Το «συνεχώς επαναλαμβανόμενο» της Ιστορίας
Βιβλίο

Το «συνεχώς επαναλαμβανόμενο» της Ιστορίας

Ισμήνη Καπάνταη «Το βρωμερόν ύδωρ της λήθης», εκδ. Ίκαρος

«Τον ξένο και τον εχθρό τον είδαμε στον καθρέφτη» Γιώργος Σεφέρης «Μυθιστόρημα».

Είναι το μότο στο εικοστό τρίτο κεφάλαιο. Και παρότι δεν είναι εκείνο που βαφτίζει, τελικά, το μυθιστόρημα, το οποίο και η συγγραφέας εξάλλου παραθέτει πρώτο, είναι η φράση που ως μοίρα; εγγραφή στο dna; μας καταδιώκει.

Διαπιστώνοντας για μια ακόμα φορά όσον αφορά την Ιστορία, δυστυχώς ή ευτυχώς, «το συνεχώς επαναλαμβανόμενο», η μεγάλη κυρία του Ιστορικού Μυθιστορήματος, Ισμήνη Καπάνταη, μετά από ένα διάλειμμα με ένα αστυνομικό μυθιστόρημα «Αστική οικία στο Χαλάνδρι» για να καταλαγιάσει της τύψεις για την προσωπική της ευθύνη όσον αφορά την εποχή μας, επανέρχεται με ένα ιστορικό μυθιστόρημα «Το βρωμερόν ύδωρ της λήθης» για να διερευνήσει πώς από τους αγωνιστές της Επανάστασης και εκείνους τους Έλληνες που διαπρέποντας στο εξωτερικό, δεν καταδέχθηκαν να πιούν «το βρωμερόν ύδωρ της λήθης» και γύρισαν στην Ελλάδα ως Μεγάλοι Ευεργέτες, μετά την δολοφονία του Καποδίστρια και όντας ελεύθεροι και με δημοκρατικό Σύνταγμα, φτάσαμε στο Νεοέλληνα.

Σε καιρούς ειρήνης και ευημερίας, θα λέγαμε, όπου οι αταξικοί Έλληνες εύκολα άλλαξαν συνθήκες ζωής κατά συνέπεια και τάξη, και χρησιμοποιώντας ως αφηγηματικό όχημα την ιστορία δυο οικογενειών, των Καμπασαίων που ποτέ δεν εγκατέλειψαν την χώρα μας, στα δύσκολα και στα εύκολα, και εκείνη των Κουμάντηδων οι οποίοι διαπρέποντας στην γηραιά Αλβιόνα επέστρεψαν να ευεργετήσουν την ελεύθερη πατρίδα (σύμφωνα με του Καμπασαίους, βέβαια, για να την κυβερνήσουν), αφουγκράζεται τα επαναλαμβανόμενα πάθη και τα λάθη του λαού μας, ανατέμνοντας την καθημερινότητά τους, τα οράματα και την φιλοσοφία ζωής τους, τους φόβους και τον φθόνο πρωτίστως για τον φίλο και τον συγγενή τους.

«[…] ο άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο […] Ο άνθρωπος είναι μαλακός και διψασμένος σαν το χόρτο, ρίζες τα νεύρα του κι απλώνουν σαν έρθει ο θέρος προτιμά να σφυρίξουν τα δρεπάνια στ’ άλλο χωράφι […] Γ. Σεφέρης «Τελευταίος Σταθμός».

Με μότο, Σεφέρη επίσης, στο πρώτο κεφάλαιο, η συγγραφέας αναφέρεται στη δυσπιστία, από την πρώτη τους κιόλας συνάντηση, των δυο οικογενειών. Οι γηγενείς Καμπάσηδες ακατανόητοι και για τους Κουμάντηδες, και οι Κουμάντηδες κατά τους Καμπάσηδες ύποπτοι για να υφαρπάξουν με τα ξενομερίτικα λεφτά τους, εξουσία και δημόσιες θέσεις.

