Ο Κάρολος Ντίκενς (πλήρες όνομα: Τσαρλς Τζον Χάφφαμ Ντίκενς) γεννήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 1812, στο Νο.1 της οδού Μάιλ Έντ (πλέον Κομμέρσιαλ Ρόουντ 393), στο Λάντπορτ της νήσου Πόρτσι (Πόρτσμουθ), ήταν το δεύτερο από τα οκτώ παιδιά του Τζον Ντίκενς (1785 - 1851) και της Ελίζαμπεθ Ντίκενς, το γένος Μπάρροου (1789 - 1863).
Ο πατέρας του ήταν κλητήρας στο Ταμείο Ναύτου και ήταν προσωρινά τοποθετημένος στην περιοχή. Νονός του ήταν ο Κρίστοφερ Χάφφαμ, εξαρτύων του Βασιλικού Ναυτικού, τζέντλεμαν και η κεφαλή μιας εδραιωμένης φίρμας. Πιστεύεται ότι ο Χάφφαμ αποτελεί την έμπνευση για τον Πωλ Ντόμπυ, τον ιδιοκτήτη μιας ναυτιλιακής εταιρείας στο έργο του Ντίκενς: «Ντόμπυ και Υιός» του 1848.
Τον Ιανουάριο του 1815 ο Τζον Ντίκενς ανακλήθηκε στο Λονδίνο και η οικογένεια μετακόμισε στην οδό Νόρφολκ Στριτ, στη συνοικία Φιτσρόβια. Όταν ο Κάρολος ήταν τεσσάρων ετών, μετακόμισαν στο Σίρνες και από εκεί στο Τσάθαμ του Κεντ, όπου έμειναν ώσπου ο Κάρολος έγινε 11 ετών. Η πρώιμη παιδική του ηλικία μοιάζει να ήταν ειδυλλιακή αν και ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του «ως ένα πολύ μικρό και όχι ιδιαίτερα καλομαθημένο παιδάκι».
Ο Κάρολος όπως και τα άλλα παιδιά της ηλικίας περνούσε αρκετό καιρό με δραστηριότητες εκτός σπιτιού, αλλά ταυτόχρονα ήταν βιβλιοφάγος. Λάτρευε τα πικαρέσκα μυθιστορήματα, όπως αυτά του Τομπάιας Σμόλετ και του Χένρυ Φήλντινγκ, καθώς και τον Ροβινσώνα Κρούσο και τον Ζυλ Μπλας. Διάβαζε και ξαναδιάβαζε τις «Χίλιες και Μία Νύχτες» και το επτάτομο έργο "Collection of Farces and Afterpieces" της Ελίζαμπεθ Ίντσμπαλντ. Η εξαιρετική μνήμη που διέθετε, του επέτρεπε να διατηρεί ζωηρές αναμνήσεις της παιδικής του ηλικίας, όπως και μνήμες χαρακτήρων και γεγονότων, στοιχείο που χρησιμοποίησε στο λογοτεχνικό του έργο. Η σύντομη εργασία του πατέρα του ως κλητήρα στο Ταμείο Ναύτου, του επέτρεψε την ολιγοετή πολυτέλεια ιδιωτικής εκπαίδευσης, αρχικά υπό δασκάλα και αργότερα στο Τσέιτεϊμ, υπό τον Ουίλλιαμ Γκάιλς, ένα σχισματικό.
Αυτή η περίοδος έληξε απότομα τον Ιούνιο του 1822, όταν ο Τζον Ντίκενς ανακλήθηκε στα κεντρικά του Ταμείου Ναύτου στον Οίκο Σόμερσετ και ακολούθως όλη η οικογένεια, εκτός του Καρόλου, που έμεινε πίσω για να τελειώσει τις εξετάσεις του, μετακόμισε στο Κάμντεν, στο Λονδίνο. Η οικογένεια εγκατέλειψε το Κεντ, με χρέη που συσσωρεύονταν ραγδαία και καθώς ο Τζον δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στα έξοδά του, ο δανειστής του, ένας αρτοποιός, τον κυνήγησε για ένα χρέος 40 λιρών και τον έριξε στη φυλακή του Μάρσαλσι, στο Σάουθγουορκ, στο Λονδίνο, το 1824. Η σύζυγός του και τα νεαρότερα αδέλφια του Καρόλου, ακολούθησαν τον πατέρα τους στη φυλακή, όπως συνηθιζόταν για τους φτωχότερους οφειλέτες, καθώς δεν μπορούσαν να τους προσφέρουν αλλιώς στέγη και τροφή.
