Του Αλέξανδρου Σκούρα
Το τελευταίο διάστημα ακούμε ολοένα και περισσότερο για τον λεγόμενο “εμπορικό πόλεμο” μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας που ξεκίνησε με πρωτοβουλία του Αμερικανού Προέδρου Τραμπ στο πλαίσιο του συνθήματος να γίνει η Αμερική “ξανά μεγάλη”. Έτσι, επιβλήθηκαν μια σειρά από δασμοί σε κινεζικά προϊόντα, με τα αναμενόμενα αντίποινα από την κινεζική πλευρά, ενώ ταυτόχρονα η κυβέρνηση Τραμπ ασκεί πιέσεις σε αμερικανικές εταιρίες να επαναφέρουν τις μονάδες παραγωγής τους σε αμερικανικό έδαφος.
Ο Ντόναλντ Τραμπ μάλιστα φαίνεται να θέλει να επιβάλει δασμούς και σε προϊόντα από χώρες της ΕΕ, όπως για παράδειγμα σε ευρωπαϊκά αυτοκίνητα με σκοπό να τονώσει την αμερικανική αυτοκινητοβιομηχανία, εξέλιξη που θα έχει πολύ αρνητικές συνέπειες στην ήδη ευαίσθητη ευρωπαϊκή οικονομία.
Πολλοί, ακόμη και στην πολύπαθη πατρίδα μας, επικροτούν αυτόν τον οικονομικό εθνικισμό του Προέδρου Τραμπ, υποστηρίζοντας ότι θα ενισχύσει την οικονομία των ΗΠΑ, θα δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας και εντέλει θα βελτιώσει τα εισοδήματα και τις συνθήκες ζωής των Αμερικανών.
Η αλήθεια είναι όμως ότι ανάμεσα στα ελάχιστα πράγματα που συμφωνούν σχεδόν όλοι οι οικονομολόγοι, ανεξαρτήτως θεωρητικής σχολής και ιδεολογικών καταβολών, τα καταστροφικά αποτελέσματα των δασμών και του οικονομικού εθνικισμού είναι ίσως το πιο εμβληματικό. Αντί ο προσταστευτισμός να αποδίδει αυτά που υπόσχεται, οι οικονομολόγοι προειδοποιούν ότι φτωχαίνει και τα δύο συναλλασσόμενα μέρα, επιβαρύνει τη μεγάλη πλειονότητα των καταναλωτών, ενώ έχει αρνητικό πρόσημο και στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας μακροπρόθεσμα.
Τότε γιατί ο προστατευτισμός παραμένει ακόμη και σήμερα πολιτικώς ελκυστικός; Δύο είναι οι κύριοι λόγοι.
Ο πρώτος έχει να κάνει με τη διάκριση ανάμεσα στα αποτελέσματα που φαίνονται και σ' αυτά που δεν φαίνονται, μια διάκριση που εντόπισε με τον πλέον εύγλωττο τρόπο ο Φρεντερίκ Μπαστιά. Ο προστατευτισμός και οι δασμοί ευνοούν - πρόσκαιρα - συγκεκριμένους παραγωγικούς κλάδους της οικονομίας. Αυτό είναι το αποτέλεσμα που φαίνεται. Όμως αυτό που δεν φαίνεται σε πρώτη ανάγνωση είναι ότι καθιστούν τη ζωή όλων των υπολοίπων καταναλωτών δυσκολότερη, καθώς θα χρειάζεται στο εξής να καταβάλλουν περισσότερα χρήματα για να αγοράσουν αγαθά που μέχρι πρότινος ήταν γι' αυτούς φθηνότερα. Αφενός αυτά τα περισσότερα χρήματα αφαιρούνται από τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς με αποτέλεσμα τα νοικοκυριά να μπορούν να καλύπτουν λιγότερες ανάγκες και επιθυμίες τους. Αφετέρου, αυτή η στρέβλωση αποτρέπει τη διαρκή διόρθωση της οικονομίας και την κατεύθυνση του εργατικού δυναμικού σε κλάδους που πραγματικά παράγουν μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία για τους καταναλωτές.
Ο δεύτερος λόγος έχει ακόμη περισσότερο ψυχολογικό χαρακτήρα. Η πιο εύκολη πολιτική λύση για τη διαχείριση κάποιου υπαρκτού προβλήματος είναι να το φορτώσει κανείς σε κάποιον αποδιοπομπαίο τράγο, είτε στο εξωτερικό, είτε στο εσωτερικό της χώρας. Είναι εύκολο, πολιτικά ανέξοδο και αποτελεσματικό να φορτώσει ένας πολιτικός την ανεργία ή τη φτώχεια κάποιων πληθυσμιακών ομάδων στους κακούς ξένους που ανταγωνίζονται αθέμιτα την εθνική οικονομία και να υποσχεθεί ότι εκείνος, σε αντίθεση με τους προηγούμενους, θα φροντίσει να βάλει τα συμφέροντα της χώρας του και των κατοίκων της πάνω απ' όλα. Η πραγματικότητα όμως αργά ή γρήγορα διαψεύδει τη δημαγωγία του προστατευτισμού και τότε είτε οι πολίτες συνειδητοποιούν ότι ξεγελάστηκαν, είτε δυστυχώς στρέφονται σε ακόμη πιο επικίνδυνα μισαλλόδοξα μονοπάτια.
Τουλάχιστον σήμερα, σχεδόν το σύνολο των εκπροσώπων της οικονομικής επιστήμης προειδοποιεί πως ο δρόμος του προστατευτισμού είναι αδιέξοδος. Ας ελπίσουμε ότι θα προλάβουμε να στρίψουμε το τιμόνι πριν οι βαριές συνέπειες του προστατευτισμού για μια ακόμη φορά σημαδέψουν ανεπανόρθωτα τον κόσμο μας.