Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Έθεσα ένα ερώτημα σε μερικούς ανθρώπους, τις απόψεις των οποίων διαβάζω καθημερινώς. Συγγραφείς και πανεπιστημιακοί οι περισσότεροι. Η ερώτησή μου ήταν η εξής: «Τι μάθαμε κυρίως αυτή τη δεκαετία; Ή καλύτερα: τι θα έπρεπε να είχαμε μάθει;» Τις απαντήσεις τους διαβάσαμε χθες, και θα διαβάσουμε σήμερα και αύριο. Σας ευχαριστώ εκ των προτέρων για τις κοινοποιήσεις.
* * *
Νικόλας Σεβαστάκης (συγγραφέας, καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο ΑΠΘ? πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Άνθρωπος στη σκιά» από τις εκδόσεις Πόλις): «Ούτε ο αφ' υψηλού μεταρρυθμισμός, ούτε ο χαμερπής λαϊκισμός μπορεί να έχουν οποιοδήποτε νόημα»
Ως γνωστόν, η Ιστορία διδάσκει πως δεν διδασκόμαστε από αυτήν. Σαν άτομα φυσικά μπορεί να κάνουμε τους λογαριασμούς μας με περασμένες πεποιθήσεις και βεβαιότητες. Οι συλλογικοί παίκτες όμως —κόμματα, κοινωνικές δομές και θεσμοί— δυσκολεύονται αφάνταστα να αναγνωρίσουν τα όρια και την αποτυχία των αναλύσεων ή των επιλογών τους. Οι συλλογικές ταυτότητες έχουν έναν σκληρό και πεισματάρικο πυρήνα που δεν επιτρέπει σοβαρές αναθεωρήσεις και γενναίες παραδοχές.
Νομίζω πως αυτά τα δέκα χρόνια έδειξαν καταρχήν πως μια απλουστευτική και ρηχή αντίληψη για τις κοινωνικές αντιθέσεις, την οικονομική κρίση και τις ανάγκες των πολιτών μπόρεσε να χρωματίσει την πολιτική μας ζωή και τη σφαίρα της δημοσιότητας. Η πρώιμη Αγανάκτηση με τις βίαιες και μηδενιστικές εκφράσεις της, η αριστερή λαϊκιστική ανάθεση στη συνέχεια και όλα όσα ακολούθησαν αποκάλυψαν απλώς μια χώρα απατηλά «ριζοσπαστική» και χαμένη στις αντιφάσεις της. Το τελευταίο διάστημα βλέπουμε πως κάτι προχωράει αλλά με αντιστάσεις από συνήθειες παλαιοκομματικές και αγκυλώσεις μέσα στην ελληνική Δεξιά και στον υπό διαμόρφωση χώρο του Αλέξη Τσίπρα.
Πολλά μένουν να γίνουν ακόμα: νομίζω ότι ως κοινωνία δεν διαπραγματευόμαστε με σοβαρότητα και ευθύνη τους όρους ζωής μας, τις μικρές και μεγάλες τρύπες που σκοτεινιάζουν το παρόν μας και υπονομεύουν το μέλλον. Οι υποδομές, η συγκοινωνία, ο τρόπος που οικοδομούμε τον κόσμο μας και από την άλλη οι θεσμοί —από τα συνδικάτα μέχρι τα πανεπιστήμια— χρειάζονται ανανέωση, αν όχι καινούργια θεμέλια. Ανεξάρτητα αν είμαστε ακόμα ή όχι «σε κρίση» (ο όρος έγινε εδώ και καιρό ρητορική φιοριτούρα των δημοσιογραφικών κειμένων), πολλά εμπόδια για μια σχετικά αξιοπρεπή και δημιουργική ζωή συνεχίζουν να υπάρχουν.
