Εδώ και πολύ καιρό καλλιεργείται η εντύπωση, ότι ο διάλογος με κράτη που έχουν αντίθετα συμφέροντα με τα δικά μας, όπως η Τουρκία, ισοδυναμεί με ενδοτισμό, ή στην καλύτερη περίπτωση, με κάποιου είδους αδιέξοδο κατευνασμό.
Πιθανότατα, αυτό συμβαίνει όχι τόσο διότι ο διάλογος με τη γειτονική χώρα φαίνεται πραγματικά απρόσφορος, αλλά γιατί υιοθετείται συνολικά μια ιδιαίτερα στρεβλωτική αντίληψη για τη λειτουργία και το περιεχόμενο της διαδικασίας του διαλόγου στη σύγχρονη διπλωματική πρακτική.
Μάλιστα, εμπλουτίζεται με μια απλουστευτική ερμηνεία που άκριτα υιοθετείται, σχετικά με έναν διαφορετικό διάλογο που έλαβε χώρα το 416 π.Χ. μεταξύ Αθηναίων και Μηλίων και περιγράφει ο Θουκυδίδης στην Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου.
Πιο συγκεκριμένα, η εμπόλεμη Αθήνα ανάγκασε τους ουδέτερους Μήλιους να προσέλθουν σε διαπραγμάτευση με τις στρατιωτικές δυνάμεις της έτοιμες να ξεκινήσουν την πολιορκία της Μήλου σε περίπτωση που η τελευταία επέμενε στην άρνησή της να συνταχθεί με εκείνους. Με αφορμή αυτό το γεγονός, ο Θουκυδίδης κατάστρωσε αριστοτεχνικά ένα εξαιρετικό ζεύγος δημηγοριών ανάμεσα στους πρέσβεις των Αθηναίων και τους πρόκριτους των Μηλίων, που είναι ευρύτερα γνωστός ως Διάλογος των Μηλίων. Προφανώς, ο Διάλογος των Μηλίων δεν είναι σε καμία περίπτωση διάλογος με την τεχνική έννοια που έχει σήμερα στη διπλωματία. Ουσιαστικά, επρόκειτο για διαπραγμάτευση ανάμεσα σε ένα ισχυρό κι ένα αδύναμο μέρος, δηλαδή, ήταν μια μορφή εξαναγκαστικής διπλωματίας που σε νεότερες εποχές περιγράφεται ως διπλωματία των κανονιοφόρων.
Αντίθετα, στη σύγχρονη πρακτική η διπλωματική επαφή που χαρακτηρίζεται ως διάλογος, δεν περιλαμβάνει δομημένη ατζέντα, δεν παράγει έννομα αποτελέσματα, δεν έχει επίσημο χαρακτήρα και περιορίζεται σε διερευνητικές συναντήσεις με αναγνωριστικό περιεχόμενο που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε διαπραγματεύσεις για την επίλυση μιας νομικής διαφοράς, όπως η οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ. Τέτοιες επαφές λοιπόν, όπως ο διάλογος μεταξύ διπλωματικών αξιωματούχων, δεν συνιστούν διαπραγμάτευση ούτε και μυστική διπλωματία. Το ίδιο ισχύει και για τη διαμόρφωση ανεπίσημων καναλιών επικοινωνίας, ακόμα και σε υψηλόβαθμο επίπεδο (π.χ. Σουρανή-Καλίν).
Περαιτέρω, η στρεβλωτική χρήση του Διαλόγου των Μηλίων αφορά στην παραδοχή, πως ο ισχυρός προχωρά όσο του επιτρέπει η ισχύς του και αντίστοιχα ο αδύναμος υποχωρεί στο μέτρο που του επιβάλει η αδυναμία του, σε συνδυασμό με την πονηρή συμπαραδήλωση πως η συμμετοχή σε διάλογο σε καθιστά αυτόματα αδύναμο, ειδικά όταν επιμένεις στην επίκληση της διεθνούς νομιμότητας.
