Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Όπως κολλάει στο δόντι ένας σβώλος ψωμί ή μια ίνα κρέας ή ένα κομμάτι μήλο και δεν έχεις κοντά σου οδοντογλυφίδα, ή ένα απ' αυτά τα λεπτά βουρτσάκια που κάνουν την ίδια δουλειά, ή οδοντικό νήμα, ή κάτι, και ταλαιπωρείσαι και σκέφτεσαι ότι ένα δισεκατομμύριο μικροοργανισμοί δουλεύουν πυρετωδώς εκείνη τη στιγμή για να σου σαπίσουν το δόντι, έτσι και μένα μού έχουν κολλήσει στο μυαλό καιρό τώρα τα μανικετόκουμπα του Τσίπρα. Και, μολονότι στην πρώτη περίπτωση κάτι θα κάνεις τελικά, και εντέλει θα πλύνεις τα δόντια σου και θα ανακουφιστείς, με τη δεύτερη δεν μπορείς παρά να κάνεις υπομονή. Και, στο μεταξύ αυτό, να εύχεσαι διάφορα από μέσα σου. (Χρησιμοποιώ το «εύχομαι» κατ' ευφημισμόν).
Αυτό το πράγμα με τα μανικετόκουμπα είναι —για να εξηγούμεθα: το θέτω επιεικώς— άθλιο και εξοργιστικό. Είναι ένα εντέχνως μη κρυφό κομμάτι του βορβορώδους ψεύδους που πουλάει ο Τσίπρας αφενός στους φουκαράδες, στους λιμασμένους και στους κολαούζους, στον λαουτζίκο δηλαδή, και αφετέρου σε ανθρώπους με χρήμα και εξουσία, από την άλλη. Ψέμα, και κλείσιμο του ματιού ταυτόχρονα. Να το πω πιο ξεκάθαρα: είναι αποκρουστικό. Παίζει τον ρόλο που παίζουν και τα βαριά, τεράστια χρυσά χαϊμαλιά που κρεμάνε οι μαύροι έμποροι ναρκωτικών ή οι ράπερ, εκείνες οι γελοίες καρακιτσάτες αλυσίδες που έχουν στον λαιμό. Δηλαδή σημαίνει: «Είμαι πλούσιος, βλάκες». Αυτό. Άλλη μία: «Εγώ είμαι πλούσιος, βλάκες».
Σημαίνει: «Μη μου κολλάτε».
Και είναι πράγματι πλούσιος. Φτιάχτηκε. Κονόμησε. Και, μπορεί μεν να αγαπά —όπως όλοι οι δικτάτορες και οι δυνάμει δικτατορίσκοι— τις στολές, εξ ου και το επαναστατικό πουκάμισο με χωρίς γραβάτα, αυτή η στρατιωτικού τύπου χυδαιότητα που ανθούσε κάπου τη δεκαετία τού '70 στον Τρίτο Κόσμο, αλλά τα μανικετόκουμπα μανικετόκουμπα. Γιατί, «Είμαι πλούσιος, βλάκες». Γελάκι. «Εγώ είμαι πλούσιος, βλάκες». Κλείσιμο ματιού στο πόπολο. «Μη μου κολλάτε».
Αυτό, τα μανικετόκουμπα του Τσίπρα, δεν είναι κάτι που περνάει ρουφώντας το δόντι σου ή με ένα κομμάτι οδοντικό νήμα. Γιατί είναι ακόμη εδώ. Πρωθυπουργός (ο… Τσίπρας!) μιας από τις πλουσιότερες χώρες του κόσμου. Και, ναι: από τις πιο ιστορικές του πλανήτη — πώς να το κάνουμε. Συνομιλεί με ηγέτες κρατών. Κλείνει συμφωνίες. Βάζει την υπογραφή του. Κανονίζει, σαν άλλος Καίσαρ, ποιος θα φάει, ποιος θα 'χει ρεύμα, ποιος θα ξεμείνει από φάρμακα, ποιος θα ξεψυχήσει στην Εντατική, ποιος θα φύγει από τη χώρα ματώνοντας η ψυχή του, και ποιος θα πεταχτεί σαν το σκυλί στον δρόμο. Ποιος θα κοιμηθεί γαλήνια το βράδυ, και ποιοι δεν θα κλείνει το μάτι τους από την αγωνία όλη τη νύχτα.