Στοχεύοντας κατ’ εξοχήν σε ζητήματα ήθους και νοοτροπίας, οράματος, η συγγραφέας σκιαγραφεί τα κομβικά γεγονότα στην ιστορία κάθε οικογένειες. Την οικογενειοκρατία και τις φατρίες στην οικογένεια του Άρχοντα Οδυσσέα Κάμπαση, με τον γιο που τολμά να κλέψει την αγαπημένη του, να κάνει γιο εκτός γάμου κι εκτός Ελλάδος και να χαθεί επιστρέφοντας, και τον γιο που παντρεύεται με μια τάχα- μου- καλής- οικογενείας Ελένη που προσμένει τον θάνατο του πατέρα για να γίνει εκείνος άρχοντας στη δική του θέση. Καιροσκόποι επιστάτες, άνθρωποι του μόχθου που σιωπούν και τρέμουν και τη σκιά τους, γυναίκες που τολμούν να ξεπεράσουν τα όριά τους και γιοι που αναζητούν την ελευθερία και την αυτογνωσία τους, σκιαγραφούν την ανθρωπογεωγραφία μιας Ελλάδας που παρ’ ότι στηρίζεται στην οικογένεια (είναι το δικό τους κράτος εν κράτει), εν τούτοις επιβουλεύεται ο ένας τον άλλον.

Και το όνειρο της επιστροφής στην πατρίδα του Κωνσταντίνου Κουμάντου, που απέμεινε όνειρο κληροδοτημένο στον Περικλή τον γιό του. Από κατώτερη τάξη η νύφη του, η οποία ωστόσο γνώριζε Ντίκενς, Κόλλινς, Πίνδαρο και την «Ελληνική Νομαρχία» υπό Ανωνύμου του Έλληνος, χάρη στην οποία την καλοδέχτηκε στην οικογένειά του -φρόντιζε ο γιος του να του τα υπενθυμίσει-, [«”Αυτοί”, έλεγες, “δεν είχανε πιει σαν ορισμένους άλλους που μόνη έγνοια είχανε την καλοπέρασή τους, όχι”, έλεγες, “αυτοί δεν είχανε πιει το βρωμερόν ύδωρ της λήθης’ δεν είχαν ξεχάσει»], είναι εκείνη η γενιά στην οποία ο κλήρος πέφτει να επιστρέψει.

Εξάλλου «Αλλοίμονον, αλλοίμονον, ώ Έλληνές μου ακριβοί, αν οι ξενιτεμένοι δεν αλλάξουν γνώμην και δεν ενθυμηθούν ότι όπου είναι η πατρίς, εκεί και η ευτυχία […]» Ελληνική Νομαρχία, υπό Ανωνύμου του Έλληνος.

Κατ’ αυτό τον τρόπο η Ισμήνη Καπάνταη, βαθύτατα γνώστης της ιστορίας, με την αυστηρή αφηγηματική δομή της, την εξαίρετη ατμόσφαιρα και τα εξίσου εξαιρετικά της ελληνικά, μέσα από την ανθρωπογεωγραφία εκείνης της εποχής, ρίχνει φως και στο σημερινό μας κομφούζιο. Διότι κάπου εκεί, στο ίσωμα και στα καλά μας, τα μπερδέψαμε, κάτι που εξακολουθούμε να κάνουμε και στον αιώνα τον άπαντα: στη νηνεμία εμείς επιμένουμε να στήνουμε τις προσωπικές φουρτούνες μας.

Σε περασμένους χρόνους, εξάλλου, για να ερμηνεύσει τα σημερινά δράματα, η συγγραφέας συνηθίζει να στήνει το σκηνικό της [εμφύλιος στο «Άλας της γης», Άλωση στο «Πού πια καιρός», εμφύλια διαμάχη, το κυνήγι της εξουσίας, η προδοσία, είναι το αργυρώνυτο των συνειδήσεων στο «Σικελικό Εσπερινό»…]

Αναζητώντας τις ιστορικές περιόδους και τα επί μέρους ζητήματα των βιβλίων της, εξάλλου, σε παλιότερη συνέντευξή της, μας είχε εξηγήσει η ίδια η συγγραφέας:

«Το “Επτά φορές το Δαχτυλίδι” 1989, αφορά ισάριθμους ξεσηκωμούς των σκλαβωμένων Ελλήνων κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Κυκλοφόρησε αργότερα και με την ιστορία της Κύπρου ως “Οκτώ Φορές το Δαχτυλίδι”, 2007.
Το “Απειρωτάν και Τούρκων”, 1990, αφορά τους εξιλασμούς, πολλές φορές ομαδικούς και πώς η ομαδική συνείδηση διαμορφώνει τα γεγονότα που μεταδίδονται στους μεταγενέστερους σύμφωνα με τις επιτακτικές ανάγκες της ώρας εκείνης, όχι “οία ην” αλλά “οία είναι δει”.
“Η Φλώρια των Νερών”, 1999, είναι μια ιστορία αγάπης, αλλά κυρίως είναι η ιστορία του “άλλου”. Εκεί θίγω πρώτη φορά και κάτι που με απασχολεί ιδιαίτερα, το πρόβλημα του ανήκειν.