Ωστόσο, ο Διάλογος των Μηλίων δεν αφορά στη νομιμότητα ή τη δικαιοσύνη, αλλά σε μια πρώτη και επιφανειακή ανάγνωση περιστρέφεται γύρω από την ισχύ και τη διευθέτηση του συμφέροντος ανάμεσα στον ισχυρό και τον αδύναμο. Άλλωστε, κανείς, και φυσικά ούτε ο Θουκυδίδης, δεν αμφισβητεί το αυτονόητο, δηλαδή την κρίσιμη και αποφασιστική σημασία της ισχύος στις σχέσεις μεταξύ των πολιτειών. Ούτε βέβαια ο Διάλογος των Μηλίων αποτελεί κάποια απόδειξη της επικράτησης της ισχύος σε βάρος της δικαιοσύνης, διότι απλά δεν μπορούμε να ταυτίσουμε την ισχύ με την αδικία.
Αντίθετα, μια πιο προσεκτική ανάγνωση μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως ο Διάλογος των Μηλίων είναι μια αριστουργηματική αντιπαράθεση επιχειρημάτων ανάμεσα στους εκπροσώπους μιας παρηκμασμένης δημοκρατικής πολιτείας και τους εκπροσώπους μιας αδύναμης πολιτείας που μοναδικό καταφύγιο στα επιχειρήματά τους είχαν την ελευθερία και τις αξίες τους.
Οι Αθηναίοι, δεν προσήλθαν καλόπιστα, επέβαλαν τους όρους της διαπραγμάτευσης και αναζήτησαν πιεστικά τον ανέξοδο και άκοπο εξαναγκαστικό διπλωματικό αυτοματισμό που θα επιβεβαίωνε την ηγεμονία τους. Ο Θουκυδίδης λοιπόν, έχει ηθικοπλαστικό κίνητρο, και επιτυγχάνει να αναδείξει την ύβρι που διαπράττουν οι Αθηναίοι και τη μετάπτωση της πολιτείας τους στη θέση της Περσίας την εποχή των Μηδικών Πολέμων.
Επιπλέον, πρόκειται για την ίδια παρηκμασμένη αθηναϊκή πολιτεία, έρμαιο των δημαγωγών και λαοπλάνων πολιτικών, η οποία το επόμενο έτος εκστράτευσε στη Σικελία εναντίον των Συρακουσών χωρίς καμιά προηγούμενη διαπραγμάτευση, με εφιαλτική κατάληξη για την ισχυρή Αθήνα.
Με άλλα λόγια, ο Διάλογος των Μηλίων δεν πρέπει να διαβάζεται αποσπασματικά και αποκομμένος από τη συνέχεια της Ιστορίας του Θουκυδίδη, δηλαδή τη Σικελική Εκστρατεία και την καταστροφή της δημοκρατικής πολιτείας που οι Αθηναίοι κάποτε είχαν δημιουργήσει, αλλά απώλεσαν εξαιτίας της αλαζονείας της ηγεμονίας τους και της εκφυλιστικής φύσης του πολέμου.
Αν όλα τα παραπάνω, μπορούν σήμερα με κάποιον τρόπο να νοηματοδοτήσουν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και να κινητροδοτήσουν έναν πραγματικό και επωφελή διάλογο μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας, αυτό είναι ασφαλώς ζήτημα επιλογών στο υψηλότερο επίπεδο λήψης αποφάσεων και φυσικά προϋποθέτει δύο μέρη.
Αναμφίβολα, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος εργαλειοποίησης της διαδικασίας του διαλόγου, προκειμένου ένα μέρος να κερδίσει χρόνο ή να συγκαλύψει τις απειλές του και να πιέσει περισσότερο αποτελεσματικά, ώστε να βρεθεί σε πιο πλεονεκτική θέση και τελικά να μεγιστοποιήσει τα συμφέροντά του.
Όταν λοιπόν το ένα μέρος προσέρχεται σε διάλογο προσχηματικά, κακόπιστα και με πρόθεση να επιβάλει τους όρους του, ακριβώς όπως η Αθήνα στη Μήλο, και το άλλο μέρος είναι πρόθυμο να συμμετέχει, τότε προφανώς μόνο δυσάρεστες συνέπειες μπορεί να προκύψουν. Ωστόσο, ακόμα και οι Μήλιοι, αν και εξαναγκάσθηκαν σε διαπραγμάτευση, τελικά αγωνίστηκαν για να υπερασπιστούν την ελευθερία και τις αξίες τους ενάντια σε κάθε πιθανότητα να υπερισχύσουν.