Η δεκαετία που κλείνει είναι ένα έργο με πολλή θλίψη, ματαιώσεις και οργή, με εύκολη καταγγελία και κλονισμούς σε προσωπικά και συλλογικά εγχειρήματα. Είμαστε όμως σε καινούργιο κύκλο, όπου ούτε ο αφ' υψηλού μεταρρυθμισμός, ούτε ο χαμερπής λαϊκισμός μπορεί να έχουν οποιοδήποτε νόημα. Εδώ θα κινηθούμε, είτε αναδημιουργώντας τον συλλογικό μας εαυτό, είτε πέφτοντας στις παγίδες μιας ατέρμονης μικροπολιτικής.
* * *
Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης (ηθοποιός και θεατρικός σκηνοθέτης): «Εκείνοι που έμαθαν, τα ήξεραν. Κι όσοι δεν ήξεραν, δεν έμαθαν»
Κάπου είχα συναντήσει τη φράση, «Κανείς δεν μπορεί να σου μάθει κάτι, αν δεν το ξέρεις ήδη». Αν και οξύμωρη, περιέχει αλήθεια: η κάθε εμπειρία έχει άλλα διδάγματα για τον καθένα μας, κι όλοι τείνουμε να επιβεβαιώσουμε από τα γεγονότα την εικόνα του κόσμου που ήδη έχουμε.
Έτσι και μ' αυτή τη δεκαετία: δεν νομίζω, δυστυχώς, πως διδαχτήκαμε όλοι τα ίδια. Εκείνοι που έμαθαν, τα ήξεραν. Κι όσοι δεν ήξεραν, δεν έμαθαν.
Αν και η προς εξέταση ύλη ήταν πλούσια: η λειτουργία ενός σύγχρονου κράτους, η σχέση του πολίτη μ' αυτό, τα ατομικά δικαιώματα —και οι υποχρεώσεις—, η σχέση της Ελλάδας με την Ευρώπη και τον υπόλοιπο πλανήτη.
Κι αν μάθαμε πια οι περισσότεροι πως δεν μπορείς, ούτε ως άτομο, ούτε ως κράτος, να ξοδεύεις εσαεί περισσότερα απ' όσα βγάζεις, μένει να μελετήσουμε τα παραπάνω.
* * *
Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος (αναπληρωτής καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, γραμματέας σύνταξης της «Νέας Εστίας»? μόλις κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Φάσεις και αντιφάσεις του Ελληνικού Κράτους στον 20ό αιώνα, 1910-2001» από τις εκδόσεις Εστία): «Ωριμάσαμε τελικά, αλλά μας πήρε πολύ χρόνο και με μεγάλο κόστος»
Το πώς «γράφουν» οι μεγάλες εμπειρίες πάνω μας είναι πάντα ένα κρίσιμο και περίπλοκο ερώτημα, πόσο μάλλον όταν αυτό αφορά κοινωνίες, συλλογικές ομάδες και κρατικούς οργανισμούς. Το βέβαιο είναι ότι η συνειδητή επεξεργασία τους από το ίδιο το ατομικό ή το συλλογικό υποκείμενο αποτελεί πολύ καλό δείγμα της ωριμότητάς του. Αντιστρόφως, αν δεν επέτρεψε στην ιστορία να γράψει τίποτε πάνω του, αν με άλλα λόγια μια συγκλονιστική εμπειρία δεν επέδρασε μεταμορφωτικά σε έναν Εαυτό ο οποίος συνεχίζει τις business as usual, τότε μάλλον ο τελευταίος είναι καταδικασμένος στην αέναη επανάληψη της παθολογίας του και των αδυναμιών του. Τι συνέβη άραγε με το ελληνικό κράτος και την ελληνική κοινωνία την τελευταία δεκαετία; Επήλθε πράγματι το τέλος των ψευδαισθήσεων ή λίγο-πολύ κρύφτηκαν ξανά τα προβλήματα κάτω από το χαλί; Η απάντηση δεν μπορεί να είναι μονοσήμαντη.