Εχθές έλαβα ένα μήνυμα από μία φίλη, μία εξαιρετικά καλλιεργημένη γυναίκα, καθηγήτρια φιλόλογο, με κάτι ελληνικά που ντρέπεσαι να της μιλάς και κοκκινίζεις φοβούμενος ότι από ώρα σε ώρα θα πέσεις σε κανέναν σολοικισμό ή θα σου ξεφύγει καμιά λάθος γενική. Μου έγραφε τα εξής:
Κυριάκο, για πες μου, σε παρακαλώ, υπάρχει κανείς στον [τάδε οίκο] που να μπορώ να του ζητήσω στοχευμένα δουλειά (αντί δηλαδή να στείλω ένα απλό βιογραφικό). Για μετάφραση, επιμέλεια, οτιδήποτε. Γιατί είμαι πια αυτή η περίπτωση της μεσαίας τάξης για την οποία συζητάμε, με σπίτι στον πλειστηριασμό και ακατάσχετο λογαριασμό. […] Έκανα μία μετάφραση για τον [τάδε οίκο] τον Σεπτέμβριο. Ούτε το βιβλίο βγήκε ακόμα, ούτε πληρώθηκα ακόμα. Δεν έχει καθόλου ρευστότητα το μαγαζί, δυστυχώς. Και δεν μπορώ να αναλάβω πολύ κακά πληρωμένες δουλειές, γιατί εγώ που είμαι και στο Σχολείο έχω τεράστιες κρατήσεις. Αν είναι ήδη πολύ μικρή η αμοιβή, δεν θα μένει τίποτα. […] Έκανα και μια επιμέλεια για τον [τάδε οίκο] πέρυσι (του είχα γράψει για μεταφράσεις), πληρώθηκα μια χαρά, ναι, αλλά μετά τίποτα. Μάλλον δεν θα ξαναβγάλει βιβλίο, δεν πληρώνει κανείς στην αγορά και του χρωστάνε πολλά λεφτά.
Δεν είναι το πρώτο τέτοιου είδους μήνυμα που λαμβάνω. Έχω λάβει πολλά. Βασικά, είμαι μέλος μίας ευρείας ομάδας ανθρώπων που —συνήθως τα βράδια, την ώρα που η Τσίπρα βγάζει τα μανικετόκουμπα του αντρός της, με εκείνο το γνωστό χαμόγελο του «τα καταφέραμε» στα χείλη— συζητάμε όλο τέτοια. Όλο τέτοια. Για την ακρίβεια, δεν υπάρχει μέρα που να μην κάνουμε το λιγότερο μία τέτοια συζήτηση, μια κουβέντα που να αφορά λεφτά και που να είναι επείγουσα.
Και δεν μιλώ ούτε για ανειδίκευτους εργάτες εδώ πέρα, ούτε για μετανάστες, ούτε για ανθρώπους που ξέρουν τσάτρα-πάτρα μια κάποια «τέχνη» και ζητάνε μεροκάματο. Μιλώ για άριστα κατηρτισμένους στο αντικείμενό τους ανθρώπους, για επαγγελματίες με βαριά βιογραφικά στον χώρο του ο καθένας, ή «έστω» για άντρες και γυναίκες που έχουν πλάκες τα ένσημα (τα παράσημα της σταδιοδρομίας τους), που έχουν μοχθήσει επί πολλά χρόνια στα θρανία και στα γραφεία, και που ξέρουν τη δουλειά. Που ξέρουν να κάνουν καλά τη δουλειά. Και που δεν έχουν πια δουλειά. Γιατί δεν υπάρχουν πια δουλειές. Σίγουρα όχι για την τάξη τους. Γιατί δεν υπάρχει πια μεσαία τάξη, δεν υπάρχει η τάξη που πλούτισε την Ελλάδα: αφανίστηκε.
Την αφάνισαν τα μανικετόκουμπα του Τσίπρα.
Γι' αυτό γελάει σαν χάχας ο Τσίπρας. Γιατί σού λέει, «Τα κατάφερα. Αυτό που ήθελα, το κατάφερα»
Και ακόμη γιατί, «Είμαι πλούσιος, βλάκες». Γελάκι. «Εγώ είμαι πλούσιος, βλάκες». Κλείσιμο ματιού στο πόπολο.
«Μη μου κολλάτε».