Κάποια στιγμή, έρχεται η ώρα της φασίνας στο σπίτι. Μπορεί να είναι μια ορισμένη ημέρα — ας πούμε, το Σάββατο. Ή απλώς τότε που «δεν πάει άλλο». Μπορεί να την κάνουμε μόνοι, ή με τη βοήθεια ενός επαγγελματία. Δεν έχει σημασία: κάποια στιγμή, έρχεται η ώρα της φασίνας στο σπίτι. Είναι κατιτί αναπόδραστο.
Η φασίνα είναι μια δύσκολη δουλειά, και μάλλον δεν υπάρχει κανείς που να τη χαίρεται· μα, όταν τελειώνει με το καλό, το αποτέλεσμα δεν μπορεί παρά να μας ικανοποιεί. Βλέπεις το σπίτι, και το χαίρεσαι. Φέρνεις στον νου σου την εικόνα που είχε πριν μερικές ώρες όλο κι όλο, και κάνεις τον σταυρό σου.
Και αρχίζεις να απολαμβάνεις τις δυνατότητες που σου χαρίζει το καθαρό περιβάλλον. Μπορείς να δεις καλύτερα τηλεόραση από τον καναπέ σου πια: τα πάντα είναι καθαρά και τακτοποιημένα· μπορείς να αράξεις με έναν αναστεναγμό και να απολαύσεις την ταινία σου. Η κουζίνα —που ήταν το μεγάλο δράμα— σχεδόν σε καλεί να μαγειρέψεις, και δεν χάνεις ευκαιρία να την επισκέπτεσαι για να πιεις ένα ποτήρι νερό ή για να πάρεις ένα φρούτο. Το ίδιο και η κρεβατοκάμαρα. Δεν νυστάζεις, αλλά ανυπομονείς να έρθει το βράδυ για να ξαπλώσεις σε εκείνα τα τριζάτα σεντόνια, που έχουν στρωθεί σαν σε περιοδικό διακόσμησης, ή έστω σαν σε στρατιωτικό θάλαμο που περιμένει τακτική επιθεώρηση. Το ίδιο και με το μπάνιο, και με τις ντουλάπες, και με τα πάντα. Το σπίτι σου είναι ένα μεγαλείο. Αστράφτει.
Και ξέρεις πια —λίγο από ένστικτο και λίγο από την κοινή πείρα— τι πρέπει να κάνεις για να το διατηρήσεις έτσι όσο περισσότερο χρόνο γίνεται. Απλώς να καθαρίζεις κάθε φορά κι από λίγο, απλώς να μην αφήνεις να συσσωρεύεται η βρομιά, απλώς να μην πετάς ρούχα κάτω, απλώς να βάζεις τα πράγματα στη θέση τους, απλώς να τακτοποιείς ό,τι πρέπει να τακτοποιείται την ώρα που είναι να τακτοποιηθεί, και όχι πιο μετά. Γιατί, αν τα αφήσεις όλα όπως τα άφηνες πριν, πολύ σύντομα θα βρεθείς αντιμέτωπος με την ίδια εκείνη κατάσταση. Οφείλεις να αποφεύγεις τα λάθη που οδήγησαν στην προηγούμενη κατάσταση.
Και το κάνεις, πράγματι. Το βράδυ της ημέρας που έγινε τη φασίνα, κοιμάσαι σε ένα σπίτι το ίδιο καθαρό με τη στιγμή που τελείωσες τις δουλειές. Όλες αυτές τις ώρες που μεσολάβησαν, δεν έκανες τίποτε που να το επηρεάσει. Και είσαι υπερήφανος γι’ αυτό. Τα ίδια συμβαίνουν και την επόμενη ημέρα. Λίγο που έλειψες στη δουλειά, λίγο που πρόσεξες μια στάλα παραπάνω, φτάνει πάλι το βράδυ και το σπίτι παραμένει σε εξαιρετική κατάσταση. Πλέον, είσαι σίγουρος πως τα πάντα είναι υπό έλεγχο. Πως βρήκες το Κόλπο. Πως κατάλαβες πώς δουλεύει το πράγμα. Κι αν την τρίτη ημέρα βλέπεις μία μικρή συσσώρευση από σκόνη και τρίχες στη γωνία, ή κάτω από την πόρτα, ή ανάμεσα από τις καρέκλες, λες εντάξει, είναι κάτι φυσιολογικό — σκόνη είναι πια, δεν είναι δα τίποτε σπουδαίο. Όπως δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα απλό λερωμένο πιάτο αυτό στον νεροχύτη. Με ένα πιρούνι επάνω του. Δεν πιάνουν τόπο, ούτε αλλοιώνουν το οικιακό τοπίο. Βασικά, δεν θα το αλλοίωναν και δύο επιπλέον πιάτα. Ή και εκείνο το κατσαρολάκι όπου ζέστανες τη σάλτσα, ειδικά αν του έβαζες και νερό μέσα για να διαλυθούν κάπως τα υπολείμματα. Είναι μικρά πραγματάκια όλα αυτά, και δεν παίζουν ρόλο.