Σε κάθε περίπτωση, είναι απαραίτητο να υπάρχουν ανοιχτοί διπλωματικοί δίαυλοι ανάμεσα σε δύο κράτη που έχουν αντίθετα συμφέροντα, ειδικά όταν οδηγούνται σε κλιμάκωση της αντιπαράθεσής τους, ακόμα και σε σύγκρουση.
Πρόκειται για στοιχειώδεις αρχές στη διαχείριση κρίσεων, τις οποίες ακολουθούν κράτη με πολύ μεγαλύτερο αποτύπωμα ισχύος σε σχέση με το δικό μας. Αυτό που συνέβη την τραγική νύχτα των Ιμίων ελλείψει επικοινωνίας με την άλλη πλευρά, και οδήγησε στη διαμεσολάβηση τρίτων που νομιμοποίησαν πολιτικά το τουρκικό γκριζάρισμα και τα αρνητικά τετελεσμένα για τα ελληνικά συμφέροντα στο Αιγαίο στο όνομα της περιφερειακής ασφάλειας και σταθερότητας, δεν πρέπει να επαναληφθεί.
Η έλλειψη επικοινωνίας ωφελεί μόνο εκείνη την πλευρά που πρόθυμα αναλαμβάνει την πρωτοβουλία των διεκδικήσεων και το κόστος του αναθεωρητισμού, δηλαδή την Τουρκία. Αντίθετα, όσο υπάρχει διαδικασία διαλόγου και δυνατότητα επικοινωνίας σε υψηλό επίπεδο, τόσο ενισχύεται το διπλωματικό προφίλ της χώρας μας, ενώ η Τουρκία αναλαμβάνει μεγαλύτερο κόστος από την αναθεωρητική προβολή και προώθηση των συμφερόντων της.
Δεν υπάρχει δίλημμα αναφορικά με το αν θα συμμετέχουμε σε διάλογο. Πρόκειται για διπλωματικό μονόδρομο –διαφορετικά εμείς θα εκτεθούμε– ακόμα κι αν βάσιμα δεν έχουμε προσδοκίες από ένα κράτος που συστηματικά προσέρχεται κακόπιστα σε συνομιλίες από την εποχή του ανακοινωθέντος Καραμανλή-Ντεμιρέλ.
Ούτε πρέπει να μας διακατέχουν φοβικά σύνδρομα για τα διπλωματικά ολισθήματα του παρελθόντος, ώστε να αποφύγουμε την απευθείας επαφή με εκείνον που ούτως ή άλλως μας απειλεί ανοιχτά. Κυρίως όμως, δεν πρέπει να μας απασχολεί τόσο το καθεστώς της Άγκυρας, όταν φιλάρεσκα αυτοπροσδιορίζεται ως ισχυρός που προχωρά όσο του επιτρέπει η ισχύς του, όσο το αν αντιλαμβανόμαστε τη θέση μας και προετοιμαζόμαστε ως Μήλος ή ως Συρακούσες.
Εννοείται, πως με κριτήριο την έκβασή της η πρώτη περίπτωση δεν συνιστά επιλογή. Στη δεύτερη περίπτωση, επιλέγεις τη Σικελική Άμυνα στη σκακιέρα, και μεταφέρεις την αντιπαράθεση στα μέτρα σου, ξεκινώντας με συμμετοχή σε διάλογο, ακόμα κι αν αυτό εξυπηρετήσει τελικά μόνο τα διπλωματικά προσχήματα. Αρκεί, το φιλειρηνικό διπλωματικό προφίλ της χώρας μας να υποστηρίζεται αποτελεσματικά με επαρκή ισχύ και αξιόπιστη προβολή της αποτρεπτικής ισχύος, όπως συνέβη πρόσφατα σε Έβρο και Καστελλόριζο.
*Ο κ. Μιλτιάδης Σαρηγιαννίδης είναι Επίκουρος Καθηγητής Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου της Νομική Σχολή ΑΠΘ.