Πότε ο πολιτικός χρόνος αρχίζει να μετρά αντίστροφα για μια κυβέρνηση; Προφανώς όταν αρχίζει η φυσιολογική φθορά της εξουσίας ή όταν στην πλειοψηφία του εκλογικού σώματος αρχίσει να ωριμάζει η ιδέα ότι από μια «πολιτική αλλαγή» έχει να κερδίσει περισσότερα από όσα έχει να χάσει.
Στη διάρκεια της μεταπολίτευσης μόνον δυο υπήρξαν οι κυβερνήσεις που εξάντλησαν την τετραετία τους. Η πρώτη ήταν η πρώτη κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου (1981-1985). Η δεύτερη ήταν η δεύτερη κυβέρνηση Κώστα Σημίτη (2000-2004). Κατά τα άλλα η προκήρυξη πρόωρων εκλογών υιοθετήθηκε ως ο χρυσός κανόνας διακυβέρνησης στα προμνημονιακά χρόνια. Ήταν ο τρόπος των εκάστοτε κυβερνώντων κομμάτων να προλάβουν τον πολιτικό χρόνο και να παρατείνουν την παραμονή τους στην εξουσία για μεγαλύτερο διάστημα της τετραετίας.
Η τελευταία φορά που το «κόλπο» του εκλογικού αιφνιδιασμού «έπιασε» ήταν το 2007, όταν μέσα στο κατακαλόκαιρο εκείνης της χρονιάς που καιγόταν η μισή Πελοπόννησος, η κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή πήρε το ρίσκο να προσφύγει στις κάλπες Έκτοτε μόνον η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα δοκίμασε να το ξανακάνει τον Σεπτέμβριο του 2015 χωρίς όμως ιδιαίτερη επιτυχία. Κέρδισε λίγους μόλις μήνες εξουσίας χωρίς στην πραγματικότητα να αλλάξει δραματικά την μοίρα των καταδικασμένων σε βραχύ βίο «μνημονιακών» κυβερνήσεων.
Ως πρώτη «μεταμνημονιακή» η κυβέρνηση Κυριάκου Μητσοτάκη δεν έχει προς το παρόν κανέναν λόγο να σκέφτεται καν ότι μια πρόωρη εκλογική αναμέτρηση μπορεί να λύσει περισσότερα προβλήματα από όσα θα διακινδυνεύσει να δημιουργήσει υπό συνθήκες μάλιστα συνεχιζόμενης οικονομικής ύφεσης.
Η αξιωματική αντιπολίτευση θα χρειαστεί πολύν ακόμα χρόνο για να ανασυγκροτηθεί με τρόπο που να την καθιστά αξιόπιστη, και άρα απειλητική για την ΝΔ, εναλλακτική λύση. Η ελάσσων αντιπολίτευση έχει πάρα πολύ δρόμο να διανύσει μέχρι να κατασταλάξει στο είδος του πολιτικού ανταγωνισμού στον οποίο θα πρέπει να επιδοθεί για να αναβιώσει, αν θα γίνει ποτέ εφικτό, τον χώρο του πάλαι ποτέ κραταιού αλλά όχι ιδιαίτερα συνεκτικού Κέντρου. Όσο κι αν ευλόγως ο Ανδρέας Λοβέρδος ισχυρίζεται ότι «το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ δεν δικαιούται να χάσει το στοίχημα του υπερδιπλασιασμού των ποσοστών του», η αλήθεια είναι ότι αυτό εξαρτάται περισσότερο από τον… Μητσοτάκη παρά από την όποια ηγεσία της ελάσσονος αντιπολίτευσης.
Πολύ δε περισσότερο που ο σημερινός πρωθυπουργός παραμένει ελκυστικός για τους νεότερους κεντρώους, διατηρεί ακέραιο το πολιτικό του κεφάλαιο, έχει αφάγωτη την προίκα των εβδομήντα και πλέον δις του ΕΣΠΑ και του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανασυγκρότησης και αχρησιμοποίητο το «δικαίωμα σε μια δεύτερη ευκαιρία». Ο Τσίπρας έκανε το λάθος να το χρησιμοποιήσει πολύ πρώιμα και διέψευσε όσους ακόμα και στις παραμονές των εκλογών του 2019 τον θεωρούσαν «άχαστο».
