Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Παραδοσιακά, είναι ημέρες απολογισμών και στόχων αυτές. Οι μεν πρώτοι αφορούν συνήθως μεγάλα σύνολα —οργανισμούς, χώρες, ηπείρους, ή και ολόκληρο τον πλανήτη—, οι δε στόχοι κυρίως μεμονωμένα πρόσωπα: τον καθένα από εμάς. Παρ’ όλα αυτά, και τα δύο, και το γενικό και το μερικό, έχουν τη γοητεία τους. Κι αν, εδώ που τα λέμε, κανείς δεν θέλει να θυμάται πολλές από τις «σημαντικότερες στιγμές της χρονιάς που μας πέρασε» —μα είναι μεγάλη παράδοση του Τύπου αυτή, παγκοσμίως, και άλλωστε ποτέ δεν μας κάνει κακό να ρίχνουμε μια ανέμελη ματιά στο χθες—, όλοι μας πιάνουμε τον εαυτό μας, χρονιάρες μέρες, να υποκύπτει κάποια στιγμή στην πρόχειρη κατάρτιση μιας λίστας με «στόχους» για την επόμενη χρονιά. Κι ας ξέρουμε βέβαια —παιδιά είμαστε;— πως ποτέ κανείς στην ιστορία δεν τήρησε τη δική του λίστα. Γιατί οι τέτοιες λίστες δεν είναι για να τηρούνται· είναι απλώς για να μας φτιάχνουν την ημέρα. Ένα παιχνίδι να περάσεις την ώρα σου. Εξ ου και τις αγαπάμε λιγάκι.
Η αλήθεια είναι αυτή: είτε μικροί είτε μεγάλοι, οι στόχοι δεν πιάνονται. Κανείς τους. Γιατί; Για πολλούς λόγους, υποθέτουμε —με πιο κωμικό ανάμεσα στους άλλους το ότι, απλούστατα, τους ξεχνάμε και τους βάζουμε στον πάγο μέχρι του χρόνου—, αλλά κυρίως γιατί, αν κάτι χαρακτηρίζει τη ζωή, αυτό είναι το απρόοπτο. Πέρα από τις όποιες εγγενείς και μη δυσκολίες που συναντάμε (και θα συναντήσουμε πολλές ακόμη την επόμενη χρονιά: οι ίδιοι, το περιβάλλον μας, η χώρα, κι όλος ο κόσμος), η ζωή είναι σαν την ανάβαση σε μια σκάλα φτιαγμένη από μη-βεβαιότητες, από αγνώστους Χ, από συνδυασμούς τυχαίων γεγονότων. Μια σκάλα που δεν θυμόμαστε πότε βρεθήκαμε επάνω της, και που δεν θα φτάσουμε ποτέ στο τέλος της.
Από την άλλη, ακόμη και να πιαστεί ένας τέτοιος στόχος, μη γελιέστε: δεν ήταν ένα κατόρθωμα βασισμένο στην καταγραφή του σε μια… λίστα και στη βούλησή μας να το πετύχουμε, αλλά κάτι που συνέβη χάρη σε έναν, ακριβώς, δυναμικό συνδυασμό γεγονότων που δεν εξαρτώνται όλα από εμάς (συν το αγαθό χέρι της Τύχης). Βοηθά άραγε —για να θέσουμε ένα πρόχειρο παράδειγμα— να βάλει κανείς στόχο να διαβάσει 30 ή 100 βιβλία μες στη χρονιά; Μπα, όχι. Θα τα διάβαζε έτσι κι αλλιώς: ήταν ένας στόχος-μαϊμού από μιας αρχής. Βοηθά μήπως να βάλει κανείς στόχο να κόψει το τσιγάρο τον καινούργιο χρόνο; Όχι. Ίσα-ίσα που η καταγραφή ενός τέτοιου μείζονος στόχου σε κάτι τόσο απλοϊκό όσο μια πρωτοχρονιάτικη λίστα προτεραιοτήτων αφαιρεί πολύ από το ειδικό του βάρος, τον απομυζά. Θέλει μεγάλη οργάνωση κάτι τέτοιο, και αποφασιστικότητα. Δεν παίζεις μ’ αυτά.