Το βέβαιο είναι ότι η επέλαση της κρίσης δεν άφησε κανέναν αλώβητο οικονομικά, πολιτικά, ψυχικά και πολιτισμικά. Το ζήτημα ήταν τι εργαλεία διέθετε ο καθένας για να την ερμηνεύσει και να την αντιμετωπίσει, αλλά και πόσο χρόνο χρειάστηκε για να αφομοιώσει τα διδάγματά της. Αν ιστορικοποιήσουμε τις διάφορες φάσεις αυτής της δεκαετούς περιπέτειας πάντως, θα δούμε ότι όλο και μεγαλύτερα τμήματα της κοινωνίας πέρασαν σταδιακά σε φάση ωρίμανσης, με τον τρόπο τους, τον χρόνο τους και τις ιδιορρυθμίες τους πάντα.
Πρώτα και κύρια, υποχώρησαν σιγά-σιγά οι απίθανες συνωμοσιολογικές ερμηνείες που κυριαρχούσαν τα πρώτα χρόνια για τα αίτια της κρίσης και τον υποτιθέμενο ρόλο των ξένων «κέντρων» στην προσπάθεια «υποταγής» της χώρας. Αλλά και αποκαθηλώθηκαν οι λογής-λογής σωτήρες που από τον Σώρρα μέχρι τον Βαρουφάκη υπόσχονταν τη συνέχεια της ευδαιμονίας με χρήματα από το λυχνάρι του Αλλαντίν. Λέω ότι υποχώρησαν, όχι ότι εξαλείφθηκαν πλήρως, διότι δεν εξαλείφθηκαν προφανώς — αλλά ας έχουμε υπόψη ότι η συνωμοσιολογία είναι η σύγχρονη αρρώστια της εποχής σε όλο τον δυτικό κόσμο, και δεν συνιστά ελληνική ιδιαιτερότητα. Δεν θα ξεμπερδέψουμε έτσι απλά με αυτή. Κυρίως όμως θα έλεγα ότι έχασε τη νομιμοποίησή της η περιβόητη άποψη ότι μας χρωστούν και δεν χρωστάμε εμείς τίποτε ή ότι, τέλος πάντων, όλοι μάς επιβουλεύονται και απεργάζονται σχέδια εναντίον μας. Έγινε αντικείμενο μεγαλύτερης κατανόησης τέλος, ότι τα κράτη δεν διαφέρουν πάρα πολύ στη γενική ιδέα από ένα οικογενειακό νοικοκυριό: τα ελλείμματα πρέπει κάποια στιγμή να τα πληρώσεις, ιδίως αν αφορούν αντιπαραγωγικές επενδύσεις, και πάντως γεύμα κερασμένο δεν υπάρχει.
Σε αυτό το σημείο είμαστε σήμερα. Η εκλογή της κυβέρνησης Μητσοτάκη με πολύ υψηλό ποσοστό, μια κυβέρνηση που σημειωτέον εξελέγη χωρίς να υποσχεθεί σχεδόν τίποτε σε κανέναν, ήταν η απόδειξη αυτής της υπόκωφης αλλαγής στη νοοτροπία μας. Βεβαίως, υπάρχουν και όσοι πέρασαν από τις ψευδαισθήσεις στη ριζοσπαστικοποίηση και συντάχθηκαν με την εμφυλιοπολεμική ρητορική. Αυτοί δυσκολεύονται ακόμη και σήμερα να σκεφτούν με άλλους όρους. Παρά την αλλαγή του κλίματος, εξακολουθούν να συντηρούν το κλίμα τοξικότητας στον δημόσιο χώρο, στα social media κ.α. Επίσης είναι ένα φαινόμενο που το βλέπουμε παντού στη Δύση, μάλιστα στις ΗΠΑ ή τη Βρετανία κυβερνά κιόλας. Τέλος, υπάρχουν κι εκείνοι που απλώς δεν μπόρεσαν και μάλλον δεν θα μπορέσουν ποτέ να συμφιλιωθούν με τη σκληρή πραγματικότητα, διότι βρίσκονται σε αδύναμη κοινωνική θέση, ζουν σε μεγάλη επαγγελματική ρευστότητα, είναι ή αισθάνονται απροστάτευτοι κλπ. Έχουν πολύ δίκιο να δυσπιστούν απέναντι σε όλα, και το κοινωνικό κράτος αν υπάρχει είναι πρωτίστως για να ενσωματώνει και να μην αφήνει στο έλεος της μοίρας αυτούς τους «αόρατους» ανθρώπους.
