Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Επί δύο κείμενα στη σειρά, προσπάθησα να κοιτάξω μέσα στην κρυστάλλινη σφαίρα μου για να δω πώς θα είναι τα πράγματα αύριο — και κυρίως μεθαύριο. Μέσα σε ποιο περιβάλλον θα κινούμαστε προσπαθώντας να τα βγάλουμε πέρα, αυτό δηλαδή που κάνουμε μια ζωή. Έτσι, είδα ότι εμείς οι Ευρωπαίοι δεν θα προλάβουμε να προβούμε στις απαραίτητες εκείνες δράσεις που, μόνες αυτές, θα μπορούσαν να μας βγάλουν από τη λάσπη του μέλλοντος, ενός μέλλοντος που παρ' ελπίδα θα μας βρει επίσης διαιρεμένους και ανάδελφους, ενώ, από την άλλη, σιγουρεύτηκα ότι όλα τα προβλήματα που έχουμε σήμερα πρόκειται ασφαλώς να ενταθούν, και μάλιστα σε βαθμό που δεν μπορεί, και δεν θα ήταν φρόνιμο, να μας κάνει να νιώθουμε ασφαλείς. Δεν θα ήταν κομψή τόση αριστοκρατική αμεριμνησία, τόση υπεράνω coolness.
Επέλεξα να μην κάνω λεπτομερή καταγραφή ούτε όσων ανομημάτων μας συνετέλεσαν σε αυτό (επαναλαμβάνω: ανομήματα ημών των Ευρωπαίων — εδώ μιλώ μόνο για την πατρίδα μου, την Ελλάδα, και τη χώρα μου, την Ευρώπη, δεν έχω αλλού συμφέροντα), ούτε των προβλημάτων που βιώνουμε και που (το ξαναλέμε) θα ενταθούν, για να μην πούμε ότι θα γιγαντωθούν. Και αυτά άλλωστε που είπα, τα πρόχειρα και ενδεικτικά, είναι υπεραρκετά. Δυστυχώς.
Προσέθεσα πάντως πως «όλες οι προσπάθειες που καταβάλλονται σήμερα, καταβάλλονται γιατί έτσι πρέπει να κάνει κανείς — πάντα πολεμάς μέχρι να κουραστείς, ή να πέσεις. Και ακόμα δεν έχουμε κουραστεί απολύτως». Ένας καλός φίλος μάλιστα, μεταξύ αυτών που σχολίασαν τα κείμενα, μου ανέφερε —και χάρηκα πολύ— τα λόγια του Κωνσταντίνου Τσάτσου, ένα-δυο χρόνια πριν πεθάνει: «Έχω κλείσει τον κύκλο μου», έγραφε, «δεν έχω πλέον ματαιοδοξίες και επιδιώξεις, και πονάει το σώμα μου — και όμως, κάθε πρωί σηκώνομαι από τις 6 και αρχίζω τη δουλειά. Γιατί; Διότι μια φωνή μέσα μου μου λέει, “Εκεί, έχεις χρέος να εργαστείς μέχρι την τελευταία σου στιγμή”». Κι ένας άλλος φίλος τόνισε εμφατικά: «Όμως αφενός όλα αυτά απλώς ΔΕΝ γίνεται να συμβούν όλα μαζί και αφετέρου ΓΙΑ ΟΛΑ αυτά υπάρχει παγκόσμια συζήτηση (και κόντρες, τρελές) πολιτικών και ειδικών, γόνιμος προβληματισμός και αποφάσεις και δράσεις (που ίσως δεν γνωρίζουμε ή δεν κατανοούμε σε βάθος)». Κι ένας τρίτος, πάλι, μου θύμισε ότι, όχι, δεν είναι μόνο ο Τσάτσος, και δεν είναι μόνο οι πολιτικοί και οι ειδικοί: «Μπορεί όλα να είναι μαύρα κι άραχλα, όμως εμείς, οι μικροί και λίγοι, δεν παραιτούμαστε», έγραψε — και τον ευχαριστώ θερμά.
