Όταν συζητάμε για τα προβλήματα της χώρας μας ακούγονται συχνά οι ίδιες κοινοτοπίες. Φταίνε τα μνημόνια, φταίει το ΠΑΣΟΚ, η ΝΔ, ο ΣΥΡΙΖΑ, ο καιρός, οι ξένοι και άλλα πολλά γνωστά. Ποτέ όμως δεν αμφισβητούμε εμάς τους ίδιους. Συχνά λέμε ότι μπορεί να μην έχουμε καλά νοσοκομεία όμως έχουμε τους καλύτερους γιατρούς. Άλλοτε λέμε ότι είμαστε πανέξυπνος λαός αλλά μας χαλάει το σύστημα. Το κακό με όλους αυτούς τους απλουστευτικούς λογισμούς είναι ότι δεν υποστηρίζονται από τα εμπειρικά δεδομένα και τους διάφορους έγκυρους επιστημονικούς δείκτες που κυκλοφορούν κατά καιρούς.
Ο πιο πρόσφατος δείκτης που εντάσσεται σε αυτή την κατηγορία είναι ο Ευρωπαϊκός Δείκτης Δεξιοτήτων που πρόσφατα παρουσιάστηκε από τον ΣΕΒ ο οποίος αναφέρει ότι “η συμβολή του ανθρώπινου δυναμικού και των δεξιοτήτων του στην οικονομική ανάπτυξη μεγιστοποιείται όταν συντρέχουν οι εξής τρεις προϋποθέσεις: Τα συστήματα ανάπτυξης δεξιοτήτων παρέχουν στο ανθρώπινο δυναμικό τις κατάλληλες γνώσεις και δεξιότητες. Το ανθρώπινο δυναμικό προσφέρει ενεργά τις δεξιότητές του στην αγορά εργασίας, δηλαδή απασχολείται ή αναζητά εργασία ενεργά. H αντιστοίχιση των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού με τις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας είναι αποτελεσματική.”
Τα στοιχεία που μετρούν αυτές τις τρεις κατηγορίες είναι αποκαρδιωτικά για τη χώρα μας που καταλαμβάνει την τελευταία θέση ισοβαθμώντας με την Ισπανία. Ο κύριος λόγος για την κάκιστη εικόνα των δεξιοτήτων του ελληνικού ανθρωπίνου κεφαλαίου είναι η αναποτελεσματική αντιστοίχιση δεξιοτήτων με τις ανάγκες της αγοράς. Όμως, και στους άλλους δύο τομείς η χώρα μας παίρνει βαθμολογία κάτω του μετρίου.
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Οι Έλληνες έχουν μέτριες γνώσεις και δεξιότητες που δεν τις πολυχρησιμοποιούν στην αγορά εργασίας ενώ δεν έχουν αρκετές γνώσεις και δεξιότητες που η αγορά έχει ανάγκη. Λίγο πολύ, λάθος τα έχουμε κάνει σε αυτόν τον τομέα σύμφωνα με την έρευνα.
Φυσικά, ένα μεγάλο μέρος του προβλήματος πηγάζει από τον χώρο της παιδείας, σε όλες τις βαθμίδες της. Εκεί υπάρχουν δύο κύριες σχολές σκέψεις. Η πρώτη σχολή θέλει την εκπαίδευση ως αυτοσκοπό αδιαφορώντας για τις δεξιότητες και τις γνώσεις που χρειάζεται η αγορά. Θεωρεί το πτυχίο ως χαρτί εισόδου στο δημόσιο ή στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και αγωνίζεται σθεναρά προκειμένου εκπαίδευση και αγορά να εξακολουθήσουν τις παράλληλες πορείες συμβάλλοντας η μία στην καταστροφή της άλλης. Η δεύτερη σχολή απαιτεί την αυτονόμηση, την απελευθέρωση, και τον ανταγωνισμό ως εργαλεία βελτίωσης της παρεχόμενης εκπαίδευσης και προτείνει την άμεση και επείγουσα διασύνδεση της εκπαίδευσης με τις επιχειρήσεις χωρίς να φοβάται ότι με αυτό τον τρόπο η παιδεία αλλοιώνεται αλλά αντίθετα ενισχύεται.
Το πρόσφατο νομοσχέδιο για την παιδεία που παρουσίασε προχθές ο πρωθυπουργός είναι σίγουρα πιο κοντά στη δεύτερη σχολή σκέψης. Ίσως να είναι και ο κύριος λόγος που θα μπορούσε να μας κάνει να ελπίζουμε ότι κάποια στιγμή στο μέλλον η Ελλάδα θα ξεκολλήσει από τον πάτο του Ευρωπαϊκού Δείκτη Δεξιοτήτων.