Το ερχόμενο Σάββατο θα έχω την τιμή να είμαι ένας από τους ομιλητές σε μια πιστεύω εξαιρετικά ενδιαφέρουσα εκδήλωση του ελληνικού παραρτήματος της Διεθνούς Διαφάνειας για το πολιτικό χρήμα. Πρόκειται για ένα ζήτημα που αγγίζει τον πυρήνα της ποιότητας της δημοκρατίας μας, και ένα πεδίο στο οποίο η χώρα μας αποδεδειγμένα δεν τα πηγαίνει καλά - αρκεί κανείς να θυμηθεί τα άλλοτε υψηλόβαθμα κομματικά στελέχη που έχουν στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν καταδικαστεί για τέτοιες υποθέσεις.
Προσωπικά, βλέπω αυτό το κρίσιμο ζήτημα υπό το πρίσμα τριών θεμελιωδών αρχών:
Πρώτον, οι ιδιωτικές χορηγίες στα κόμματα και τους υποψηφίους πρέπει να επιτρέπονται - όχι μόνο για λόγους ελευθερίας της έκφρασης και στο πλαίσιο του αυτονόητου δικαιώματος του κάθε πολίτη να υποστηρίζει τους σκοπούς και τα πρόσωπα που επιθυμεί, αλλά και για να διασφαλίζεται ο πλουραλισμός στη δημόσια σφαίρα. Η απαγόρευση του ιδιωτικού χρήματος ισοδυναμεί στην ουσία με προνομιακή προστασία των υφιστάμενων κομμάτων - και ιδίως των μεγαλύτερων από αυτά - που ελέγχουν την κατανομή των σχετικών κρατικών δαπανών υπέρ των κομμάτων και δεν είναι καθόλου πιθανό να αδικήσουν τον εαυτό τους έναντι των μικρότερων και νεότερων ανταγωνιστών μέσω των κανόνων που θα θεσπίσουν και των πρακτικών που θα εφαρμόσουν.
Δεύτερον, οι προεκλογικές δαπάνες κομμάτων και υποψηφίων πρέπει να δημοσιεύονται. Είναι αναγκαίο οι δαπάνες αυτές να είναι εύκολα προσβάσιμες σε κάθε ενδιαφερόμενο, και μάλιστα στην κατά το δυνατόν πιο βολική μορφή για την ανάλυση, την επεξεργασία και τη σύγκρισή τους, με όλες βεβαίως τις αναγκαίες προβλέψεις ώστε να προστατεύονται οι πολίτες που στηρίζουν με τον οβολό τους υποψηφίους και κόμματα από το να στοχοποιούνται από τον οποιονδήποτε. Επίσης, είναι πιστεύω εύλογο τα νομικά πρόσωπα (πχ. επιχειρήσεις, ιδρύματα, συνδικάτα, όμιλοι κλπ) να μην μπορούν να χρηματοδοτούν υποψηφίους και κόμματα, αλλά μόνο σκοπούς. Κατά την αρχή “ένα άτομο, μία ψήφος”, εφόσον τα νομικά πρόσωπα δεν έχουν δικαίωμα ψήφου είναι εύλογο να μην έχουν και δικαίωμα υποστήριξης κομμάτων και υποψηφίων.
Τρίτον, οι κανόνες που αφορούν το πολιτικό χρήμα πρέπει να είναι απλοί, γενικοί και να εφαρμόζονται απαρέγκλιτα, με αμείλικτη τιμωρία της παράβασής τους, ώστε να εξυπηρετούν τους στόχους της ενίσχυσης της λογοδοσίας και της διαφάνειας. Πρόκειται για ζήτημα ποιότητας του πολιτεύματος, για αναγκαία προϋπόθεση ώστε οι πολίτες να εμπιστευόμαστε τη λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών. Σε καμία περίπτωση δεν έχει νόημα να θεσπίσουμε κανόνες περίπλοκους και δυσνόητους στον μη ειδικό πολίτη, γεμάτους παραθυράκια, ή ακόμη χειρότερα να ψηφίσουμε άρτιους κανόνες, αλλά στην πράξη να τους εφαρμόζουμε ελλιπώς και επιλεκτικά, όπως δυστυχώς συμβαίνει πολλές φορές στη χώρα μας.
Πιστεύω ότι οι τρεις αυτές θεμελιώδεις αρχές, παρά το γεγονός ότι πηγάζουν από μια φιλελεύθερη οπτική, είναι τόσο εύλογες και γενικές ώστε να μπορούν να αποτελέσουν βάση μιας ευρύτερης συναίνεσης μεταξύ εκείνων των πολιτικών δυνάμεων στη χώρα μας που πραγματικά ενδιαφέρονται να ενισχύσουν την ποιότητα της δημοκρατίας μας - ακόμη κι αν αυτό σημαίνει ότι οι πολιτικές αυτές δυνάμεις θα αυτοπεριοριστούν σημαντικά σε σχέση με πρακτικές που ενδεχομένως εφαρμόζουν. Σε κάθε περίπτωση, δεδομένου του ότι η κρίση της περασμένης δεκαετίας ήταν σε μεγάλο βαθμό και κρίση εμπιστοσύνης απέναντι στην ποιότητα της δημοκρατίας μας, είναι σημαντικό να ξεκινήσουμε αυτή τη συζήτηση άμεσα, αλλά και να προχωρήσουμε όσο γίνεται γρηγορότερα σε συγκεκριμένες δράσεις για την ενίσχυση της διαφάνειας και της λογοδοσίας.