Σκεφτείτε ότι ζείτε σε μία χώρα που η πλειοψηφία του πληθυσμού είτε εργάζεται είτε εξαρτάται η επιβίωσή της από το κράτος. Η κυβέρνησή της αποφασίζει σχεδόν τα πάντα σχετικά με την οικονομική δραστηριότητα, από τα ωράρια των καταστημάτων και τις τιμές των ενοικίων μέχρι και το πότε, που, πως και πόσο θα πωλούνται χιλιάδες προϊόντα. Τα σύνορά της είναι κλειστά, οι πολίτες της δεν μπορούν εύκολα να ταξιδέψουν όποτε θέλουν στο εξωτερικό, ενώ ισχύουν απαγορευτικά κυκλοφορίας στο εσωτερικό. Πιθανότατα έχετε καταλάβει ότι η περιγραφή αυτή, λίγο ή πολύ, ταιριάζει στις περισσότερες χώρες του πλανήτη αυτή τη στιγμή. Όμως, όλα τα παραπάνω περιγράφουν σε μεγάλο βαθμό και τις χώρες του ανατολικού μπλοκ του 20ου αιώνα… μόνο που τότε δεν είχαν πανδημία, είχαν απλώς κομμουνισμό!
Η κυβέρνηση, από ανάγκη, αποφάσισε να παρέμβει περισσότερο από κάθε άλλη φορά στην οικονομική δραστηριότητα τους τελευταίους μήνες. Όμως, η ώρα της κριτικής για αυτή την επιλογή, που κατά πάσα πιθανότητα δεν ήταν μονόδρομος, σίγουρα δεν είναι τώρα. Αντίθετα, για όσο καιρό περιμένουμε το εμβόλιο καλό θα ήταν να αναλογιστούμε πόσο πολύτιμες ήταν οι ελευθερίες που ακόμα και κουτσουρεμένες απολαμβάναμε πριν την πανδημία. Και πρέπει να τις αναλογιστούμε όχι μόνο για παρηγοριά, αλλά και επειδή ο κίνδυνος να τις απωλέσουμε, έστω κάποιες από αυτές, μετά την πανδημία είναι υπαρκτός.
Πλέον γνωρίζουμε από τα επίσημα οικονομικά στοιχεία που καταγράφονται παγκοσμίως ότι την οικονομική κρίση του 2020 δεν την προκαλούν τα lockdown. Το ξέρουμε αυτό γιατί η ύφεση που επιφέρει η πανδημία άγγιξε ολόκληρο τον πλανήτη, ασχέτως του αν και για πόσο η κάθε χώρα επέβαλε αυτό το ακραίο μέτρο. Όμως, γνωρίζουμε ότι τα lockdowns επιδεινώνουν την οικονομική κατάσταση των χωρών που τα εφαρμόζουν, και το κάνουν αυτό για να περισώσουν ζωές ανθρώπων που θα χάνονταν.
Οι εγκλεισμοί, τα κλειστά καταστήματα, τα click away, είναι λύσεις ανάγκης, δεν είναι ο τρόπος με τον οποίο θέλουμε αύριο, μετά το εμβόλιο, να γίνει η νέα κανονικότητα. Οι λόγοι για αυτό είναι πολλοί, άλλοι συναισθηματικοί, άλλοι κοινωνικοί, και αρκετοί οικονομικοί. Κατά τη διάρκεια του lockdown τα κόστη της κάθε συναλλαγής αυξάνονται. Αν κάποιος θέλει σήμερα να πάρει ένα δώρο Χριστουγέννων για κάποιο μέλος της οικογένειάς του, πρέπει να ψάξει στο διαδίκτυο, να πάρει τηλέφωνο στο κατάστημα της επιλογής του για να ελέγξει ότι το προϊόν που θέλει υπάρχει σε απόθεμα, να ολοκληρώσει την παραγγελία του, να κλείσει ραντεβού για την παραλαβή και μετά να λάβει και ένα μήνυμα ώστε να είναι καλυμμένος σε περίπτωση ελέγχου. Κάθε βήμα που περιγράφω παραπάνω που δεν θα ίσχυε σε κανονικές συνθήκες είναι κάτι που θα θέλουμε να απαλλαγούμε όταν έρθει η κανονικότητα.
Το θέμα όμως είναι ότι αν συμφωνήσουμε σε αυτή τη λογική, δεν υπάρχει κανένας λόγος να σταματήσουμε μόνο στα μέτρα που πάρθηκαν για να αντιμετωπίσουν την υγειονομική κρίση του Covid-19. Στην ελληνική οικονομία υπάρχουν χιλιάδες τέτοια περιττά βήματα που οι επιχειρηματίες, οι εργαζόμενοι, οι ελεύθεροι επαγγελματίες, οι ιδιοκτήτες ακινήτων καλούνται καθημερινά να υπερβούν προκειμένου απλά να κάνουν τη δουλειά τους. Αυτά τα περιττά εμπόδια, που πηγάζουν από τη δομή του δημοσίου τομέα, τη γραφειοκρατία, την πολυνομία και την κακονομία, είναι που πρέπει να επανεξετάσουμε και να μεταρρυθμίσουμε σαν να μην υπάρχει αύριο μόλις έρθει το εμβόλιο.
Ο λόγος πρέπει να είναι προφανής. Όταν μιλάμε για την ανάγκη μεταρρυθμίσεων, δεν το κάνουμε για να εκδικηθούμε τους δημοσίους υπαλλήλους, τους πολιτικούς ή τους γραφειοκράτες σε προσωπικό επίπεδο. Το κάνουμε γιατί το ρυθμιστικό περιβάλλον και ο δημόσιος τομέας της χώρας επιβαρύνουν την ανάπτυξη, την πρόοδο και την ευημερία με άπειρα, άλλοτε μικρά και άλλοτε μεγάλα, κόστη στις συναλλαγές μας. Καιρός να τελειώσει και αυτό το lockdown.