Και είναι στ’ αλήθεια παράξενο, ή καλύτερα παράλογο, που την τέταρτη ημέρα από τη φασίνα το σπίτι σου μοιάζει πια να κατοικείται από πολύ περισσότερο κόσμο. Από πολλούς. Και αγνώστους. Από ανθρώπους που αφήνουν αντικείμενα εδώ κι εκεί, και από τύπους που κάνουν μικρές παραχωρήσεις στην ανακατωσούρα σ’ αυτό ή σ’ εκείνο το δωμάτιο. Κοιτάς, και κάθε χώρος έχει μία ή περισσότερες εστίες βρομιάς και ακαταστασίας μέσα του. Στο δε σύνολο, τίποτε δεν θυμίζει την εικόνα που είχε το σπίτι σου μόλις προχθές. Κάτι έγινε. Δεν ξέρεις τι —εσύ δεν πείραξες σχεδόν τίποτε, στον λόγο σου—, αλλά σαφέστατα κάτι συνέβη. Όλα πήραν ξανά την κάτω βόλτα, και πια δεν αρκεί να βάζεις τα πράγματα στη θέση τους, δεν αρκεί να τακτοποιείς ό,τι πρέπει να τακτοποιείται την ώρα που είναι να τακτοποιηθεί, και όχι πιο μετά. Για την ακρίβεια, δεν αρκεί τίποτε πια. Το πράγμα έχει ξεφύγει τελείως από τον έλεγχό σου. Οπότε κι εσύ τα παρατάς, και σταματάς να προσέχεις απολύτως. Δεν έχει σημασία ούτε να πετάξεις τα σκουπίδια καν, κι ας έχει ξεχειλίσει η σακούλα στον κάδο. Και σίγουρα δεν έχει σημασία να πλύνεις ένα πιάτο, πόσο δε μάλλον όλα τα άπλυτα πιάτα σου. Υπάρχει κάπου στο ντουλάπι ένα παλιό σερβίτσιο. Θα πάρεις ένα πιάτο απ’ αυτό. Και κάτι φτηνά μαχαιροπίρουνα, που τα ’χεις πίσω-πίσω στο συρτάρι. Θα πάρεις απ’ αυτά. Δεν πειράζει. Δεν είναι για να χολοσκάς. Γιατί πια δεν σε σώζει τίποτε.
Και όσο για την πέμπτη και την έκτη ημέρα, το ξέρεις: ζεις ένα δράμα — εκείνο το γνωστό. Και ξέρεις επίσης —λίγο από ένστικτο και λίγο από την κοινή πείρα— πως πρέπει επειγόντως να κάνεις φασίνα, είτε μόνος, είτε με βοήθεια. Μολονότι είναι πια αργά, έχεις καταλάβει το λάθος σου —εκείνη τη σωρεία λαθών, εκείνο το σερί-κορδόνι— και πια δεν υπάρχει κάτι άλλο να κάνεις: μόνο να περιμένεις το πλήρωμα του χρόνου. Την ημέρα της φασίνας.
* * *
Κάπως έτσι και με τα μικρά (ή όχι και τόσο μικρά) λάθη της κυβέρνησης — της κάθε κυβέρνησης. Στην αρχή δεν φαίνονται καν: είναι αόρατα, κανείς δεν θα τους δώσει σημασία, κανείς δεν θα τα ψάξει, κανείς δεν θα τα ψέξει. Σε λίγο όμως αρχίζουν να φαίνονται. Και κάποια στιγμή να συσσωρεύονται. Να κάθονται σε ασταθή ισορροπία το ένα πάνω στο άλλο. Και να ογκούνται. Να πληθαίνουν. Και να γίνονται —όλα αυτά τα λάθη, τα μικρά, ή και όχι τόσο μικρά— ένα «κάτι» που πρέπει να σαρωθεί.
Κι ας είναι τόσο λειτουργικό το σπίτι σου, κι εσύ τόσο συνηθισμένος να ζεις σ’ αυτό.