Το σενάριο που έλεγε ότι η επόμενη χρονιά θα κυλήσει όπως η φετινή φαινόταν ακραίο. Μέχρι που η αναζωπύρωση της πανδημίας, το βάθος της κρίσης και το σταθερά θολό τοπίο γύρω από το εμβόλιο, το έκαναν να δείχνει λιγότερο απίθανο.
Αν η αύξηση των κρουσμάτων που ζει σήμερα η Ευρώπη συνεχισθεί με τον ίδιο ρυθμό και τους πρώτους μήνες του 2021 (οπότε η πίεση στα συστήματα υγείας θα αυξηθεί ανάλογα), η επιβολή όλο και αυστηρότερων περιοριστικών μέτρων θα είναι μονόδρομος. Σε μια τέτοια περίπτωση, η οικονομία θα υποστεί μεγάλες απώλειες και κατά τον επόμενο χρόνο, έστω και αν δεν πάμε σε γενικό lockdown, όπως αποφάσισε η Ιρλανδία, αλλά σε ηπιότερες μορφές καραντίνας. Τυχόν μάλιστα επιβεβαίωση της εκτίμησης του προέδρου Μακρόν ότι “θα πρέπει να ζήσουμε με τον κορονοϊό μέχρι το ερχόμενο καλοκαίρι”, ενισχύει τα σενάρια για ύφεση μέχρι και το πρώτο εξάμηνο του επόμενου χρόνου. Σε μια τέτοια περίπτωση, το 2021 θα κλείσει με ισχνή ανάκαμψη ή ακόμη και με αρνητικό πρόσημο.
Ειδικά για τη Χώρα μας, αν ο ιός δεν νικηθεί μέχρι τότε, πέρα από τις άλλες απώλειες, θα δούμε και τα έσοδα από τον τουρισμό να περιορίζονται ξανά δραματικά. Αλλά και οι εξαγωγές μας πόσο καλά θα μπορούν να πάνε, με δεδομένο ότι τα εισοδήματα στις χώρες προορισμού θα είναι μειωμένα και το παγκόσμιο οικονομικό κλίμα θα χαρακτηρίζεται από αβεβαιότητα.
Πρέπει να επισημάνουμε ότι η Ευρώπη δεν έχει ζήσει ακόμη τις οικονομικές επιπτώσεις του πρώτου κύματος, στην πραγματική τους έκταση. Σε όλες τις χώρες, ειδικά του Νότου (που έχουν πληγεί περισσότερο), οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά βρίσκονται ”στην πρίζα” και σε σημαντικό βαθμό ζουν με “τεχνητές αναπνοές”. Στηρίζονται στην κρατική ρευστότητα, που στην περίπτωση της Ελλάδας ξεπερνά τα 20 δισ. ευρώ. Όμως, οι τεχνητές αναπνοές έχουν έννοια μόνο αν ακολουθήσει η επάνοδος της πραγματικής οικονομίας στην κανονικότητα και μάλιστα σε εύλογο διάστημα. Γι’ αυτό, ο χρόνος γίνεται μια κρίσιμη παράμετρος. Γι’ αυτό σφίγγει διαρκώς ο κλοιός, αφήνοντας όλο και μικρότερα περιθώρια αντίδρασης.
Επίσης, η ρευστότητα αυτή δεν είναι ανεξάντλητη. Χορηγείται για να στηρίξει προσωρινά την οικονομία, με την προσδοκία ότι μετά από κάποιο εύλογο διάστημα θα γυρίσουμε στην κανονικότητα.
Ειδικά σε οικονομίες, όπως η ελληνική, με χρέος μια ανάσα από το 200%, εφόσον παραταθεί η πανδημία, είναι πιθανό το κράτος να μην έχει το 2021 τις ίδιες δημοσιονομικές αντοχές με αυτές που έχει φέτος.
Ας δούμε που βρίσκεται η δική μας οικονομία σήμερα. Μέχρι στιγμής, οι απώλειες του 2020 δείχνουν ιδιαίτερα υψηλές. Σύμφωνα με μελέτη της Εθνικής Τράπεζας, ο συνολικός τζίρος των επιχειρήσεων μας θα είναι κατά 50 δισ. μικρότερος και θα τους στερήσει κεφάλαιο κίνησης πάνω από 30 δις. Τα έσοδα από τον τουρισμό θα είναι 14 δις λιγότερα από τον προηγούμενο χρόνο. Το ΑΕΠ θα μειωθεί κατά 9%, το κρατικό έλλειμμα θα ανέβει στο 10% του ΑΕΠ, η ανεργία στο 20%, το χρέος θα ξεπεράσει τα 330 δις.
