Οι επίπονες μεταρρυθμίσεις στη φορολογία, στο ρυθμιστικό πλαίσιο και τα εργασιακά είναι ένα πάγιο φιλελεύθερο αίτημα. Δυστυχώς, οι μεταρρυθμίσεις αυτές είναι αρκετά περίπλοκες και φέρουν μαζί τους σημαντικό πολιτικό κόστος, γεγονός που καθιστά την καθυστέρησή τους αναμενόμενη. Όμως εδώ που βρισκόμαστε σήμερα ενώπιον μίας σημαντικής μείωσης του ΑΕΠ για το 2020, η ανάγκη για τις δύσκολες μεταρρυθμίσεις είναι πολύ μεγαλύτερη διότι η διεθνής συγκυρία ίσως μας δίνει μία μοναδική ευκαιρία να χτίσουμε μία νέα και πιο ισχυρή οικονομία μετά το πέρας της πανδημίας.
Αυτή τη στιγμή υπάρχει γίνονται ευρύτατες συζητήσεις σε όλο το δυτικό κόσμο για την ανάγκη μείωσης της εξάρτησης των εφοδιαστικών αλυσίδων από την Κίνα. Δεδομένων των μεγεθών της οικονομίας μας, η Ελλάδα θα μπορούσε να είναι ένας εξαιρετικός προορισμός για τη δημιουργία νέων επενδύσεων προς την κατεύθυνση αυτή. Έχουμε αρκετό διαθέσιμο και καλά εκπαιδευμένο ανθρώπινο δυναμικό, είμαστε μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του ΝΑΤΟ και χάρη στο ευρώ έχουμε ένα σταθερό νόμισμα. Μάλιστα, τους τελευταίους μήνες και ιδιαίτερα τις τελευταίες εβδομάδες, η προβολή της κυβέρνησής μας στο διεθνή τύπο ως μία σοβαρή και και σταθερή παρουσία ενισχύει ακόμα περισσότερο το προφίλ της χώρας μας. Όμως, δυστυχώς, αυτά τα γνωρίσματα δεν αρκούν. Για να έρθουν σημαντικές νέες επενδύσεις η Ελλάδα πρέπει να διορθώσει τα χρόνια προβλήματά της.
Ας ξεκινήσουμε από τα εργασιακά. Όπως έδειξε και η χθεσινή μελέτη του Tax Foundation, η Ελλάδα έχει πολύ υψηλά μη-μισθοδοτικά κόστη στην εργασία. Μάλιστα, ένα παράδοξο που παρατηρούμε είναι ότι ενώ σαν χώρα έχουμε αναγάγει το πρόβλημα της υπογεννητικότητας σε κυρίαρχο πολιτικό ζήτημα, η φορολογία της εργασίας των εργαζομένων με παιδιά είναι η 2η μεγαλύτερη στον ανεπτυγμένο κόσμο. Είναι σαφές ότι φόροι και ασφαλιστικές εισφορές κρατούν και τους πολίτες μας φτωχότερους και την οικονομία μας λιγότερο ανταγωνιστική. Τέλος, η αβεβαιότητα των καιρών που έρχονται επιβάλλει την απορρύθμιση στα εργασιακά προκειμένου να μπορέσουν οι πληγείσες επιχειρήσεις να ανταπεξέλθουν στην έκτακτη αυτή συγκυρία.
Η βελτίωση του ρυθμιστικού πλαισίου της ελληνικής αγοράς είναι μία απαραίτητη συνθήκη για να έρθουν σοβαρά ξένα επενδυτικά κεφάλαια στη χώρα αλλά και για να απελευθερωθεί και η ελληνική επιχειρηματικότητα. Τα υπουργεία ανάπτυξης και οικονομικών έχουν πάρει ορισμένες σοβαρές πρωτοβουλίες προς τη σωστή κατεύθυνση, όμως οι προσπάθειες αυτές πρέπει να γίνουν εντονότερες παρά το πολιτικό κόστος με το οποίο συνεπάγονται. Ένα εξαιρετικό παράδειγμα είναι ο πρόσφατος περιβαλλοντικός νόμος. Ο νόμος αυτός όχι μόνο επιταχύνει τους χρόνους των περιβαλλοντικών αδειοδοτήσεων αλλά ταυτόχρονα επιτρέπει και ΣΔΙΤ προκειμένου να μειωθούν τα υπέρογκα διοικητικά βάρη που δημιουργούν πολύχρονες καθυστερήσεις σε μεγάλα επενδυτικά σχέδια. Κι όμως, αυτός ο νόμος πολεμήθηκε όσο λίγοι από τους εχθρούς της μεταρρύθμισης ακριβώς επειδή βελτιώνει αισθητά τις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας.
Για την φορολογία έχουν γραφτεί τόσα πολλά που θεωρώ πως μία ακόμη παράγραφος δεν θα προσέθετε πολλά. Το γεγονός παραμένει ότι το ελληνικό κράτος είναι πανάκριβο για αυτά που προσφέρει και πως τώρα, με τη δεδομένη δημοσιονομική χαλαρότητα που έφερε η ευρωπαϊκή ανταπόκριση στον κορονοϊό, έχουμε την ευκαιρία να διαλέξουμε ανάμεσα σε μειώσεις φόρων για όλους ή νέα επιδόματα. Πολιτικά είναι πιο επικερδές το δεύτερο. Για την οικονομία μας είναι σαφέστατα πιο επικερδές το πρώτο.
Το ότι κάθε κρίση είναι και μία ευκαιρία ίσως να είναι μία υπεραπλούστευση που λένε στους εαυτούς τους όσοι περνούν δύσκολες καταστάσεις. Στην περίπτωση της χώρας μας ενδέχεται και να ισχύει. Υπάρχει η πολιτική βούληση να μετατρέψουμε την πανδημία από καταστροφή σε αναγέννηση; Θα το γνωρίζουμε πολύ σύντομα.