Γιατί, ναι, κάπως έτσι είναι τα πράγματα με την Ευρώπη, όπως τα είπαμε και όπως τα ξέρουμε —είναι άσχημα, μη γελιόμαστε—, και κάπως έτσι θα συνεχίσουν —ακόμη πιο θλιβερά, ακόμη πιο δύσκολα, με ακόμη πιο πολύ αίμα και πόνο, και με πολύ περισσότερο διάχυτο και ενσαρκωμένο μίσος στις γειτονιές της πόλης—, αλλά και πάλι: και η Ευρώπη, και εμείς, και όλοι, ο καθένας από εμάς, τους μικρούς και λίγους, απλώς θα συνεχίσουμε, και θα παλεύουμε, και θα εργαζόμαστε για να καλαφατίσουμε τις τρύπες στη σανίδωση του σκάφους: γιατί πάντα πολεμάς μέχρι να κουραστείς, ή μέχρι να πέσεις και να πεθάνεις — και εμείς ακόμα δεν έχουμε πεθάνει. Ούτε η χώρα μας, η Ευρώπη. Ούτε οι πατρίδες μας.
Ίσα-ίσα: όλοι εμείς, οι μικροί και λίγοι, οι σπουδαίοι και οι τρανοί, θα συνεχίσουμε να ζούμε, να εργαζόμαστε, να κοινωνικοποιούμαστε, να αγαπάμε — και να επιδιώκουμε την ευτυχία, όπως την ορίζει ο καθένας από εμάς, και τον πλούτο, επίσης όπως τον ορίζει ο καθένας από εμάς. (Παραδείγματος χάριν, ευτυχία για μένα είναι να είμαι σε θέση κάθε Κυριακή να παίρνω πρωινό έξω, οικογενειακώς, ξεφυλλίζοντας ξένα χάρτινα περιοδικά. Και πλούτος επίσης).
Γιατί αυτό, το να συνεχίζουμε, είναι το χρέος μας, και μαζί η καταφυγή μας.
Ναι, ό,τι διαφορετικό και να σας πει οποιοσδήποτε, ακόμη και ο εαυτός σας, η αλήθεια είναι αυτή: έχουμε χρέος να εργαστούμε μέχρι την τελευταία μας στιγμή. Και αυτό είναι ωραίο! Όπως έχουμε χρέος (δηλαδή: είμαστε υποχρεωμένοι, δεν μας παίρνει αλλιώς, πώς να το πω) να ζήσουμε ως τα μπούνια μέχρι την τελευταία μας στιγμή, πάνω στο πρόστεγο, σκαλίζοντας με το βλέμμα τη γραμμή του ορίζοντα, και πάνω από αυτήν. Γιατί, αν σημαίνει κάτι για τον άνθρωπο το «ζω», σημαίνει μόνο τούτο — σημαίνει μόνο κοιτώ ψηλά: κοιτώ μπροστά, κοιτώ ψηλά, κοιτώ τ' αστέρια, και πέρα από αυτά. Σημαίνει πως υπάρχει ακόμη κάτι που δεν το έχω δει, δεν το έχω ακουμπήσει, δεν το έχω μυρίσει, δεν το έχω πατήσει, δεν το έχω ταξιδέψει, διαβάσει, τραγουδήσει, οικειοποιηθεί, ακόμη-ακόμη και σκοτώσει: είμαστε κυνηγοί, πώς να γίνει. Όλη μας η ορμή, η ορμή της ζωής μας, ο πυρήνας μας, η ουσία μας, είναι η διάθεση να κατακτήσουμε αυτό το «κάτι» (που μπορεί να είναι μια νέα μελωδία, μια ιδέα για ένα βιβλίο, η μαγειρική, η ανακάλυψη ενός φαρμάκου? ή η εκτόξευση ενός πυραύλου για τον Άρη? οτιδήποτε). Και μετά να βρίσκουμε ακόμη ένα άλλο «κάτι». Και ούτω καθεξής.