Ο Κάρολος, δώδεκα πλέον ετών, διέμενε με την Ελίζαμπεθ Ρόυλανς, οικογενειακή φίλη, στο Κόλλετζ Πλέις 112, στο Κάμντεν. Η Ρόυλανς ήταν «μια φτωχή γριά, γνωστή στην οικογένειά μας», την οποία ο Ντίκενς απαθανάτισε με «μερικές μικροαλλαγές και ωραιοποιήσεις», ως «κα. Πίπκιν» στο μυθιστόρημα «Ντόμπυ και Υιός». Αργότερα, διέμεινε στη σοφίτα του σπιτιού ενός δικαστικού κλητήρα, του Άρτσιμπαλντ Ράσσελ, «ενός παχουλού, καλοκάγαθου και ευγενικού γερο-τζέντλεμαν ... με σύζυγο μια ήσυχη γριούλα» και το χωλό γιο τους, στην Λαντ Στριτ στο Σάουθγουορκ. Παρείχαν στον Κάρολο την έμπνευση για τους Γκάρλαντς στο Παλαιοπωλείο (The old curiosity shop). Περνούσε τις Κυριακές του στη φυλακή του Μάρσαλσι, για να βλέπει τον πατέρα του, μαζί με την αδερφή του Φράνσις, που ήταν ελεύθερη από τη μελέτη της στη Βασιλική Μουσική Ακαδημία. Ο Ντίκενς αργότερα χρησιμοποίησε τη φυλακή ως το περιβάλλον του μυθιστορήματος «Η μικρή Ντόρριτ».
Ο Ντίκενς σε ηλικία δεκαπέντε ετών αναγκάστηκε να διακόψει το σχολείο για να πληρώσει τα έξοδα στέγασής του, για να βοηθήσει την οικογένειά του και στην αποπληρωμή χρέους του πατέρα του. Εργαζόταν σε δεκάωρες βάρδιες στην αποθήκη βερνικιών παπουτσιών του Γουώρρεν, στα Χάνγκερφορντ Στερς, κοντά στο σημερινό σιδηροδρομικό σταθμό του Τσάρινγκ Κρος. Έβγαζε μόλις 6 σελίνια την εβδομάδα κολλώντας ετικέτες σε βαζάκια με βερνίκι παπουτσιών. Οι κουραστικές και συχνά απάνθρωπες εργασιακές συνθήκες έμειναν βαθιά χαραγμένες στη μνήμη του Ντίκενς και επηρέασαν το λογοτεχνικό του έργο αλλά και τα δοκίμιά του. Αυτή η εμπειρία αποτελούσε το θεμέλιο για το ενδιαφέρον του στις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες και τις συμβάσεις εργασίας, την αυστηρότητα των οποίων επωμίζονταν αδίκως οι φτωχοί. Αργότερα, έγραψε χαρακτηριστικά: «... πόσο εύκολα θα μπορούσα να είχα παρασυρθεί σε τόσο νεαρή ηλικία».
Η δύσκολη προσωπική ζωή του Ντίκενς
Ο Κάρολος Ντίκενς (Τσαρλς Ντίκενς Charles Dickens, 7 Φεβρουαρίου 1812 - 9 Ιουνίου 1870) υπήρξε ένας από τους πιο διάσημους Άγγλους μυθιστοριογράφους και κριτικούς της κοινωνίας. Επινόησε ορισμένους από τους γνωστότερους διεθνώς φανταστικούς χαρακτήρες και θεωρείται από πολλούς ως ο σπουδαιότερος συγγραφέας της Βικτωριανής Εποχής. Τα έργα του έχαιραν άνευ προηγουμένου δημοτικότητας κατά τη διάρκεια της ζωής του, ενώ αυτή η δημοφιλία διατηρείται και σήμερα τόσο για τα μυθιστορήματα όσο και για τα διηγήματά του. Οι κριτικοί της λογοτεχνίας του 20ου αιώνα όπως και οι ακαδημαϊκοί τον έχουν αναγνωρίσει ως μια λογοτεχνική διάνοια.
Ο Ντίκενς γεννήθηκε στο Πόρτσμουθ. Αφού ο πατέρας του φυλακίστηκε λόγω χρεών, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχολείο για να εργαστεί σε εργοστάσιο. Παρά την απουσία επίσημης εκπαίδευσης, αναδείχθηκε σε ακούραστο επιστολογράφο, ενώ επιμελούνταν συντακτικά μια εβδομαδιαία έκδοση για 20 χρόνια.
Έγραψε 15 μυθιστορήματα, 5 νουβέλες, εκατοντάδες διηγήματα και μη λογοτεχνικά άρθρα. Έδωσε έναν εκτεταμένο αριθμό διαλέξεων και ήταν στρατευμένος υπέρ των δικαιωμάτων των παιδιών, της εκπαίδευσης και άλλων κοινωνικών μεταρρυθμίσεων.
Η λογοτεχνική επιτυχία του Ντίκενς ξεκίνησε με το λογοτεχνικό του ντεμπούτο, «Τα έγγραφα του Πίκγουικ», μια ιστορία που άρχισε να εκδίδεται το 1836, σε μηνιαίες συνέχειες. Σε λίγα χρόνια είχε μετατραπεί σε διεθνή λογοτεχνική διασημότητα, γνωστής για το χιούμορ, τη σάτιρά της και τη διορατική ματιά της στους χαρακτήρες και την κοινωνία. Τα μυθιστορήματά του, εκδίδονταν σε μηνιαίες ή εβδομαδιαίες συνέχειες, πρωτοπορώντας στο εκδοτικό οικοσύστημα της λογοτεχνίας, που τελικά έγινε ο κανόνας της Βικτωριανής εποχής. Αυτή η συγγραφική πρακτική επέτρεπε στον Ντίκενς να σφυγμομετρεί την απόκριση του κοινού και ακολούθως τροποποιούσε την πλοκή και την ανάπτυξη του χαρακτήρα, για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των αναγνωστών του. Για παράδειγμα, στον «Ντέηβιντ Κόπερφιλντ», όταν ο ποδίατρος της συζύγου του εξέφρασε τη δυσφορία του για τον τρόπο που η δεσποινίς Μάουτσερ αντιλαμβάνεται τις αναπηρίες της, ο Ντίκενς της προσέδωσε θετικά χαρακτηριστικά, ανυψώνοντάς την στα μάτια του αναγνώστη. Επεξεργάζονταν προσεκτικά την πλοκή και εισήγαγε στη διήγησή του συχνά στοιχεία που αφορούσαν σε τοπικά ζητήματα.
Η πρακτική της συγγραφής σε συνέχειες προσέδωσε στις ιστορίες του ένα συγκεκριμένο ρυθμό, ο οποίος τονιζόταν από δραματικές στιγμές με αποτέλεσμα το κοινό να περιμένει με ανυπομονησία τη συνέχεια του μυθιστορήματος. Πλήθη φτωχών αναλφάβητων, πλήρωναν μισόλιρα σε εγγράμματους για να τους διαβάσουν τις μηνιαίες συνέχειες, καλλιεργώντας μια νέα γενιά επίδοξων αναγνωστών. Η συνεχής δημοτικότητα των μυθιστορημάτων και των μικρών ιστοριών του, ναι τέτοια που δε σταμάτησαν ποτέ να εκδίδονται.
Ο Ντίκενς θεωρούταν ένας λογοτεχνικός κολοσσός της εποχής του. Η νουβέλα του 1843, «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία», παραμένει δημοφιλής και συνεχίζει να εμπνέει διασκευές σε κάθε καλλιτεχνικό είδος. Συχνά έχουν διασκευαστεί επίσης ο «Όλιβερ Τουίστ» και οι «Μεγάλες Προσδοκίες» και όπως αρκετά μυθιστορήματά του, επαναφέρουν μνήμες του Βικτωριανού Λονδίνου. Το μυθιστόρημα του 1859, «Ιστορία Δύο Πόλεων», που εξελίσσεται σε Λονδίνο και Παρίσι, είναι το πιο γνωστό του ιστορικό μυθιστόρημα (Βρίσκεται στην κορυφή της λίστας Βιβλία με περισσότερα από 100 εκατομ. αντίτυπα).
Το Μουσείο Ντίκενς
Το Μουσείο Καρόλου Ντίκενς (Charles Dickens Museum) βρίσκεται στον αριθμό 48 της οδού Ντάουτι (Doughty Street) στην περιοχή Χόλμπορν (Holborn) του Λονδίνου και στεγάζεται σε ένα τυπικής Γεωργιανής εποχής οίκημα, το οποίο αποτελούσε την κατοικία του Άγγλου συγγραφέα Καρόλου Ντίκενς από τις 25 Μαρτίου 1837 (ένα έτος μετά το γάμο του) ως το Δεκέμβριο του 1839. Το 1923 αγοράστηκε από την Εταιρεία Φίλων του Ντίκενς και αποτελεί έκτοτε το μουσείο του συγγραφέα.
