Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Σε συνθήκες οιονεί πρωταθλητισμού σε όποια λίγκα κι αν παίζουμε, η ψηφιακή κοινωνική ζωή δεν είναι εύκολη. Χρειάζεται κανείς να ξεπερνά διαρκώς τον εαυτό του για να τα βγάζει πέρα. Χρειάζεται να παίζει στα όρια, ή ίσως και ένα βηματάκι παραπέρα. Κάποτε-κάποτε, μάλιστα, πιθανόν να πρέπει να κάνει και κάτι περισσότερο από το να ξεπερνά τον εαυτό του: πρέπει να τον αλλάζει κι άλλο? πρέπει να (εξακολουθεί να) μεταμορφώνεται. Κι αυτό ενέχει μεγαλύτερες δυσκολίες. Και, ασφαλώς, παγίδες. Όπως, για παράδειγμα, τον εγκλωβισμό κάποιων σε μία κατάσταση εντελώς ξένη με το ταμπεραμέντο τους — και μ' όλα τους τα άλλα. Το είπαμε: η ψηφιακή κοινωνική ζωή δεν είναι εύκολη, ιδίως δε σε συνθήκες οιονεί πρωταθλητισμού. Ανεξαρτήτως λίγκας.
Στα παραπάνω, τώρα, ας βάλουμε καλύτερα τη λέξη «περσόνα» εκεί που λέμε «εαυτός». Περσόνα, δηλαδή κάτι έτσι κι αλλιώς κατασκευασμένο: ο εαυτός μας συχνά μάς είναι —ακόμη και σε εμάς τούς ίδιους, εννοώ? ή κυρίως σε εμάς τούς ίδιους— ένας άνθρωπος άγνωστος, ένας ξένος κόσμος. Αλλά η περσόνα μας όχι. Την περσόνα μας την ξέρουμε γιατί την πλέξαμε ολομόναχοι, σαν ρούχο. Η περσόνα μας είναι φτιαγμένη με συγκεκριμένα —και εγκεκριμένα— υλικά, σχηματοποιημένη λίγο-λίγο σε ώρες μοναξιάς και μανιακού scroll down, με δάνεια στοιχεία από δω κι από κει, με πολύ συγκεκριμένες αναφορές, με τραγούδια που αγαπήσαμε και με βιβλία που δεν διαβάσαμε, με αναβλύζουσες συγκινήσεις και ιδεατά πλασμένες μνήμες ηρώων και τάφων, και πάντα όμορφα μακιγιαρισμένη με ένα σωρό κόκκινες γραμμές στο πρόσωπο: έτοιμη να θυμώσει, να εκραγεί, να συμπονέσει, να νουθετήσει, να αναλυθεί σε δάκρυα.
Η περσόνα μας είναι γέννημα-θρέμμα τού ζέοντος σήμερα, και κινείται αρμονικά μαζί μ' αυτό, όπως το νερό κολυμπά με την παλίρροια θεωρώντας πως είναι στη φύση του να φουσκώνει. Μα είναι και στιγμές, ξαναλέμε, που πρέπει ν' αλλάξει κι άλλο για να αντέξει στα ψηλά. Να υπερμεταμορφωθεί. Να θυμώσει περισσότερο, να εκραγεί πιο δυνατά, να συμπονέσει πιο σπαρακτικά, να νουθετήσει με ακόμη πιο τεντωμένο το δάχτυλο, να αναλυθεί σε ακόμη πιο πικρά και τσουχτερά δάκρυα. Να γίνει Τζόκερ.
Δεν πρωτοτυπούμε λέγοντας πως τα social media φυλακίζουν πολλούς από εμάς στους διπλής όψεως παραμορφωτικούς καθρέφτες που είναι οι τοίχοι τους, αναγκάζοντάς μας να δείχνουμε στην ψηφιακή κοινότητα κάτι άλλο από αυτό που είμαστε. Τα social media ήταν από την πρώτη στιγμή βέβαια και ένα ντόμινο: εκείνο το ολόσωμο φαρδύ καρναβαλικό ρούχο που, παλιά, κάλυπτε με εξισωτική επιτυχία σώμα και πρόσωπο ταυτόχρονα — ένα ράσο με κουκούλα. Αλλά είναι ένα ντόμινο που πάνω του μπορεί ο καθένας να προβάλλει, επίσης, μία κινούμενη μαγική εικόνα του εαυτού του, προορισμένη να θριαμβεύσει και να επαινεθεί από το κοινό σαν ένας μικρούλης γυμνός θεός, ένα Θείο μωρό που επιζητεί στοργή, χάδια, υποκλίσεις και δώρα, υποσχόμενο να κάνει ξανά και ξανά όλα εκείνα για τα οποία φτιάχτηκε: να θυμώσει, να εκραγεί, να συμπονέσει, να νουθετήσει, να αναλυθεί σε δάκρυα. Αλλά ποιος μπορεί και να κοιμηθεί με το ντόμινο που φορά στην αγορά;…
Γινόμαστε καθημερινώς μάρτυρες της λυπηρής εξόδου στην ψηφιακή πειραματική σκηνή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης πάμπολλων ανθρώπων που φωνάζουν με δέκα στόματα πως είναι αυτό που δεν υπήρξαν ποτέ. Πως πιστεύουν πράγματα που δεν τα πίστεψαν, και που δεν γινόταν να τα πιστέψουν γιατί μέχρι τώρα δα απλώς τα αγνοούσαν. Πως πολέμησαν πολέμους αγνώστους και ανύπαρκτους, και πως μάτωσαν σ' αυτούς. Πως πονεί το μέσα τους και πια δεν αντέχουν άλλο. Κάποιους, μάλιστα, από αυτούς τους ανθρώπους τούς ξέρουμε και προσωπικά —όλοι μας ξέρουμε κι από έναν τέτοιον—, τους είχαμε δει, και μάθει, από κοντά, εκτός δικτύων, και φτάνουνε φορές που η περίπτωσή τους μας πονά σαν χαλίκι στο παπούτσι, γίνονται λόγος να κοκκινίζουμε με όσα ισχυρίζονται με την επινοημένη φωνή τους… αλλά και να σκεφτόμαστε, μαζί, αν αυτό που έπαθαν υπάρχει φόβος κάποια στιγμή να το πάθουμε κι εμείς.