Αυτές τις μέρες οι ΗΠΑ βιώνουν μία από τις πιο τεταμένες περιόδους της σύγχρονης ιστορίας τους. Ο πρόεδρος Τραμπ, παρά τη γενικευμένη (και δικαιολογημένη) κατακραυγή, είναι ένας επικοινωνιακός μαέστρος που γνωρίζει πως να μένει πιστός στην επικοινωνιακή γραμμή που τον εξυπηρετεί.
Στον αντίκτυπο της δολοφονίας του Τζορτζ Φλόιντ ο Τραμπ προκάλεσε την οργή μεγάλης μερίδας πολιτών γράφοντας στο twitter ότι «οι λεηλασίες οδηγούν σε πυροβολισμούς». Τέτοιες δηλώσεις, που προκαλούν σοκ και δέος, εξυπηρετούν απόλυτα τον Τραμπ καθώς στο μυαλό του αυτή τη στιγμή υπάρχει μόνο ένα ζήτημα: η νίκη στις εκλογές του Νοεμβρίου. Με τη συγκεκριμένη του αντίδραση προσπαθεί να μιλήσει στην καρδιά των συντηρητικών ψηφοφόρων που απαιτούν την εφαρμογή νόμου και τάξης σε κάθε περίσταση. Αντίστοιχα, στις ερωτήσεις που του θέτουν δημοσιογράφοι για τον τρόπο που διαχειρίζεται την πανδημία, ο Τραμπ βρίσκει αφορμές να καταγγείλει τα «καθεστωτικά» μέσα ενημέρωσης, να πλέξει το εγκώμιο του εαυτού του και να υπενθυμίσει την αρκετά καλή (ομολογουμένως) πορεία της οικονομίας πριν την πανδημία. Ενδιάμεσα σε όλες αυτές τις δηλώσεις του χρησιμοποιεί το twitter προκειμένου να αποπροσανατολίσει την κοινή γνώμη και κυρίως τους εχθρούς του.
Υπό φυσιολογικές συνθήκες, όλα όσα συμβαίνουν αυτόν τον καιρό στις ΗΠΑ θα εκφράζονταν δημοσκοπικά σε έντονη δυσαρέσκεια κατά του προέδρου και θα προδιέγραφαν την ήττα των ρεπουμπλικάνων στις εκλογές του Νοεμβρίου. Όμως κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να συμβαίνει. Όπως θα δείτε και στο παρακάτω διάγραμμα, τα επίπεδα αποδοχής του Τραμπ μπορεί να είναι μεν αρνητικά (54% αρνητικά – 44% θετικά), όμως σε βάθος τριετίας φαίνεται ότι η αποδοχή του είναι μεγαλύτερη από ότι ήταν πριν ένα ή δύο χρόνια. Με άλλα λόγια, και παρά την ιδιαίτερα σκληρή κριτική που δέχεται ο Τραμπ (δικαίως κατά τη γνώμη μου) από τα μέσα ενημέρωσης, οι Αμερικανοί δείχνουν ότι συνεχίζουν να τον εμπιστεύονται σε σημαντικό βαθμό.
Αντίστοιχη εικόνα παρουσιάζεται και στις δημοσκοπήσεις που αφορούν τις εκλογές του Νοεμβρίου. Ο Ντόναλντ Τραμπ βρίσκεται αρκετά κοντά (περίπου 5 μονάδες κατά μέσο όρο) στον δημοκρατικό του αντίπαλο Τζο Μπάιντεν. Αν μελετήσουμε δε και τον εκλογικό χάρτη της χώρας, αφού ως γνωστόν οι πρόεδροι δεν εκλέγονται πλειοψηφικά αλλά με βάση τις επιδόσεις τους σε κάθε πολιτεία, ο Τραμπ είναι εντελώς μέσα στο παιχνίδι της εκλογής. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις υπάρχουν έξι πολιτείες και μία εκλογική περιφέρεια της Νεβάδα που θεωρούνται ιδιαίτερα αμφίρροπες. Ο Τραμπ θα μπορούσε να κερδίσει τις εκλογές αν απλά υπερίσχυε του αντιπάλου του στη Φλόριδα, το Μίτσιγκαν, την Πενσιλβάνια και τη Νεβάδα.
Μπορεί λοιπόν η εικόνα που δίνεται προς το εξωτερικό να είναι ιδιαίτερα δυσχερής προς τον Τραμπ, όμως στο εσωτερικό της Αμερικής καταγράφεται μία διαφορετική εικόνα. Η αλήθεια είναι ότι έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας μέχρι τις προεδρικές εκλογές όμως θα ήταν λάθος να θεωρηθεί ότι ο Τραμπ είναι εκτός διεκδίκησης. Ο συγκεκριμένος υποψήφιος είναι επικοινωνιακά ανώτερος των αντιπάλων του και είναι δεινός λαϊκιστής και δημαγωγός. Υποψήφιοι σαν τον Τραμπ ευδοκιμούν σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, παραπληροφόρησης και πανικού. Αν σε αυτό συνυπολογίσουμε ότι αρκετά συχνά τα εκλογικά σώματα αποφεύγουν τις αλλαγές σε στιγμές υψηλού κινδύνου, συμπεραίνουμε ότι ο Τραμπ – παρά τα συνεχή του ατοπήματα και την ανήκουστη για το πολιτικό ήθος της Αμερικής στάση του – είναι για τα καλά μέσα στο παιχνίδι.