Είναι βέβαια αλήθεια ότι φθάνοντας στη μέση του εκλογικού κύκλου της τετραετίας αρχίζει για κάθε κυβέρνηση η αντίστροφη μέτρηση του πολιτικού χρόνου. Όχι αναγκαστικά σε βάρος της. Αλλά μοιραία στενεύοντας τα περιθώρια που έχει να πάρει τις αποφάσεις της διατηρώντας την πρωτοβουλία των κινήσεων και κατ' επέκταση τον έλεγχο των εξελίξεων. Σε ποιο βαθμό και πόσο γρήγορα θα υποχρεωθεί να το κάνει και η παρούσα κυβέρνηση θα φανεί στο μεσοδιάστημα που μας χωρίζει από την δεύτερη επέτειο της νεοδημομοκρατικής εκλογικής νίκης του 2019.
Το πρώτο τεστ αντοχής βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη. Τα αποτελέσματά του θα βγουν μαζί με αυτά που θα αφορούν στην εξέλιξη της πανδημίας μετά την «απελευθέρωση» του λιανεμπορίου από τα δεσμά του lockdown.
To δεύτερο ακολουθεί οσονούπω με την έναρξη των διερευνητικών επαφών με την Τουρκία στις 25 Ιανουαρίου. Τα αποτελέσματά του είναι μάλλον προδιαγεγραμμένα αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα είναι ενδεικτικά του κλίματος που θα επικρατεί εφεξής στα υψηλής εθνικής ευαισθησίας θέματα εξωτερικής πολιτικής. Πολλώ δε μάλλον που τα θέματα αυτά μπορούν ανά πάσα στιγμή να αποτελέσουν λόγο προκήρυξης εκλογών.
Το τρίτο είναι συναφές με το προηγούμενο και καθοριστικό για το άμεσο μέλλον των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Αφορά στην προγραμματιζόμενη εντός του προσεχούς Φεβρουαρίου πενταμερή διάσκεψη για το κυπριακό υπό την προεδρία του Γ.Γ. του ΟΗΕ. Ότι τα ψέματα για την τύχη της Κυπριακής Δημοκρατίας τελειώνουν είναι δεδομένο. Όπως είναι δεδομένο ότι η τύχη των αδελφών Κύπρίων επηρεάζει διαχρονικά και ενίοτε καταλυτικά και την ελλαδική κοινή γνώμη και τις πολιτικές εξελίξεις εντός του "εθνικού Κέντρου". Μένει τώρα να φανεί το πώς.
Το τέταρτο και ανάλογης σημασίας θα είναι και το τεστ διπλωματικής δεινότητας στο οποίο θα υποβληθεί ο Έλληνας Πρωθυπουργός στην προγραμματισμένη για τον ερχόμενο Μάρτιο Σύνοδο Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Θα είναι η πρώτη που θα πραγματοποιηθεί μετά την εγκατάσταση του Τζο Μπάιντεν στον Λευκό Οίκο και αυτή από την οποία θα διαφανεί όχι μόνον η συνέχεια που θα δοθεί στα "ευρωπαϊκά ανοίγματα" του Ερντογάν αλλά και το μέλλον των ενδοευρωπαϊκών σχέσεων ενόψει της μετά-τη-Μέρκελ εποχής.
Το πέμπτο και αμεσοπρόθεσμα κρισιμότερο θα είναι το τεστ βιωσιμότητας της ελληνικής τουριστικής βιομηχανίας από τις θερινές επιδόσεις της οποίας θα εξαρτηθεί η βελτίωση ή η επιδείνωση του οικονομικού κλίματος και της ψυχολογίας του εκλογικού σώματος.
Είναι μετά ταύτα και μόνον που θα μπορεί να προκύψει υπέρ τίνος δουλεύει ο πολιτικός χρόνος. Θα αποτυπωθεί στις φθινοπωρινές δημοσκοπήσεις. Και θα φανεί όχι από τις όποιες προθέσεις ψήφου καταγραφούν. Αλλά από το ύψος των ποσοστών που θα συγκεντρώσει ο «κανένας». Αυτός είναι που θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ως ο αποκαλυπτικότερος δείκτης κυοφορούμενων εξελίξεων.