Πάρτο Λίζα και κάντο κορνίζα

Πάρτο Λίζα και κάντο κορνίζα

Του Αλέξανδρου Σκούρα

Μέχρι και μια γενιά πριν, το πανεπιστημιακό πτυχίο στην Ελλάδα θεωρούταν εγγύηση κοινωνικής και οικονομικής ανέλιξης. Οι περισσότερες ελληνικές οικογένειες έβλεπαν το πανεπιστήμιο ως ένα από τα αποτελεσματικότερα εργαλεία κοινωνικής κινητικότητας - γι' αυτό και ενθάρρυναν έως και πίεζαν αφόρητα τα παιδιά τους να “περάσουν στο πανεπιστήμιο” και να πάρουν ένα κάποιο πτυχίο. Είτε γίνονταν γιατροί, είτε δικηγόροι, είτε πολιτικοί μηχανικοί, είτε φιλόλογοι, είτε στη συνέχεια δούλευαν ως μισθωτοί, ελεύθεροι επαγγελματίες ή δημόσιοι υπάλληλοι, το πτυχίο θα τους έδινε κοινωνική καταξίωση και οικονομική άνεση - αυτή τουλάχιστον ήταν η διαδεδομένη πεποίθηση.

Αυτά όμως μέχρι πρότινος. Μια πρόσφατη μάλιστα έρευνα του Economist που αξιοποιεί στοιχεία του ΟΟΣΑ καταδεικνύει ότι στην Ελλάδα το οικονομικό πλεονέκτημα του να αποκτήσεις πτυχίο είναι κατά μέσο όρο λίγο μικρότερο από 100.000 δολάρια ΗΠΑ. Τα περισσότερα δηλαδή χρήματα που ο μέσος Έλληνας πτυχιούχος θα κερδίσει σε ολόκληρη τη ζωή του σε σχέση με τον μη πτυχιούχο συμπατριώτη του δεν είναι δα και κανένα τεράστιο ποσό, αν σκεφτούμε ότι επιμερίζονται σε πολλά χρόνια εργασίας.

Τόσο για την Ελλάδα λοιπόν, όσο και για πολλές ευρωπαϊκές χώρες, το όνειρο ότι αν πάρεις ένα πτυχίο και δουλέψεις σκληρά θα πετύχεις έχει χάσει μεγάλο μέρος της λάμψης του. Ένας από τους λόγους που συμβαίνει αυτό, καταδεικνύεται από την έρευνα: οι χώρες όπου τα πτυχία αποδίδουν τα μικρότερα οικονομικά πλεονεκτήματα είναι αυτές που συνδυάζουν υψηλή εξειδίκευση του πληθυσμού με υψηλούς φόρους εισοδήματος.

Το πρώτο στοιχείο συνδέεται με τον λεγόμενο πληθωρισμό των πτυχίων: Όσο μεγαλύτερο είναι το ποσοστό των πτυχιούχων σε μια χώρα, τόσο μικρότερη είναι η οριακή αξία του εκάστοτε πτυχίου. Το δεύτερο στοιχείο έχει να κάνει με τα κίνητρα: Ένας υψηλός φόρος εισοδήματος λειτουργεί ως αντικίνητρο να δουλέψει κανείς περισσότερο.

Βεβαίως, σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, στο φαινόμενο αυτό συμβάλλουν κι άλλοι παράγοντες, με σημαντικότερο ίσως από από αυτούς τον μικρό βαθμό σύνδεσης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας. Όπως επισημαίνουν έρευνες του ΣΕΒ, του ΙΟΒΕ αλλά και της ΓΣΕΕ, ενώ η ανεργία είναι κοντά στο 20% και η νεανική ανεργία ξεπερνά το 40%, οι επιχειρήσεις δυσκολεύονται να βρουν εξειδικευμένους εργαζόμενους.

Και βεβαίως, μέρος αυτού του προβλήματος είναι και το μεταπολιτευτικό όνειρο του διορισμού στο δημόσιο. Ένα απατηλό όνειρο που, ευτυχώς, παρά τα όσα είπε προσφάτως η κυρία Τασία Χριστοδουλοπούλου, σαγηνεύει όσο περνά ο καιρός όλο και λιγότερους νέους ανθρώπους.

Ήρθε η ώρα λοιπόν αυτό το απατηλό όνειρο να το αντικαταστήσουμε με ένα πραγματικό όραμα: Το όραμα μιας τριτοβάθμιας εκπαίδευσης συνδεδεμένης αποτελεσματικότερα με τις ανάγκες της κοινωνίας και της οικονομίας, με δημόσια πανεπιστήμια που θα αξιολογούνται και θα συνδέουν μέρος της χρηματοδότησής τους με τις επιδόσεις τους, με αναγνωρισμένα και ισότιμα ιδιωτικά πανεπιστήμια που θα ενισχύουν τον ανταγωνισμό της γνώσης, με περισσότερες και καλύτερες επιλογές για τους νέους ανθρώπους που θα τους δίνουν τα εφόδια να διεκδικήσουν το μέλλον τους, με ουσιαστικές προοπτικές επαγγελματικής εκπαίδευσης που θα αποτελεί επιλογή καριέρας και όχι λύση ανάγκης.


Τολμάμε λοιπόν να δημιουργήσουμε αυτό το νέο “ελληνικό όνειρο”;