Όσο περνούν οι εβδομάδες του 2021 σε συνθήκες καραντίνας και… υπολειτουργίας της οικονομίας, αλλά και με δεδομένο τον γολγοθά που ούτως ή άλλως συνεπάγεται μια μεταβίβαση ακινήτου, τόσο εντονότερος γίνεται ο προβληματισμός στην κυβέρνηση σχετικά με το αν θα πρέπει να προχωρήσει και με ποιους όρους η εξίσωση των αντικειμενικών αξιών με τις εμπορικές. Το πιθανότερο είναι ότι αυτό δεν θα συμβεί.
Σε συνθήκες όπως οι σημερινές, όπου μια μεταβίβαση, αποτελεί «άθλο», με την εφορία και τα πιστοποιητικά να «στραγγαλίζουν» κάθε προσπάθεια αγοραπωλησίας, τυχόν αναπροσαρμογή στις αντικειμενικές αξίες θα συνιστούσε ταφόπλακα για την αγορά. Σαν να μην έφτανε ότι κάθε χρόνο η έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας μας κατατάσσει στις τελευταίες θέσεις του πλανήτη όσον αφορά την ευελιξία στις μεταβιβάσεις ακινήτων, ήρθε και η πανδημία να κάνει τα πράγματα απείρως χειρότερα.
Σε ένα άκρως γραφειοκρατικό σύστημα, όπως το σημερινό, το lockdown έχει καταστήσει δύσκολη, ακόμη και μια απλή έκδοση φορολογικής ενημερότητας, καθώς εφόσον υπάρχουν οφειλές, απαιτείται ραντεβού στο δικαστικό της εφορίας. Το ίδιο ισχύει και για την ασφαλιστική ενημερότητα. Και μετά ξεκινάει ο γολγοθάς της υποβολής της δήλωσης μεταβίβασης, όπου είτε κατατεθεί η αίτηση στο πρωτόκολλο, είτε τα δικαιολογητικά αποσταλούν με mail, η επεξεργασία της μπορεί και να πάρει μήνες.
Σε μια τέτοια κατάσταση, όπου ούτως ή άλλως η Ελλάδα, πολύ πριν ξεσπάσει η πανδημία, είχε να επιδείξει μια από τις χειρότερες επιδόσεις διεθνώς, τυχόν αλλαγές στις αντικειμενικές αξίες, πέραν της όποιας φορολογικής επιβάρυνσης, είναι προφανές ότι θα μεταφράζονταν σε πολλαπλάσιο χαμένο χρόνο μέχρι να ενημερωθούν οι υπάλληλοι των εφοριών και οι συμβολαιογράφοι.
Σε μια κτηματαγορά που «υπολειτουργεί» και με ελάχιστες συναλλαγές, πέραν της αβεβαιότητας υπάρχουν και οι δυσκολίες να ολοκληρωθούν οι γραφειοκρατικές διαδικασίες ως προς την αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών. Το να γίνει δηλαδή σωστή «τιμολόγηση» μιας περιοχής υπό παρόμοιες συνθήκες θεωρείται μάλλον εξαιρετικά δύσκολο.
Ο Γενάρης θεωρείται ήδη «χαμένος» και πολλοί εκτιμούν ότι με αντίστοιχες συνθήκες θα κυλήσει και το πρώτο τετράμηνο καθώς το φως στο τούνελ δεν θα φανεί, αν δεν γενικευτεί ο εμβολιασμός. Προς το τέλος της άνοιξης, η αγορά θα μετρά ακόμη τις πληγές της και θα προσπαθεί να επιστρέψει στην κανονικότητα. Με ποια δεδομένα επομένως θα γίνει η επικαιροποίηση των αντικειμενικών αξιών; Ο εύλογος προβληματισμός αφήνει από τώρα περιθώρια ώστε να καλλιεργηθούν σενάρια:
Σενάριο πρώτο: Όλο το… έργο της επικαιροποίησης των αντικειμενικών αξιών μετατίθεται για το 2022, μαζί με την αναμόρφωση των συντελεστών υπολογισμού του ΕΝΦΙΑ. Είναι δηλαδή επανάληψη της απόφασης που ελήφθη από την κυβέρνηση μέσα στο 2020.
Σενάριο δεύτερο: Προχωράει μόνο η ένταξη στο σύστημα αντικειμενικών των χιλιάδων περιοχών που περίπου 40 χρόνια μετά τη δημιουργία του συστήματος αντικειμενικών αξιών, παραμένουν ακόμη… εκτός. Πρόκειται για πάνω από 3.000 περιοχές σε όλη την ελληνική επικράτεια στις οποίες ο υπολογισμός των φόρων γίνεται με το άδικο και υποκειμενικό συγκριτικό σύστημα το οποίο μόνο στρεβλώσεις προκαλεί, ειδικά σε τέτοιες περιόδους αβεβαιότητας. Εκτιμάται ότι η ένταξη νέων περιοχών στο σύστημα μπορεί να δημιουργήσει πρόσθετη φορολογητέα ύλη για τον φετινό ΕΝΦΙΑ και να φέρει πόρους που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την χρηματοδότηση της μείωσης των συντελεστών υπολογισμού του ΕΝΦΙΑ. Με «μηδενικό αποτέλεσμα» για τα έσοδα του ΕΝΦΙΑ, το υπουργείο Οικονομικών θα μπορέσει να εξασφαλίσει μειώσεις επιβαρύνσεων για εκατομμύρια ιδιοκτήτες ακινήτων. Πρόσθετους φόρους θα πληρώσουν αυτοί που υποφορολογούνται επί δεκαετίες.
Σενάριο τρίτο: Η επικαιροποίηση των αντικειμενικών αξιών προχωρά αλλά οι νέες αξίες ενεργοποιούνται από την 1/1/2022 για να μην υπάρξει αιφνιδιασμός της αγοράς.
Σημειωτέον ότι η μεταρρύθμιση - διότι περί μεταρρύθμισης πρόκειται το να φτάσουμε επιτέλους στο σημείο οι φόροι επί των ακινήτων να υπολογίζονται επί πραγματικών και όχι πλασματικών και διοικητικά καθοριζόμενων τιμών - ήταν προγραμματισμένη να γίνει από πέρυσι. Αναβλήθηκε καθώς οι εκτιμητές ακινήτων κλείστηκαν στα σπίτια τους μαζί με τον υπόλοιπο πληθυσμό στο πλαίσιο του πρώτου lockdown.