Δεν θα ξεφύγουμε από την κοινή ανθρώπινη μοίρα μας — αλλιώς τι μοίρα θα 'τανε; Και δεν θα ξεφύγουμε βέβαια ούτε από την κοινή ευρωπαϊκή μας μοίρα. Θα τη ζήσουμε αναπότρεπτα μέχρι το τέλος: είτε το δικό μας, το φυσικό (που για κάποιους από εμάς θα έρθει ασφαλώς πρώτο), είτε αυτής τής ίδιας τής Ευρώπης — το πολιτισμικό. Που θα έρθει, κι αυτό, με τον καιρό του. Και θα 'χει τα μάτια τους.
Τίποτε δεν ζει για πάντα. Και η μεγάλη κοινή μας χώρα, η χώρα που έχει δώσει τα πάντα παντού (ναι, μη μου πείτε ότι όμως έκανε και κακά, δεν είμαι χριστιανός για να με πληγώσει αυτό το γεγονός — το κακό είναι μέρος του παιχνιδιού, ησυχάστε), η Ευρώπη λοιπόν θα 'ρθει στιγμή που θα ξέρουμε όλοι ότι εξεμέτρησε τον βίο της. Και θα 'ναι καλά και τότε, όποτε και να γίνει αυτό — δυο-τρεις γενιές μετά; ποιος μπορεί να πει. Η ζωή τα χωρά όλα. Έχουν γίνει πολύ χειρότερα πράγματα στο παρελθόν. Κι αυτό το τελευταίο κεφάλαιο ακόμη, ας το ξαναπούμε, έχει πολύ (πλην ανηφορικό) δρόμο μέχρι να κλείσει.
Οπότε, και για να κλείσουμε κι εμείς σιγά-σιγά, ναι: (α΄) ετοιμαστείτε για μεγάλες, επί τα χείρω, αλλαγές, (β΄), δουλέψτε σκληρά και χαρείτε όσο γίνεται μέχρι τότε, δηλαδή μέχρι πάντοτε, (γ΄), πάρτε κάνα βιβλίο τώρα τις Γιορτές, (δ΄), διαβάστε το και (ε΄) μη χολοσκάτε: είμαστε μεν αθύρματα των ιστορικών κυμάτων, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να καβαλήσουμε αυτό το κύμα μέχρι να σπάσει στα βράχια: ίσα-ίσα, αυτό ακριβώς θέλει να μας πει η ιστορία: να καβαλήσουμε αυτό το κύμα μέχρι να σπάσει στα βράχια.
Έτσι πάει. Κι ας σας φαίνονται γλυκερά όλα αυτά, ακόμη καλύτερα.
ΥΓ. Βλέπω πως έγραψα πριν: «Τίποτε δεν ζει για πάντα». Λοιπόν, όταν ήμουν δέκα χρονών, το 1973, είχαμε στο σπίτι εκείνο το βιβλίο της Οριάνα Φαλάτσι, το «Αν ο ήλιος πεθάνει…» από τις εκδόσεις ΒΙΠΕΡ (απροπό, ΒΙΠΕΡ σημαίνει ΒΙ-βλία ΠΕΡ-ιπτέρου). Τότε λοιπόν διάβαζα και ξαναδιάβαζα το βιβλίο, κάθε βράδυ κι από λίγο, ξανά και ξανά, και είχα αγχωθεί πολύ, δεν μπορούσα να κοιμηθώ, ξυπνούσα μέσα στη νύχτα γιατί με είχε πιάσει φόβος, πραγματικός φόβος, ένα παιδικό Angst: «Τι στο καλό θα κάνουμε αν πεθάνει ο ήλιος;» Μετά μεγάλωσα, και το ξέχασα. Και μου έφυγε ο πόνος. Τώρα πια, που μεγάλωσα πολύ περισσότερο, ξέρω: ναι, ο ήλιος θα πεθάνει — όχι «αν»: θα πεθάνει μετά βεβαιότητος. Και τις ωραίες εκείνες ημέρες θα τον κοιτάμε κοιτώντας ψηλά, τυλιγμένοι με κασκόλ να μην κρυώνουμε, αγκαλιασμένοι και ανοίγοντας σαμπάνιες.
Κάπου θα τις ξετρυπώσουμε, δεν μπορεί.