Αν δεν υπήρχαν οι πρωτόγνωρες σε έκταση κρατικές ενισχύσεις, τα πράγματα θα ήταν πολύ χειρότερα. Σήμερα η επιβίωση ενός πολύ μεγάλου αριθμού νοικοκυριών και επιχειρήσεων συνδέεται άμεσα με τις κρατικές ενισχύσεις, που όμως δεν μπορούν να συνεχισθούν με την ίδια ένταση. Ας μην ξεχνάμε ότι τα χρήματα των ενισχύσεων αυτών προέρχονται μέχρι στιγμής κατά κύριο λόγο από δανεισμό. Όμως, το χρέος μας είναι ήδη πολύ υψηλό και δεν είναι εφικτό να διευρύνεται συνέχεια. “Ακούγεται” για παράδειγμα. ότι τα χρήματα που θα χορηγηθούν με τους νέους κύκλους της επιστρεπτέας προκαταβολής, θα είναι λιγότερα από εκείνα των προηγούμενων κύκλων.
Είναι βέβαιο άλλωστε ότι η ΕΕ, όταν θα «ηρεμήσουν κάπως τα πράγματα», θα «θυμηθεί» το Σύμφωνο Σταθερότητας και τότε θα μας επιβάλλει ξανά τους γνωστούς περιορισμούς για χρέος και πρωτογενή πλεονάσματα, πιθανώς από το 2022 και μετά. Γι’ αυτό και η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική του 2021 δεν μπορεί να είναι τόσο γενναιόδωρη όσο το 2020.
Να μην ξεχνάμε, ακόμη, ότι στην περίπτωση της Ελλάδας, έχουν επενδυθεί πολλές προσδοκίες στο Ταμείο Ανάκαμψης, το οποίο όμως δεν φαίνεται να ενεργοποιείται με την επιβαλλόμενη ταχύτητα. Για παράδειγμα, η επίτευξη της τελικής συμφωνίας που είχε προγραμματισθεί να ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου, έχει ήδη μετατεθεί για τις αρχές Νοεμβρίου. Όπως δείχνουν τα πράγματα, στο καλό σενάριο, η εκταμίευση των πρώτων κονδυλίων (10% του συνολικού που δικαιούμαστε), ίσως να πραγματοποιηθεί μεταξύ δευτέρου και τρίτου τριμήνου του 2021.
Το κακό είναι ότι ο ιός “όλο μας ξεφεύγει”. Το Φεβρουάριο του 2020 πιστεύαμε ότι η πανδημία θα έχει ελεγχθεί ως το Καλοκαίρι. Τον Ιούνιο της “δώσαμε” περιθώριο ως το Φθινόπωρο. Τώρα βλέπουμε ότι εξαπλώνεται ανεξέλεγκτη, παρά την εμπειρία της πολύμηνης διαχείρισης της. Και παρ’ ότι όλοι είμαστε περισσότερο προετοιμασμένοι γι’ αυτό το δεύτερο κύμα, φαίνεται ότι δεν τα καταφέρνουμε αρκετά να περιορίσουμε τον ιό. Χάνουμε πολύτιμο χρόνο και έτσι στενεύουν τα περιθώρια για να σταματήσουμε την αιμορραγία που προκαλεί στην οικονομία μας. Γι’ αυτό, πρέπει να εντείνουμε τις προσπάθειες μας, τουλάχιστον εκεί που μπορούμε. Να αξιοποιήσουμε αποτελεσματικά και χωρίς καθυστέρηση κάθε διαθέσιμο πόρο από δανεικά, από ευρωπαϊκά προγράμματα και ενισχύσεις, από την ΕΚΤ. Να ολοκληρώσουμε ταχύτατα τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Να προσελκύσουμε επενδύσεις. Να περιορίσουμε τα εμπόδια που δεν αφήνουν την οικονομία μας να “ανοίξει φτερά”. Καθυστερήσεις και λάθη απαγορεύονται.
* Ο Μιχάλης Γκλεζάκος είναι Καθηγητής Χρηματοοικονομικής στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς