Πριν από δύο εβδομάδες το Υπουργείο Οικονομικών έθεσε σε διαβούλευση το νομοσχέδιο «Περιστολή του λαθρεμπορίου – Κύρωση του Πρωτοκόλλου για την εξάλειψη του παράνομου εμπορίου καπνού». Το λαθραίο εμπόριο καυσίμων, τσιγάρων και αλκοολούχων ποτών αποτελεί ένα σημαντικό κοινωνικό και οικονομικό πρόβλημα στη χώρα μας.
Σύμφωνα με έρευνα της KPMG, που δημοσιεύτηκε στις αρχές του καλοκαιριού, περίπου ένα στα τέσσερα τσιγάρα που κυκλοφορούν στην Ελλάδα είναι λαθραία, ποσοστό που δίνει μία ακόμα λυπηρή πρωτιά στη χώρα μας σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Οι βασικοί τρόποι αντιμετώπισης του λαθρεμπορίου τσιγάρων είναι κυρίως τρεις. Οι δύο πρώτοι έχουν ως στόχο τη μείωση της προσφοράς λαθραίων τσιγάρων και ο τρίτος τη μείωση της ζήτησης.
Η ύπαρξη μαύρης αγοράς σε ένα νόμιμο προϊόν είναι αποτέλεσμα κρατικής παρέμβασης. Στην προκειμένη περίπτωση, το κράτος - με πατερναλιστικές διαθέσεις - επιβάλλει υψηλή φορολογία στα καπνικά προϊόντα προκειμένου να μειώσει τη ζήτησή τους, να ενθαρρύνει τους καπνιστές να κόψουν το κάπνισμα και να αποτρέψει νέες και νέους πολίτες από το να αποκτήσουν αυτό το βλαπτικό συνήθειο. Το μέτρο αυτό δεν είναι σε καμία περίπτωση τέλειο όμως αποτελεί πολιτικό συμβιβασμό μεταξύ του αιτήματος για προστασία της δημόσιας υγείας και της αυτοκτησίας των πολιτών που εκφράζεται, στην περίπτωσή μας, μέσω του καπνίσματος.
Η παρέμβαση αυτή του κράτους, παρά τις καλές τις προθέσεις και τα όποια αποτελέσματα έχει στη δημόσια υγεία (δεν είναι αυτό το θέμα μας σήμερα), μοιραία δημιουργεί ένα σοβαρό οικονομικό κίνητρο για όσους είναι διατεθειμένοι να επενδύσουν στο παραεμπόριο αφού η τιμή απόκτησης ενός πακέτου πριν φορολογηθεί είναι αρκετά χαμηλότερη από την τιμή μετά την επιβολή φόρου. Η μείωση της φορολογίας στα τσιγάρα και το αλκοόλ είναι βέβαιο ότι θα μείωνε την ελκυστικότητα του παραεμπορίου καθώς θα μείωνε σημαντικά τα περιθώρια κέρδους των λαθρεμπόρων. Όμως, μία τέτοια κίνηση έχει πολλές ακόμα συνέπειες, ηθικές, πολιτικές και υγειονομικές, που την καθιστούν αρκετά δύσκολη.
Αφού λοιπόν δεν υπάρχει κάποια ουσιαστική κινητοποίηση, ή έστω συζήτηση, για τη μείωση των φόρων στα τσιγάρα, η πολιτεία έχει μόνο έναν ακόμα τρόπο να αντιδράσει στην ύπαρξη λαθρεμπορίου τσιγάρων: την καταστολή. Η πάταξη του λαθρεμπορίου τσιγάρων είναι ένα ζήτημα με παγκόσμιες διαστάσεις, όμως τα κύρια σημεία της συζήτησης (που απασχολούν σε μεγάλο βαθμό και το νομοσχέδιο που κατέθεσε προς διαβούλευση η κυβέρνηση) περιστρέφονται γύρω από τον καλύτερο συντονισμό των διωκτικών αρχών με χρήση της τεχνολογίας και των σχετικών πληροφοριών και την αντιμετώπιση που πρέπει να λαμβάνουν οι λαθρέμποροι από το κράτος και τη δικαιοσύνη.
Στη χώρα μας, που το λαθρεμπόριο είναι ευρέως διαδεδομένο, είναι σαφές ότι η πολιτεία πρέπει από τη μία πλευρά να κάνει καλύτερη δουλειά στην πάταξη της λαθρεμπορίας και την προστασία των εφοδιαστικών αλυσίδων, και από την άλλη να δώσει ουσιαστικά αντικίνητρα στους λαθρεμπόρους μέσω των ποινών που τους απονέμει η δικαιοσύνη. Κοινώς, όσο πιο χαλαρό είναι το δικαστικό σύστημα έναντι της λαθρεμπορίας, τόσο πιο πολύ μικραίνει το ρίσκο για τους λαθρεμπόρους.
Η φορολογία και η καταστολή είναι εργαλεία που αφορούν την προσφορά λαθραίων τσιγάρων. Στο κομμάτι της μείωσης της ζήτησης τα περιθώρια είναι αρκετά πιο περιορισμένα και αφορούν την επικοινωνία του προβλήματος. Οι πολίτες πρέπει να είναι ενήμεροι ότι με την αγορά ενός λαθραίου πακέτου, αγοράζουν ένα προϊόν άγνωστης προέλευσης χωρίς καμία εξασφάλιση ποιότητας. Ενδέχεται δηλαδή να θέτουν τον εαυτό τους και τους οικείους τους σε ακόμα μεγαλύτερο ρίσκο πέρα από την πράξη του καπνίσματος. Επιπροσθέτως, η αγορά ενός λαθραίου πακέτου ενισχύει τα κυκλώματα λαθρεμπορίας που σπανίως ασχολούνται μόνο με τα τσιγάρα. Ενισχύουν δηλαδή, έστω παθητικά, και οποιεσδήποτε άλλες εγκληματικές ή παράνομες ενέργειες ασκούν τα εν λόγω κυκλώματα.
Τέλος, το κράτος έχει και μία ακόμα δυνατότητα την οποία στην Ελλάδα δεν την έχει υλοποιήσει προς το παρόν. Να διευκολύνει τους καπνιστές να στραφούν σε προϊόντα μειωμένης βλάβης, όπως τα ηλεκτρονικά τσιγάρα και τα προϊόντα θέρμανσης καπνού. Αυτά τα νέα προϊόντα, που κυκλοφορούν νόμιμα στη χώρα μας, αποτελούν μία χρήσιμη εναλλακτική στο κάπνισμα και επειδή από τη φύση τους είναι προϊόντα υψηλότερης τεχνολογίας από το απλό κάπνισμα, είναι πιο δύσκολο να αντιγραφούν. Φυσικά, όσο το κόστος αυτών των προϊόντων παραμένει υψηλό χάρη στους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, είναι θέμα χρόνου μέχρι το λαθρεμπόριο να στραφεί σε αυτά. Από πλευράς δημόσιας υγείας, μία στροφή των πολιτών σε προϊόντα μειωμένης βλάβης είναι προτιμότερη ακόμα και αν αυτό σημαίνει ότι το λαθρεμπόριο θα συνεχίσει να μας προβληματίζει.