Πολλοί ίσως γνωρίζουν ότι ο αγώνας για τα πολιτικά δικαιώματα των μειονοτήτων στις ΗΠΑ, ιδιαίτερα των αφροαμερικανών, δεν είναι καινούργιο φαινόμενο. Η πρώτη φάση του έκλεισε με τον εμφύλιο πόλεμο (1861-1865) που επέφερε την κατάργηση του θεσμού της δουλείας. Η δεύτερη φάση αφορούσε την κατάργηση των θεσμικών διακρίσεων ακόμα τόσο από το κράτος όσο και στην ιδιωτική οικονομική σφαίρα και έκλεισε με το Νόμο Πολιτικών Δικαιωμάτων του 1964 (Civil Rights Act of 1964). Με το πέρασμα αυτού του νόμου απαγορεύτηκαν οι διακρίσεις φυλής, φύλου, χρώματος, θρησκείας ή εθνικής καταγωγής. Είναι προφανές ότι μία συγκεκριμένη μειονότητα δεν είχε συμπεριληφθεί τότε στη νομοθεσία: η ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα.
Ο νόμος του 1964 δεν είχε συμπεριλάβει τα ΛΟΑΤΚΙ άτομα για πολλούς λόγους. Εκείνη την εποχή τα συγκεκριμένα άτομα ζούσαν σε καθεστώς καταπίεσης. Η συντηρητική αμερικανική κοινωνία τα ανάγκαζε να ζουν βίους παράλληλους, κρυφούς και μυστικούς. Με τα χρόνια όμως η κατάσταση αυτή άλλαξε προς το καλύτερο χωρίς όμως να μπορούμε να πούμε ότι οι κοινωνίες μας ωρίμασαν σε βαθμό που να τα αποδέχονται απρόσκοπτα. Αυτό, για να γίνει αντιληπτό το τι εννοώ, θα έχει επιτευχθεί όταν δεν θα αποτελεί είδηση ο σεξουαλικός προσανατολισμός ενός πολιτικού, ενός φίλου, ή ενός συνεργάτη μας.
Προχθές (15-6-2020) το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ έγραψε ιστορία με την απόφαση Μπόστοκ εναντίον της Κομητείας του Κλέιτον (Bostock vs. Clayton County, Georgia) να επεκτείνει την προστασία του Νόμου Πολιτικών Δικαιωμάτων του 1964 από διακρίσεις βάσει φυλετικής ταυτότητας και σεξουαλικού προσανατολισμού. Το ιστορικό της υπόθεσης έχει ως εξής: Ο Τζέραλντ Μπόστοκ ήταν υπάλληλος της Κομητείας του Κλέιτον, κάτι αντίστοιχο του δικού μας δημοτικού υπαλλήλου, από το 2003. Με καλές αποδόσεις και χωρίς να έχει δώσει δικαιώματα στη δουλειά του, στις αρχές του 2013 αποφάσισε να συμμετάσχει σε μία λίγκα του σόφτμπολ (ένα άθλημα-παραλλαγή του μπέιζμπολ) αποτελούμενη από γκέι άνδρες. Τον Απρίλιο της ίδιας χρονιάς η Κομητεία του Κλέιτον, που βρίσκεται κοντά στην Ατλάντα, πραγματοποίηση έλεγχο των δαπανών τις οποίες ήλεγχε ο Μπόστοκ και τον απέλυσε με αιτιολογία “ανάρμοστη συμπεριφορά για υπάλληλο της κομητείας”.
Τα κατώτερα δικαστήρια απεφάνθησαν ότι αφού ο νόμος περί πολιτικών δικαιωμάτων δεν απαγορεύει ρητά τις διακρίσεις βάσει σεξουαλικού προσανατολισμού πως η απόλυση του Μπόστοκ ήταν νόμιμη. Όμως, το ανώτατο δικαστήριο με πλειοψηφία (6-3) αντέστρεψε αυτές τις αποφάσεις με ένα πολύ ενδιαφέρον σκεπτικό. Σύμφωνα με την απόφαση του δικαστηρίου, την οποία συνέγραψε ο Νeil Gorsuch, “σκεφτείτε ένα παράδειγμα ενός εργοδότη με δύο υπαλλήλους οι οποίοι έλκονται από άνδρες. Τα δύο αυτά άτομα είναι, στο μυαλό του εργοδότη, ισάξια από κάθε άποψη εκτός του ότι ο ένας είναι άνδρας και η άλλη γυναίκα. Αν ο εργοδότης απολύσει τον άνδρα υπάλληλο χωρίς καμία δικαιολογία πέραν του ότι έλκεται από άνδρες, ο εργοδότης διακρίνει εις βάρος του για χαρακτηριστικά ή δράσεις που ανέχεται από τη γυναίκα συνάδελφό του”.
Με το σκεπτικό αυτό γίνεται σαφές ότι δεν γίνεται κάποιος να διακρίνει εις βάρος κάποιου για λόγους που αφορούν τον σεξουαλικό του προσανατολισμό χωρίς ταυτόχρονα να διακρίνει εις βάρος του και για λόγους που αφορούν το φύλο του - το οποίο ήδη απαγορεύεται.
Μία πολύ ενδιαφέρουσα παράμετρος της ιστορικής απόφασης έχει να κάνει και με μία “αιώνια” διαμάχη μεταξύ των αμερικανών συνταγματολόγων. Στο ένα στρατόπεδο βρίσκονται συνήθως συντηρητικοί δικαστές που πιστεύουν ότι νόμος είναι μόνο ο γραπτός νόμος και η ερμηνεία του πρέπει να γίνεται αποκλειστικά βάσει των γραπτών του. Στο άλλο στρατόπεδο είναι συνήθως προοδευτικοί δικαστές που υποστηρίζουν ότι πέρα από τον γραπτό νόμο οι δικαστές πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους και τους στόχους που ήθελε να επιτύχει ο εκάστοτε νόμος που καλούνται να εφαρμόσουν. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπως γράφει και ο έγκριτος νομικός Ίλια Σόμιν, η επέκταση της προστασίας από διακρίσεις σε ζητήματα σεξουαλικού προσανατολισμού και ταυτότητας φύλου είναι δόκιμη από την πλευρά που εξετάζει μόνο τα γραπτά και αδόκιμη από την πλευρά που εξετάζει τις προθέσεις.
Ανεξάρτητα της πλευράς που παίρνει ο καθένας στο συγκεκριμένο νομικό ντιμπέιτ, η προχθεσινή απόφαση του ανωτάτου δικαστηρίου δείχνει έναν δρόμο για την ισονομία των ΛΟΑΤΚΙ συνανθρώπων μας που ξεπερνά την ανάγκη δημιουργίας ατέρμονων υποπεριπτώσεων στη νομοθεσία κάθε χώρας.