Πρόκειται για ένα οίκημα τυπικής Γεωργιανής αρχιτεκτονικής, που βρίσκεται στην συνοικία του Μπλούμσμπερι, στο κέντρο του Λονδίνου και αποτέλεσε μια καλή βάση για να γνωρίσει ο συγγραφέας τις πνιγηρές φτωχογειτονιές της Βρετανικής πρωτεύουσας που απετέλεσαν κύρια πηγή έμπνευσης των μυθιστορημάτων του.
Ο Κάρολος Ντίκενς μαζί με τη σύζυγό του Κάθριν, κόρη ενός ευυπόληπτου Σκώτου δημοσιογράφου και λογοτέχνη, και τα τρία μεγαλύτερα από τα δέκα παιδιά τους έζησαν στο σπίτι αυτό για ένα διάστημα περίπου τριών ετών. Επίσης, η δεκαεπτάχρονη αδελφή της γυναίκας του Μαίρη εγκαταστάθηκε μαζί τους για να βοηθά το νιόπαντρο ζευγάρι. Ο Ντίκενς ένιωθε ιδιαίτερη στοργή για την καλοπροαίρετη κουνιάδα του, η οποία πέθανε στα χέρια του μετά από σύντομη ασθένεια το 1837 και αποτέλεσε ηρωίδα σε πολλά βιβλία του.
Στο σπίτι αυτό της οδού Ντάουτι κατοίκησε ο Ντίκενς ως το 1839, οπότε και μετακόμισε σε μεγαλύτερα σπίτια, αφού τα οικονομικά του αυξάνονταν και η οικογένειά του μεγάλωνε. Το σπίτι αυτό είναι το μόνο από τα πολλά σπίτια που έζησε ο Ντίκενς και η οικογένειά του και το οποίο σώζεται μέχρι σήμερα στο Λονδίνο. Στα δυόμιση και πλέον χρόνια που ο Ντίκενς έζησε στο σπίτι αυτό ήταν και τα πιο παραγωγικά της συγγραφικής του διαδρομής. Εδώ έγραψε τα δημοφιλή έργα του «Όλιβερ Τουίστ» και «Νίκολας Νίκλεμπυ», ολοκλήρωσε «Τα Χαρτιά του Πίκγουικ» και άρχισε να γράφει το «Μπάρναμπυ Ρατζ».
Το Μουσείο Καρόλου Ντίκενς στο Λονδίνο κατέχει την πλουσιότερη και πιο αξιόλογη στον κόσμο όλο συλλογή πινάκων, σπάνιων εκδόσεων, χειρογράφων, παλιάς επίπλωσης και άλλων αντικειμένων που σχετίζονται με το ζωή και το έργο του Ντίκενς. Το πιο γνωστό έκθεμα του μουσείου είναι το πορτρέτο του Ντίκενς, με τον τίτλο «Το όνειρο του Ντίκενς» (Dickens’ Dream), φιλοτεχνημένο από τον καλλιτέχνη της βικτωριανής εποχής R. W. Buss (1804 – 1875), το οποίο, ημιτελές, απεικονίζει τον Ντίκενς στο γραφείο του ανάμεσα σε πολλούς χαρακτήρες από τα έργα του.
Το σπίτι-μουσείο, μας μεταφέρει με θαυμαστή ακρίβεια την εποχή του 19ου αιώνα, δίνοντας μας την δυνατότητα να θαυμάσουμε μεταξύ των άλλων, το γραφείο όπου ο Ντίκενς έγραψε μερικά κλασσικά αριστουργήματα του όπως τον «Όλιβερ Τουίστ», την βιβλιοθήκη όπου δέχονταν τους θαυμαστές του η την κρεβατοκάμαρα που είναι γεμάτη από προσωπικά του αντικείμενα. Χάρη στην τελευταία ανακαίνιση είναι πλέον επισκέψιμος ο χώρος της κουζίνας και της σοφίτας, που φιλοξενεί μια εκτεταμένη συλλογή από σπάνιες φωτογραφίες, χειρόγραφα και λεπτομέρειες σχετικές με τα δύσκολα παιδικά χρόνια του μεγάλου λογοτέχνη. Στο μουσείο αυτό, το οποίο στεγάζεται σε μια βικτωριανή κατοικία στην οποία είχε μείνει ο Κάρολος Ντίκενς και η οικογένειά του μεταξύ του 1837 και του 1840, εκτίθενται περισσότερα από 100.000 αντικείμενα. Μεταξύ αυτών, τα έπιπλα, επιστολές και χιλιάδες φωτογραφίες του πολέμιου των κοινωνικών ανισοτήτων και της τύχης που επιφυλασσόταν στα παιδιά των λαϊκών τάξεων.