Την τελευταία δεκαετία σε διάφορες χώρες του κόσμου, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, είδαμε την εκλογή κυβερνήσεων από τη λεγόμενη ψήφο διαμαρτυρίας ή αλλιώς την αντισυστημική ψήφο. Σε φυσιολογικές συνθήκες, οι κυβερνήσεις αυτές εργαλειοποίησαν το θυμό μερίδας του κόσμου για να εδραιωθούν στην εξουσία. Άλλοτε συμβιβάστηκαν με το κατεστημένο και άλλοτε δημιούργησαν πολιτικές κρίσεις για να υπερασπιστούν τον προεκλογικό τους λόγο. Όμως, είναι βιώσιμες αυτές οι κυβερνήσεις σε περιόδους έκτακτης ανάγκης;
Το λαϊκιστικό κίνημα των 2010’s πέτυχε σημαντικές νίκες στις ΗΠΑ, τη Βρετανία, την Πολωνία, την Ουγγαρία και την Ελλάδα. Η συνταγή τους ήταν κοινή. Διχασμός του εκλογικού σώματος, ακραίος πολιτικός λόγος, αναζήτηση εγχώριων και ξένων εχθρών. Αρκετά συχνά επιδόθηκαν στη συνομωσιολογία και στράφηκαν κατά ξένων χωρών και εγχώριων παραγόντων.
Έχοντας ως αφορμή την πανδημία, είναι εύλογο να αναρωτιέται κανείς πως οι κυβερνήσεις αυτές αντέχουν στο χρόνο. Στις ΗΠΑ για παράδειγμα, σύμφωνα με δημοσκόπηση της Gallup, τέσσερις στους δέκα θεωρούν ότι ο πρόεδρος δεν χειρίζεται σωστά την κρίση της πανδημίας. Αν σε αυτό προσθέσουμε τον διχασμό που έχει προκαλέσει ο ίδιος με τα τερτίπια του στο twitter, τη σκληρή γλώσσα που χρησιμοποιεί για τους πολιτικούς του αντιπάλους και την κρίση εμπιστοσύνης στους θεσμούς που έχει προκληθεί από τα σκάνδαλα που τον περιτριγυρίζουν, είναι εύλογο το να συναισθανεί κανείς τον προβληματισμό, τον φόβο και τον πανικό που πρέπει να νιώθουν οι ψηφοφόροι των δημοκρατικών σε μία ώρα ύψιστης πολιτικής και οικονομικής κρίσης.
Αντίστοιχα συναισθήματα σίγουρα εκτρέφουν και οι ευρωπαίοι λαϊκιστές στις χώρες τους. Εξάλλου, τα λαϊκιστικά κόμματα ουδέποτε στηρίχθηκαν στη συγκαταβατικότητα, τον πολιτισμένο διάλογο, και τη λεγόμενη “αστική ευγένεια”. Αντίθετα, η πορεία τους προς την εξουσία βασίστηκε στο γκρέμισμα της εμπιστοσύνης των πολιτών προς τα μέσα ενημέρωσης και τους πολιτειακούς θεσμούς. Σήμερα λοιπόν, που τα κύρια εργαλεία των κρατών για την πρόληψη και την αντιμετώπιση της πανδημίας είναι αυτά ακριβώς που οι λαϊκιστές πολεμούσαν με λυσσαλέο μίσος όλα αυτά τα χρόνια, έρχεται η στιγμή των άβολων διαπιστώσεων.
Οι λαϊκιστές, τόσο της δεξιάς όσο και της αριστεράς, σήμερα στρέφονται προς σωτηρία των χωρών τους σε εκείνα τα κέντρα που οι ίδιοι αμφισβητούσαν. Σε καμία περίπτωση δεν λέει κανείς εδώ ότι τόσα χρόνια τα μέσα ενημέρωσης ή οι πολιτειακοί θεσμοί λειτουργούσαν τέλεια, όμως υπάρχει μία ισχυρή αίσθηση τραγικής ειρωνίας στην όλη κατάσταση. Ο Τραμπ, για να καταπολεμήσει τον κορονοϊό - πράγμα που χρειάζεται και για την επανεκλογή του - βασίζεται στα δημοφιλέστερα μέσα ενημέρωσης και τον βάλτο (όπως αποκαλούσε το καταστημένο) της Ουάσινγκτον.
Κάτι αντίστοιχο θα βλέπαμε και αν είχαμε ακόμα την ελληνική έκδοση του λαϊκισμού στην εξουσία, δηλαδή τους συριζανελ. Ξαφνικά η αστυνομία από εκεί που ήταν ταξικός εχθρός θα γινόταν καλή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα από δανειστής θα γινόταν αρωγός αλληλεγγύης, και η Ε.Ε. από νεοφιλελεύθερη νομεκλατούρα θα γινόταν ο πολυτιμότερος σύμμαχος.
Οι λαϊκιστές, παρά τις επιτυχίες τους, είναι καταδικασμένοι να πληρώνουν για πάντα το τίμημα της ανέλιξής τους στην εξουσία. Όταν σπέρνεις διχασμό και αντισυστημικότητα, όταν θα έρθει η κρίσιμη ώρα που η χώρα σου θα χρειάζεται ομοψυχία και συστημική υποστήριξη, μένεις μόνος. Ευτυχώς το γλυτώσαμε αυτό.