Ο Οράτιος Μακ Κοϋ δεν ευτύχησε να δει το μυθιστόρημά του να γίνεται best seller στην Αμερική του ''35. Ούτε πρόλαβε να γευθεί έστω την επιτυχία του όταν το μετάφερε στον κινηματογράφο συγκινητικά η συνταρακτική ευαισθησία του Σύντνεϊ Πόλλακ. Ο τίτλος του βιβλίου ήταν «They Shoot Horses, Don''t They?» όπως ήταν η ακροτελεύτια φράση του κεντρικού ήρωα. Τον ίδιο τίτλο είχε και η ταινία του 1969 Σκοτώνουν τ''άλογα όταν γεράσουν.
Έκτοτε έγινε σλόγκαν, στιφό και πικρό μαζί σαν το μήνυμα που κουβαλάει.
Το αδυσώπητο τέλος που μπορεί να επιφυλάσσουν στους ανθρώπους οι σκοτεινές μέρες της οικονομικής κρίσης, ήταν το θέμα του Αμερικανού συγγραφέα.
Η απόγνωση για λίγα χρήματα που θα κρατήσουν άσβεστη την ελπίδα της επιβίωσης, οδηγεί σε χορευτικούς μαραθώνιους.
Είναι εξοντωτικοί διαγωνισμοί στοιχηματισμού που σώζουν -έστω πρόσκαιρα- τη ζωή όσων κερδίζουν. Το θέαμα κρατούσε μέρες, είναι ανελέητο πέρα από τα όρια της εξάντλησης για τους συμμετέχοντες. Οι περισσότεροι πέφτουν ξέπνοοι, διαλυμένοι, σαν κουφάρια αυτού που ήταν όταν ξεκίνησαν τα στροβιλίσματα για να δελεάσουν τους χορηγούς και όσους ήθελαν να ποντάρουν πάνω τους προσδοκώντας κέρδη.
Ο Οράτιος Μακ Κοϋ το φαντάστηκε με τους ανθρώπους να βγαίνουν στο σφυρί για λίγα δολάρια. Γιατί να μην ισχύει και για τα πράγματα ή για μια χώρα;
-Πόσο πάει;
-Μόνο φράγκα εφτά, αφού το θέλεις, πάρτο.
Αν σαρανταπέντε εκατομμύρια ευρώ δεν είναι “σκότωμα” τότε οι λέξεις έχουν χάσει τη σημασία τους.