Συρρίκνωση τραπεζικού δικτύου

Πριν λίγους μήνες ένας φίλος μου, δήμαρχος επαρχιακής πόλης, πρωτοστατούσε σε κινητοποιήσεις (χωρίς να έχουμε lockdown και τηρώντας τα μέτρα προστασίας κατά της μετάδοσης του κορονοϊού) προκειμένου να μην κλείσει ένα τραπεζικό υποκατάστημα σε μία κωμόπολη του δήμου του. 

Κάθε άνθρωπος που αντιλαμβάνεται τη σημασία της πρόσβασης του πληθυσμού μίας χώρας σε χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, δεν μένει αδιάφορος στο κλείσιμο ενός τραπεζικού καταστήματος. Είναι γνωστό στη διεθνή βιβλιογραφία και εμπεριστατωμένο από τα αντίστοιχα εμπειρικά δεδομένα ότι η απουσία του επίσημου χρηματοοικονομικού κλάδου και των πολύτιμων υπηρεσιών που αυτός προσφέρει σχετίζεται με την όξυνση των οικονομικών ανισοτήτων και τη χαμηλή οικονομική ανάπτυξη. 

Στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια οι εναπομείνασες μεγάλες τράπεζες,εδώ και μερικά χρόνια, έχουν ξεκινήσει τη μείωση του τραπεζικού δικτύου υποκαταστημάτων προκειμένου να εξοικονομήσουν πόρους και να υποστηρίξουν περισσότερο στοχευμένα τη μετάβαση του κοινού τους στην ψηφιακή οικονομία. Αυτή η εξυγίανση συνοδεύεται και από συνεχή προγράμματα εθελουσίας εξόδου που δίνουν κίνητρα στους υπαλλήλους των τραπεζών να αποχωρήσουν με αρκετά συχνά εξαιρετικά γενναιόδωρες απολαβές. 

Την τάση αυτή ανέδειξε προχθές στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ κ. Παπαδημούλης με σχετική ερώτηση που έθεσε προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Συγκεκριμένα, ο ευρωβουλευτής κατήγγειλε τις ελληνικές τράπεζες για εναρμονισμένες πρακτικές συρρίκνωσης του τραπεζικού δικτύου παραθέτοντας και ορισμένα στοιχεία όπως “...το 2003, πριν ξεκινήσει η συρρίκνωση του τραπεζικού δικτύου, το 28% των Ελλήνων ήταν χρηματοοικονομικά αποκλεισμένοι. Σήμερα, αντιστοιχεί ένας τραπεζοϋπάλληλος σε 292 κατοίκους, ενώ ο μέσος όρος στην Ευρωζώνη ανέρχεται σε έναν ανά 185 κατοίκους.”

Φυσικά, η κατάσταση δεν είναι όσο τραγική θέλει να την περιγράψει ο κ. Παπαδημούλης που ανήκει και σε μία παράταξη που συνέβαλλε καθοριστικά στην κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος και την επιβολή capital controls το 2015. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, το 2019 ο μέσος όρος των εμπορικών τραπεζικών καταστημάτων ανά 100 χιλιάδες κατοίκους στην Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν κοντά στα 22 ενώ στη χώρα μας ήταν 19. 

Επίσης, τα τελευταία στοιχεία δείχνουν ότι περίπου οι μισοί Έλληνες χρησιμοποιούν υπηρεσίες e-baking ή mobile banking, μειώνοντας έτσι κατά πολύ την ανάγκη για φυσικά υποκαταστήματα που συνεπάγονται με μεγάλα κόστη ενοικίων και υποδομών. Παράλληλα, στη χώρα μας καταγράφεται σημαντική αύξηση των ATM και της χρήσης πιστωτικών καρτών, γεγονός που αποτελεί ενθαρρυντική τάση για την πρόσβαση των πολιτών σε τραπεζικές υπηρεσίες και την ένταξη της οικονομικής δραστηριότητας στην “επίσημη” οικονομία. 

Όμως, παρά τη καταγεγραμμένη μείωση των τραπεζικών καταστημάτων τα τελευταία 20 χρόνια και τη μείωση του αριθμού τραπεζοϋπαλλήλων που αναφέρει ο κ. Παπαδημούλης, τα επίσημα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας καταγράφουν μία πολύ διαφορετική εικόνα από αυτή που θα εξυπηρετούσε την επιχειρηματολογία του ευρωβουλευτή. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την παγκόσμια βάση δεδομένων Global Findex 2017  μόλις το 2% όσων δεν έχουν τραπεζικό λογαριασμό δηλώνουν ως αιτία την απόσταση από κάποιο υποκατάστημα. Παράλληλα, το 83% των κατοίκων της επαρχίας και το 85% των κατοίκων όλης της χώρας δηλώνει ότι έχει τραπεζικό λογαριασμό.

Τα στοιχεία αυτά δεν έχουν ως στόχο να υποβαθμίσουν τη σημασία ή τις πιθανές παρενέργειες της μείωσης του τραπεζικού δικτύου, όμως δείχνουν πως σοβαρή συζήτηση γύρω από αυτό το σημαντικό ζήτημα δεν μπορεί να γίνει με λαϊκίστικες κορώνες και στατιστικά του εντυπωσιασμού συγκεκριμένων ομάδων συμφερόντων.