Σε ένα πρόσφατο άρθρο σας στο Liberal, γράψατε – με αφορμή την ανάγκη ενίσχυσης των οικονομικών γνώσεων των νέων ανθρώπων – ότι υπήρξε ερώτημα από αναγνώστες σας για το «αν συμφέρει να πάρει κανείς κάποιο από τα καταναλωτικά δάνεια που δίνουν πάλι οι τράπεζες».
Ήθελα με τις δικές μου γνώσεις να βοηθήσω να γίνουν αντιληπτά κάποια πράγματα.
Πήρα ως παράδειγμα ένα καταναλωτικό δάνειο, αλλά επειδή το έψαξα αρκετά στα sites όλων των τραπεζών, το παράδειγμα είναι απολύτως αντιπροσωπευτικό, αφού όλα έχουν σχεδόν την ίδια λογική και παρόμοια τιμολόγηση.
Το συγκεκριμένο δάνειο λοιπόν έχει τα εξής χαρακτηριστικά:
Ποσό 2.000€ και εξόφληση σε 48 μήνες με μηνιαία δόση 55,46€. Το τρέχον ονομαστικό επιτόκιο του δανείου είναι 14,20% που μετά την εισφορά του Ν125/75 προσαυξάνεται κατά 0,60% και φτάνει το 14,80%. Το δάνειο έχει εφάπαξ έξοδα 185€ που παρακρατά η Τράπεζα στην εκταμίευση, άρα το προς εκταμίευση ποσό είναι 1.815€.
Σε όλη τη διάρκεια του δανείου, εφόσον αυτό εξοφληθεί χωρίς καθυστερήσεις, το συνολικό ποσό που έχει πληρωθεί από τον πελάτη είναι 55,46 x 48 = 2.662,08€ δηλαδή 47% υψηλότερο από το καθαρό ποσό που έλαβε ο πελάτης.
Οι τράπεζες είναι υποχρεωμένες να δηλώνουν για κάθε δάνειο που δίνουν το λεγόμενο ΣΕΠΠΕ (Συνολικό Ετήσιο Πραγματικό Ποσοστό Επιβάρυνσης), το οποίο είναι ένα ετήσιο επιτόκιο που λαμβάνει υπόψη τις συνολικές χρεώσεις της πίστωσης. Στο συγκεκριμένο δάνειο, το ΣΕΠΠΕ είναι 22,22%, δηλαδή στην ουσία η πίστωση αυτή έχει πραγματικό ετήσιο επιτόκιο 22,22%.
Όλα αυτά τα στοιχεία υπάρχουν διαθέσιμα σε διάφορα σημεία στο site της τράπεζας, εξάλλου η υποχρέωση αυτή της πλήρους προσυμβατικής ενημέρωσης του καταναλωτή είναι μια ουσιαστική κατάκτηση των τελευταίων ετών. Δεν χρειάζεται επομένως να κάνει κανείς πολύπλοκους υπολογισμούς, αρκεί να έχει την υπομονή να ψάξει τις σχετικές πληροφορίες.
Αυτά είναι τα μαθηματικά του συγκεκριμένου δανείου. Η απάντηση όμως στο ερώτημα «αν συμφέρει» δεν είναι τόσο εύκολη όσο τα μαθηματικά.
Η αξιολόγηση οποιαδήποτε χρηματοοικονομικής απόφασης είναι κάτι που διαφέρει από άτομο σε άτομο. Στο παράδειγμα αυτό, θα μπορούσε κάλλιστα ένας καταναλωτής να απορρίψει το δάνειο γιατί θα θεωρούσε ότι είναι πολύ ακριβό. Κάποιος άλλος όμως μπορεί να το επέλεγε. Η απόφαση έχει να κάνει με τους εξής παράγοντες:
1. Με την ανάγκη που θέλει να καλύψει από το εν λόγω δάνειο. Αν αυτή είναι μια άμεση ανάγκη που δεν παίρνει αναβολή και διαθέσιμες άλλες πηγές να για να καλυφθεί δεν υπάρχουν, π.χ. μια αποταμίευση, μια βοήθεια από οικείους, τότε το υψηλό κόστος του δανείου θα αποτελέσει δευτερεύον κριτήριο στην επιλογή. Μάλλον θα «αναγκαστεί» να το πάρει.
2. Με τα διαθέσιμα εισοδήματα και τυχόν άλλες τρέχουσες υποχρεώσεις. Σε πολλούς καταναλωτές, αυτό που είναι κριτήριο για το αν δανειστούν ή όχι είναι τελικά το ποσό που πρέπει να εκταμιεύουν κάθε μήνα και όχι το επιτόκιο. Αν δηλαδή κάποιου τα εισοδήματα και οι άλλες υποχρεώσεις αφήνουν ένα χώρο για να μπορεί να πληρώνει τη μηνιαία δόση, η απόφαση μπορεί να είναι θετική παρά το υψηλό επιτόκιο που έχει το δάνειο.
Αυτά τα δύο σημαίνουν απλά ότι ο κάθε καταναλωτής πρέπει να ρωτήσει τον ίδιο του τον εαυτό, αφού εξετάσει τα νούμερα: «Έχω άραγε τόση ανάγκη;» και «Μπορώ να πληρώνω τη δόση κάθε μήνα;». Ο συνδυασμός των απαντήσεων σε αυτά τα δύο ερωτήματα, θα κρίνει αν τελικά πάρει το συγκεκριμένο καταναλωτικό δάνειο.
Η σχέση του πραγματικού κόστους ενός δανείου με την ανάγκη για μια δαπάνη, με τον επείγοντα ή όχι χαρακτήρα της, με την ύπαρξη ή όχι εναλλακτικών μέσων χρηματοδότησής της, είναι η πιο καθοριστική παράμετρος για την απόφαση. Το «αν συμφέρει» επομένως είναι προσωπικό θέμα του καθενός.
Με την ευκαιρία αυτή, απλά να προσθέσω και εγώ, ότι το επίπεδο των βασικών οικονομικών γνώσεων στους καταναλωτές χρειάζεται οπωσδήποτε να ενισχυθεί.
Ο καλύτερος καταναλωτής είναι αυτός που είναι καλά ενημερωμένος και μπορεί να αξιολογήσει αυτό που του προσφέρεται. Και, πέραν της ελάχιστης υποχρέωσης από τους νόμους, καλό θα ήταν οι φορείς των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, να επενδύσουν στην αξιοποίηση μοντέρνων μέσων για την «εκπαίδευση» αυτή των καταναλωτών, αναγνωρίζοντας ότι οι περισσότεροι δεν έχουν την υπομονή να ψάχνουν και να διαβάζουν, αλλά είναι πιο θετικοί σε οπτικοακουστικά και ψηφιακά μέσα όπως μικρά videos, podcasts κλπ.
Ελπίζω να βοήθησα κάπως.
* Ο Γιώργος Βασιλείου είναι οικονομολόγος