Ο ρεπουμπλικάνος γερουσιαστής από το Κεντάκι Ραντ Πολ, τον οποίο φιλοξένησε το ΚΕΦίΜ στην Αθήνα το 2017, είχε δημιουργήσει μία πολύ ενδιαφέρουσα πολιτική παράδοση. Κάθε χρόνο, τουλάχιστον μέχρι και το 2016, στο τέλος του οικονομικού έτους υπέγραφε μία τεράστια επιταγή προς το λογιστήριο του κράτους. Πάνω της αναγραφόταν το ποσό που δεν χρησιμοποίησε από τον προϋπολογισμό λειτουργίας του γραφείου του. Στην πρώτη του θητεία, από το 2011 έως το 2017, ο Πολ «επέστρεψε» στους αμερικανούς φορολογουμένους το αξιοσημείωτο ποσό των 3 εκατομμυρίων δολαρίων.
Αυτή η στάση, φυσικά, δεν αποτελεί μόνο εξαίρεση αλλά και πρώτης τάξεως είδηση. Κάθε χρόνο τα μέσα ενημέρωσης κάλυπταν την παρουσίαση της γιγαντιαίας επιταγής στο προαύλιο της Γερουσίας με πλήθος δημοσιογράφων, φωτορεπόρτερ και τηλεοπτικών καναλιών. Η κίνηση του Πολ προκαλούσε μεγάλη αίσθηση γιατί ο κανόνας της διαχείρισης του δημοσίου χρήματος, είτε μιλάμε για την Αμερική είτε για την Ελλάδα είτε για την Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι ότι οι λειτουργοί πρέπει να ξοδέψουν τουλάχιστον όλα τα χρήματα που τους έχουν κατανεμηθεί.
Σε πολλές χώρες και κρατικούς οργανισμούς, η ανάγκη αυτή γίνεται περισσότερο αντιληπτή κατά το τελευταίο τρίμηνο της χρονιάς. Αν παρ’ελπίδα τα ταμεία ενός κρατικού οργανισμού διαθέτουν περισσότερα χρήματα από αυτά που έχουν ήδη διατεθεί, ο μηχανισμός του συγκεκριμένου οργανισμού αφιερώνει τις προσπάθειές του στο να δαπανηθεί όλο το ποσό που έχει προβλεφθεί. Αν τυχόν δεν τα καταφέρει, τότε η αίσθηση που επικρατεί είναι αυτή της αποτυχίας.
Στον ιδιωτικό τομέα τα κίνητρα είναι ακριβώς τα αντίθετα. Οι περισσότερες ιδιωτικές επιχειρήσεις προσπαθούν μονίμως να κόψουν τις δαπάνες τους και να τις κρατήσουν όσο χαμηλότερα γίνεται προκειμένου να υπηρετήσουν το επιχειρησιακό σχέδιο της επιχείρησης. Αν οι πραγματικές δαπάνες είναι χαμηλότερες από τις προβλεπόμενες, κανείς δεν αγχώνεται προκειμένου να καλύψει το “κενό”. Αντίθετα, η εξοικονόμηση πόρων και κεφαλαίου αποτελεί λόγο πανηγυρισμού και προάγγελο νέων επενδύσεων, αυξήσεων, μπόνους, ή μερισμάτων προς τους επενδυτές.
Το δίδαγμα της όλης ιστορίας είναι ότι το κράτος είναι σχεδόν απίθανο να μεταρρυθμιστεί από μόνο του, χάρη στην καλή διάθεση των διαχειριστών του δημοσίου χρήματος. Στόχοι όπως ο εξορθολογισμός των δαπανών, η περικοπή της σπατάλης, και το νοικοκύρεμα των προμηθειών μπορούν μόνο να επιτευχθούν μόνο με το συνδυασμό πολιτικής βούλησης και αναδιάρθρωσης των κινήτρων. Η συνειδητοποίηση αυτή έχει ακόμα μεγαλύτερη σημασία στις μέρες μας, όπου μάθαμε πως το πρωτογενές έλλειμμα της περασμένης χρονιάς ξεπερνά τα 18 δις ευρώ, επίδοση που ναι μεν ήταν καλύτερη από τις προβλέψεις αλλά κανέναν μας δεν γεμίζει με αίσθηση ασφάλειας και σιγουριάς για τη θέση της χώρας μας.
Πριν λίγους μήνες είπε πολύ εύστοχα ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών αρμόδιος για τη Δημοσιονομική Πολιτική, κ. Σκυλακάκης, ότι “ό,τι ξοδεύουμε είναι μελλοντικοί φόροι”. Θα προσέθετα πως ό,τι δαπάνες περικόψουμε, είναι μελλοντική μείωση φόρων.