Η ωρίμανση αυτή πάντως μάς πήρε υπερβολικά πολύ χρόνο, και στις οικονομίες ο χρόνος είναι χρήμα. Αν συγκριθούμε με άλλες ευρωπαϊκές χώρες που πέρασαν κρίση αυτή τη δεκαετία, όπως η Ιρλανδία και η Πορτογαλία ή η Κύπρος, εμείς αργήσαμε πολύ να συναντηθούμε με τον ρεαλισμό. Κι αυτό μάς κόστισε πανάκριβα, θα το πληρώνουμε ακόμη μια γενιά.
Υπήρχε, τέλος, ακόμη ένα πρόβλημα με αυτή τη δύσκολη διαδρομή που διανύσαμε προς την αλλαγή. Ήταν ότι η μετάλλαξή μας ήταν περισσότερο βουβή και υπόγεια, ενδεχομένως και ασυνείδητη ή και επιφανειακή, και λιγότερο προϊόν βαθιάς διανοητικής επεξεργασίας. Είναι αλήθεια ότι από την αρχή της κρίσης εμφανίστηκαν διανοούμενοι και δημοσιολογούντες που τόλμησαν να πουν χωρίς φτιασίδια σκληρές αλήθειες για τα αίτια της κρίσης τα οποία ήταν πρωτίστως εσωτερικά. Ήταν, όπως το αποκαλώ, η «πνευματική παράταξη της ειλικρινίτιδας». Η προσφορά τους ήταν απείρως μεγαλύτερη του μικρού αριθμού τους διότι υποστήριζαν εξαρχής όλα όσα χρειάστηκαν 10 ολόκληρα χρόνια για να γίνουν (στο βαθμό που έγιναν) κτήμα μας. Ωστόσο, συχνά λοιδορήθηκαν, απειλήθηκαν ή εξυβρίσθηκαν από πολλούς που αργότερα θα υιοθετούσαν στην πραγματικότητα σιωπηρά τις απόψεις τους.
Κι εκεί είναι το πρόβλημα: δηλαδή στο ποιος έχει τα χέρια του κάθε φορά την ιδεολογική ηγεμονία. Φοβάμαι ότι σε πολλούς κρατικούς η κοινωνικούς χώρους κρίσιμους για τη διαμόρφωση της κουλτούρας μας στην Ελλάδα συνεχίζεται η αναπαραγωγή των ψευδαισθήσεων: πως τάχα υπάρχει ένα άλλο μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης, πολιτικού καθεστώτος και κοινωνικής δομής που θα εξασφάλιζε την ευδαιμονία σε όλους και άμεσα. Θα έλεγα, μακάρι να υπάρχει. Μόνο που αυτό που βλέπουμε να προτείνεται είναι ένας ρομαντικός μηδενισμός. Πολύ καλός για να τρέφει τη ναρκισσιστική μας άποψη περί της Ελλάδας ως εξωτικού και παραδείσιου πουλιού, πολύ κακός όμως για να προετοιμάσει τη χώρα για τις τεράστιες προκλήσεις της 4ης τεχνολογικής επανάστασης και του νέου κόσμου που ξημερώνει και ο οποίος είναι βέβαιο ότι θα σαρώσει όποιον είναι απροετοίμαστος ή αιθεροβάμων.