»Στο “Πού πια Καιρός”, 1995, οι ήρωές μου κινούνται στη χρονική περίοδο λίγο πριν από την πτώση της Πόλης. Είναι η εποχή που λόγω του “αλληλέγγυου” οι μεγαλοκτήμονες αγοράζουν κοψοχρονιάς από τους ακρίτες, που αδυνατούν να πληρώσουν τους φόρους, τα κτήματά τους και τα σύνορα ερημώνονται. Οι άνθρωποι, όπως πολύ συχνά συμβαίνει στην ανθρώπινη ιστορία, δεν αντιλαμβάνονται ότι βαδίζουν στον γκρεμό. Δεν παίρνουν τα μηνύματα ή όπως λέει ο ποιητής:
“… ψεύτικα ήσαν τα μηνύματα
(ή δεν τ’ ακούσαμε, ή δεν τα νοιώσαμε καλά),
άλλη καταστροφή, που δεν την φανταζόμεθαν
εξαφνική, ραγδαία πέφτει επάνω μας,
κι ανέτοιμους – πού πια καιρός- μας συνεπαίρνει.

»Στο “Άλας της Γης”, 2002, χρόνος είναι το πρώτο μισό του 14ου αιώνα, χώρο η Θεσσαλονίκη. Θέμα του η εμφύλια διαμάχη των εκπροσώπων της άρχουσας τάξη για την εξουσία, που παίρνει ωστόσο τη μορφή ταξικού αγών, ειδικά στις πόλεις, εξαιτίας του ότι οι δυο αντίπαλες ομάδες αντλούν τη δύναμή τους από διαφορετικούς κοινωνικούς χώρους. Εκδηλώνεται τότε το βαθύ μίσος που έτρεφαν, όχι άδικα, οι κάτοικοι των πόλεων και της υπαίθρου εναντίον μιας αριστοκρατίας, η οποία, ευνοημένη εκτός των άλλων από μια κατάφωρα άδικη φορολογική νομοθεσία, συσσώρευε πλούτο εις βάρος των φτωχότερων λαϊκών στρωμάτων.

Στο “Εμείς Έχουμε Εμάς” ο χρόνος είναι πάλι Τουρκοκρατία, χώρος η Ήπειρος, τα Επτάνησα και η Ιταλία και θίγεται κι εδώ το πρόβλημα του “άλλου” και το πρόβλημα του “ανήκειν”.]

Κλείνοντας αυτό το μικρό σημείωμα, ας υπενθυμίσουμε το βιογραφικό της:

Η Ισμήνη Β. Καπάνταη γεννήθηκε το 1939 στην Αθήνα. Παντρεύτηκε τον γλύπτη Βάσο Καπάνταη και έχει έναν γιο (τον συγγραφέα Δούκα Καπάνταη). Έργα της: "Επτά φορές το δαχτυλίδι", Εστία (1η έκδ. 1989, 7η 1997), "Απειρωτάν και Τούρκων", Εστία (1η έκδ. 1990, 8η 1999), Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών 1992, "Η ιστορία της Ιόλης", Εστία (1η έκδ. 1996, 4η 1997), "Πού πια καιρός", Εστία (1η έκδ. 1996, 4η 1997), "Στο κρυφό σχολειό" (παιδικό), Ποταμός 1997, "Ιωνία (Οι Έλληνες στην Μικρασία)", Αδάμ 1997, "Η Φλώρια των νερών", Καστανιώτη (1η έκδ. 1999, 6η 2000), "Το άλας της γης", Καστανιώτη 2002, "Εμείς έχουμε εμάς", Καστανιώτη 2007, "Κυνική ιστορία", Καστανιώτη 2008, κ.ά. Έχουν μεταφραστεί στο εξωτερικό: "Επτά φορές το δαχτυλίδι" ("Seven Times the Ring"), Εκδόσεις Πανεπιστημίου McGill, Montreal 1994, "Απειρωτάν και Τούρκων", εκδ. Ορφελίν, Βελιγράδι 1995. Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες και περιοδικά· έχει γράψει επίσης κείμενα για τηλεοπτικά ντοκιμαντέρ. Τιμήθηκε με το Βραβείο Χριστιανικών Γραμμάτων (1990) και με το Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών (1992) για το μυθιστόρημα "Απειρωτάν και Τούρκων".