Γενικώς: το να πιστεύεις στους στόχους είναι κάπως αφελές, σαν την πεποίθηση που έχουμε στα όνειρα ότι μπορούμε να πετάξουμε. Αλλά υπάρχει και ένας άλλος λόγος που, προσωπικά, δεν τους πολυαγαπώ. Γιατί μάς μικραίνουν. Καθώς κανένας μας δεν βάζει βέβαια στη λίστα του κάτι άπιαστο («Να βγάλω πολλά λεφτά», «Να γίνω Αντετοκούνμπο», «Να αδυνατίσω», «Να ενώσω την Κεντροαριστερά»), είναι σαφές ότι, επιλέγοντας να θέσουμε κάποιους στόχους, οποιουσδήποτε και οιασδήποτε δυσκολίας, θέτουμε ταυτοχρόνως και τα όριά μας: αυτοπεριοριζόμαστε, κονταίνουμε το ύψος μας, λέμε: «Τόσο μπορώ· μέχρις εκεί φτάνει το μπόι μου· δεν μπορώ να τεντώσω παραπέρα το χέρι μου· τόσος είμαι». Ακόμη κι αν δεν τους πιάσουμε, όπως άλλωστε τυχαίνει πιο συχνά, εξαρχής οι στόχοι μας ήταν όλοι εντός των ορίων του εφικτού — αλλιώτικα δεν θα είχε αξία και το παιχνίδι. Τη στιγμή που τους καταγράφαμε, κλείναμε το μάτι στον καθρέφτη, καταφάσκοντας με έναν αναστεναγμό στα όριά μας.
Θέλω να πω ότι δεν χρειάζεται να μας περιορίζει κανένα «εφικτό». Το εφικτό είναι ο εχθρός μας. Ούτε να θέτουμε όρια χρειάζεται. Όταν τα αναγνωρίζουμε, τα όρια έχουν την τάση να μαζεύουν, να μπαίνουν σαν μάλλινο ρούχο που βάλαμε στη λάθος πλύση. Ούτως ή άλλως, και μόνο που είμαστε εδώ, και μόνο που βγάλαμε επιτυχώς άλλη μια χρονιά από τη θητεία μας στη ζωή, και μόνο που ευτυχήσαμε να δούμε την καλύτερη στιγμή της ανθρωπότητας (κάθε επόμενη στιγμή είναι η καλύτερη στιγμή της ανθρωπότητας), είναι κάτι αδιανόητα σπουδαίο: ένα πελώριο, ανεκτίμητο δώρο στον εαυτό μας, από το σύμπαν, την συγκυρία, τη χώρα, τους φίλους — και από εμάς τούς ίδιους. Η επανάληψη αυτού του γεγονότος, τέτοιες μέρες του χρόνου, αντικειμενικά θα είναι για εμάς το ισοδύναμο με την κατάκτηση της Σελήνης, ή μάλλον πλέον τού Άρη, από το σύνολο της ανθρωπότητας. Μια μεγάλη υπόθεση: η μεγαλύτερη. Υπ’ αυτή την οπτική, είμαστε υπεράνθρωποι.
Μπορούμε να θέσουμε, όμως, ΑΥΤΟΝ τον στόχο, που δείχνει να είναι τόσο σημαντικός, ενδεχομένως ο πιο σημαντικός από όλους; Να είμαστε και του χρόνου εδώ; Όχι, γιατί ακόμη και αυτός θα ήταν κατώτερος ενός υπερανθρώπου. Μα ΦΥΣΙΚΑ και θα είμαστε εδώ και του χρόνου.
Αντιθέτως, αν έπρεπε ντε και καλά να βάζαμε ένα στόχο, θα πρότεινα πράγματα στ’ αλήθεια δύσκολα, στ’ αλήθεια άπιαστα και ονειρικά: «Φέτος θα μάθω να πετάω», «Φέτος θα μάθω να ακούω μια στάλα περισσότερο αυτούς που έχουν άλλη άποψη από εμένα», «Φέτος θα φταίω πιο λίγο».