Του Αλέξανδρου Σκούρα
Το να υποστηρίζει ένας φιλελεύθερος (δηλαδή υπέρμαχος της ατομικής ελευθερίας) αντιδημοφιλείς απόψεις είναι μέρος του job description. Προσωπικά, από το 2011 όταν και ξεκίνησα να εργάζομαι στην πολιτική στην Ουάσινγκτον κατάλαβα αμέσως ότι το δημοκρατικό κόμμα δεν θύμιζε σχεδόν καθόλου τη σπουδαία παράταξη του Κένεντι και του Κλίντον.
Αντίθετα, είχε ήδη ριζοσπαστικοποιηθεί προς μία αριστερά που μέχρι εκείνη την περίοδο βρισκόταν στο περιθώριο της αμερικανικής πολιτικής. Η ριζοσπαστικοποίηση αυτή, προϊόν διεργασιών που ξεκίνησαν στο κόμμα πριν ακόμα και από τον Ρήγκαν, είχε πλέον διαχυθεί και στα φιλικά προς τους δημοκρατικούς μέσα ενημέρωσης, όπως οι New York Times (ΝΥΤ) και η Washington Post (WaPo). Έχοντας αυτή την άποψη εδώ και χρόνια, δεν με εξέπληξε καθόλου η επιλογή των NYT να δημοσιεύσουν μία σχεδόν αστεία προσέγγιση, που υπέγραψε ο τέως συνεργάτης του κ. Τσίπρα Ματθαίος Τσιμιτάκης, για την υποτιθέμενη ακροδεξιά που πρεσβεύει ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Η αποτυχία όμως της σημαντικότερης εφημερίδας των ΗΠΑ να αναφέρει ότι ο κ. Τσιμιτάκης είχε την ιδιότητα αυτή ήταν μεγάλη απογοήτευση.
Η αμερικανική αριστερά, ιδιαίτερα μετά τον ερχομό του Τραμπ στην προεδρία, έχει ριζοσπαστικοποιηθεί ακόμα περισσότερο. Η ριζοσπαστική αριστερή πτέρυγα εντός των δημοκρατικών έχει ισχυροποιηθεί αρκετά, πράγμα που φαίνεται ξεκάθαρα και στα προεκλογικά debates για το χρίσμα του κόμματος. Από εκεί που ο Μπέρνι Σάντερς ήταν ένας γραφικός γερουσιαστής, εξελίχθηκε στις προηγούμενες εκλογές ως το μεγάλο αουτσάιντερ που κατά πολλούς έχασε το χρίσμα από την “συστημική” Χίλαρι λόγω της πλήρους κυριαρχίας της στους κομματικούς μηχανισμούς. Φέτος, ο Σάντερς όχι μόνο ηγείται μιας ολοένα και μεγαλύτερης φράξιας εντός των δημοκρατικών αλλά έχει και εσωκομματικούς αντιπάλους της ίδιας χροιάς. Η Αλεξάντρια Οκάσιο Κορτέζ, η ενεργητική ακτιβίστρια που από σερβιτόρα βρέθηκε στο καπιτώλιο, ηγείται του αριστερού μπλοκ στη Βουλή των αντιπροσώπων. Ο Σάντερς, μαζί με την Ελίζαμπεθ Γουόρεν κονταροχτυπιούνται στη Γερουσία για το ποιος έχει τα περισσότερα προοδευτικά εχέγγυα. Η απορία όλων είναι το που εξαφανίστηκαν οι μετριοπαθείς δημοκρατικοί της γενιάς και της σχολής του Μπιλ Κλίντον οι οποίοι, με εξαίρεση τον Αντιπρόεδρο Μπάιντεν που προηγείται στις δημοσκοπήσεις, φαίνεται να έχουν ξεμείνει από πολιτική ενέργεια και δύναμη.
Όμως, η διολίσθηση των δημοκρατικών προς τη ριζοσπαστική αριστερά δεν σταματά μόνο στο κόμμα των δημοκρατικών. Τα συστημικά μέσα ενημέρωσης που παραδοσιακά είναι φιλικά προς την κεντροαριστερά έχουν ακολουθήσει αντίστοιχη πορεία. Για να γίνει πλήρως αντιληπτό το πως αντιλαμβάνονται τον ρόλο τους, η αντιμετώπιση της χώρας μας στα χρόνια των μνημονίων είναι εξαιρετικό παράδειγμα. Οι NYT και η WaPo δημοσίευαν στις σελίδες τους αλλεπάλληλες επιθέσεις κατά της Ευρώπης και των ελληνικών κυβερνήσεων. Ο λόγος βέβαια δεν είχε να κάνει με το ενδιαφέρον τους για το μέλλον της χώρας μας αλλά περισσότερο με το γεγονός ότι η κριτική στη δημοσιονομική πειθαρχία και την σφιχτή νομισματική πολιτική ταίριαζε με τα πολιτικά αιτήματα των δημοκρατικών εκείνη την περίοδο. Οικονομολόγοι όπως ο Πωλ Κρούγκμαν και ο Τζέφρι Σακς επιστρατεύτηκαν ώστε να αποδομηθεί το αφήγημα της δημοσιονομικής αυστηρότητας υπέρ της χαλάρωσης. Φυσικά, τόσο τα ίδια τα μέσα όσο και οι φορείς των ιδεών αυτών υπέστησαν μεγάλη συντριβή το 2015 με την γνωστή “κωλοτούμπα” του ΣΥΡΙΖΑ. Όμως, από ότι φαίνεται, το μάθημα που τους προσέφερε η σύγκρουση της ελληνικής ριζοσπαστικής αριστεράς με την πραγματικότητα δεν το έλαβαν.
Σε κάθε περίπτωση, τα μέσα αυτού του βεληνεκούς που έχουν μακρόχρονη και σπουδαία ιστορία είναι ανθεκτικά σε περιόδους πολιτικής πόλωσης. Ας ελπίσουμε ότι όπως συνένη και στη χώρα μας, η επόμενη μέρα μετά τις προεδρικές εκλογές του 2020 θα βρει τη χώρα, τους δημοκρατικούς και τα κύρια μέσα ενημέρωσης πιο ώριμα και ήρεμα.