υπήρχε πια. Καταστράφηκε κατά την διάρκεια μίας χιονοθύελλας.
Η Αριάδνη Εφρόν δεν επισκέφτηκε ποτέ τη Γιελάμπουγκα, τη μικρή πολιτεία, στην οποία αυτοκτόνησε η μητέρα της.
Επιστρέφοντας από το ταξίδι η υγεία της Αριάδνης, επιδεινώθηκε κι άλλο και αναγκάστηκε συχνά να παραμένει στο νοσοκομείο για μεγάλα διαστήματα. Η Άντα την επισκεπτόταν καθημερινά και τη φρόντιζε.
- Άντοτσκα ξέρω τα πάντα για σένα, ενώ εσύ, ουσιαστικά, δεν ξέρεις τίποτα για μένα...
- Ξέρω για σένα όλα όσα ήθελες να ξέρω...
Δεν ήταν εκεί μόνο κατά τις τελευταίες της στιγμές, όταν έπαθε το έμφραγμα. Όλη τη νύχτα γυρνούσε στα φαρμακεία και τα νοσοκομεία της περιοχής, προκειμένου να βρει το αναγκαίο φάρμακο. Όταν το βρήκε τελικά και το έφερε στο νοσοκομείο, οι γιατροί έκαναν την ένεση στην Αριάδνη, η οποία μόλις ένιωσε λίγο καλύτερα, έστειλε την Άντα στο σπίτι για να ξεκουραστεί. Μετά από λίγο ξεψύχησε.
Ο θάνατος της Αριάδνης καταγράφηκε στις εννέα το πρωί της 26ης Ιουνίου 1975. Την ίδια ημέρα, η ρωσική εκπομπή του BBC μετέδωσε το παρακάτω κείμενο: «Σήμερα, στις 9 ο πρωί σε μία επαρχιακή πόλη από ανικανότητα των γιατρών πέθανε η κόρη της Μαρίνας Τσβετάγιεβα Αριάδνη Σεργκέγιεβνα Εφρόν».
Η Αριάδνη από τις αρχές της δεκαετίας είχε αρχίσει να οργανώνει το αρχείο της μητέρας της προκειμένου να το παραδώσει στο Κεντρικό Κρατικό Αρχείο Λογοτεχνίας και την όρισε εκτελεστή της διαθήκης της. Δεν έκανε λάθος και χάρη στις προσπάθειες αυτής της γυναίκας, έχουμε σήμερα στα χέρια μας πολύτιμο υλικό όχι μόνο για τη Μαρίνα Τσβετάγιεβα, αλλά για μία ολόκληρη εποχή και μια πλούσια πινακοθήκη προσωπογραφιών, ανθρώπων που άφησαν ανεξίτηλα ίχνη στη ρωσική λογοτεχνία του 20ού αιώνα.