Πενήντα πέντε

Πενήντα πέντε

Του Κυριάκου Αθανασιάδη

Γίνομαι πενήντα πέντε χρονών σήμερα και νομίζω πως έχω μάθει κάποια πράγματα μέχρι τώρα — αν και τα πιο χρήσιμα, όπως συμβαίνει με τους περισσότερούς μας, τα έμαθα δυστυχώς πολύ αργά. Και βέβαια έχω πετύχει και κάποια ακόμη. Όλοι έχουμε: η ζωή μας η ίδια άλλωστε είναι μία διαδρομή νίκης, μη γελιόμαστε — έχει μεγάλη σημασία που τα καταφέραμε και φτάσαμε όλοι μας ώς εδώ, 6 Νοεμβρίου του 2018. Κανείς άλλος δεν το μπόρεσε.

Όμως συμβαίνει και κάτι άλλο: φοβάμαι.

Δεν φοβάμαι «ποιητικά», συγκεχυμένα, αισθητικά, νεφελωδώς? φοβάμαι πολύ συγκεκριμένα. Και δεν φοβάμαι σαν τον Αναγνωστάκη, αν θέλετε: δεν φοβάμαι, ούτε θα φοβηθώ, τους ανθρώπους που πέντε χρόνια θα κάνουν πως δεν πήραν χαμπάρι και μια ωραία πρωία —μεσούντος κάποιου Ιουλίου— θα βγουν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας, «Δώστε τον τάδε στο λαό». Έτσι κι αλλιώς, πάνε πια οι τέτοιοι φόβοι, περάσανε, κανονικοποιήθηκαν, τους χωνέψαμε. Σιγά τ' αυγά. Και ακόμα: οι τέτοιοι φόβοι είναι, καιρό τώρα, πολυτέλειες. Επίσης δεν φοβάμαι για την εμπέδωση της Δημοκρατίας στην Κίνα ή στην Κιργιζία ή και στο Αφγανιστάν, ας πούμε, τουλάχιστον όχι όσο αυτό δεν επηρεάζει πολύ, και πολύ άμεσα, τα δικά μου πράγματα. Δεν έχω σήμερα τέτοιες πολυτέλειες, στέρεψαν. Δεν φοβάμαι για το λιώσιμο των πάγων και την επόμενη κατάρρευση της επόμενης Lehman Brothers, την άνοδο των ευρωπαϊκών εθνικισμών και την αδυναμία διαχείρισης του νέου μεταναστευτικού ρεύματος. Μπορεί να μην έχω τόσο μεγάλη καρδιά και τόσο μεγάλες προσδοκίες, ή μπορεί απλώς να ξέρω, ή να θέλω να πιστεύω, πως τελικά θα τα βολέψουμε.

Εγώ φοβάμαι για πολύ απλούστερα πράγματα. Και για πράγματα προσωπικά.

Φοβάμαι πως από μία σειρά μικρούς πόνους δεν θα μπορώ να κάθομαι όπως τώρα 12 ώρες στο γραφείο για να δουλέψω.

Φοβάμαι πως δεν θα πουλήσει εκείνο ή το άλλο βιβλίο μου και δεν θα έχουμε, έτσι, αυτό το έξτρα εισόδημα. Ή πως κάποιος ακόμη εκδότης απλώς δεν θα μου καταβάλει τα δικαιώματά μου, κι άντε μετά εσύ να κάνεις τι;

Φοβάμαι πως δεν θα βρει εκδότη το επόμενο βιβλίο μου, γιατί ο κόσμος δεν διαβάζει τέτοια, και έτσι θα έχουν πάει στράφι τόσοι μήνες, τόσα μεροκάματα, τόσος χρόνος στη διάρκεια του οποίου θα μπορούσα να είχα κάνει κάτι άλλο, κάτι που να το διαβάζει ο κόσμος.

Φοβάμαι πως θα συνεχίσει η κατηφόρα, πως δεν θα 'ρθει η ανάπτυξη όσο θα είμαι ακόμη ακμαίος και πως ο κόσμος δεν θα έχει για να διαβάζει — δεν θα έχει χρήματα, και κυρίως δεν θα έχει κέφι.

Φοβάμαι πως τώρα στα κοντά ή σε ένα-δυο χρόνια κάτι θα συμβεί, κάτι όπως τον Ιούλιο του '15, αλλά που θα κρατήσει για πάνω από μήνα, και θα τα φέρει όλα τούμπα και θα βρεθούμε να χρωστάμε το νοίκι και το ασφαλιστικό ταμείο.

Φοβάμαι πως θα αναγκαστώ να συνεχίσω για πολύ ακόμη να ασχολούμαι με τα πολιτικά για λόγους βιοπορισμού, αν και στην κλίμακα των αξιών μου αυτό το πράγμα έχει κατρακυλήσει στην τελευταία θέση, κάτω και από τον φιλοτελισμό.

Φοβάμαι, ακόμη, μην πάθουμε τίποτα στην οικογένεια, μια αρρώστια, ένα κακό, και τρελαθούμε από την αγωνία κι από τη στενοχώρια. Αν και δεν τα σκέφτομαι αυτά, το αποφεύγω, δεν μπορώ.

Φοβάμαι μη μας τύχει κάτι που θα μας αποδιοργανώσει και θα στρέψει όλη μας την προσοχή και την ικμάδα επάνω του — το τρέμω, δεν το φοβάμαι μόνο.

Φοβάμαι μην πάθω εγώ τίποτα και μείνει μόνη η Κική, και με ψάχνουν και τα ζωάκια στο σπίτι που δεν μπορούν και να καταλάβουν πού πήγες και μαραζώσουν. Αυτό είναι κάτι που το σκέφτομαι συχνότερα.

Φοβάμαι μην κάποια μέρα δεν αντέξω και δεν κυριαρχήσω στα νεύρα μου —έχει συμβεί ήδη στο παρελθόν: δεν είναι όλες οι μέρες ίδιες, αλλά για το κράτος κάθε μέρα είναι γιορτή και κάθε μέρα είναι παρέλαση— και πάρει κανέναν ο διάολος, πράγμα που μά τον Θεό δεν το θέλω και που θα μου φέρει μπελάδες και θα με πάρει από τη δουλειά μου, που είναι να αφηγούμαι ιστορίες που δεν έγιναν. Γιατί όλο αυτό που ζούμε ήταν και είναι προσωπικό, όχι μπλα-μπλα-μπλα δημοκρατία, μπλα-μπλα-μπλα με εκλέξανε.

Τέλος πάντων, τέτοια πάνω-κάτω φοβάμαι.

Αλλά φοβάμαι κι άλλα.