Της Μαρίας Χούκλη
Η συζήτηση στη Βουλή για τη διαφθορά/διαπλοκή/δικαιοσύνη ήταν παράδοξη και θα αποδειχθεί μετά βεβαιότητας ατελέσφορη.
Παράδοξη, γιατί δυο κορυφαίοι θεσμοί, το Κοινοβούλιο και τα πολιτικά κόμματα, αντιπαράθεσαν αιτιάσεις και απόψεις για τη λειτουργία άλλων εξόχως σημαντικών: ενός μείζονος, της Δικαιοσύνης, και των επίσης καίριων που είναι τα Μέσα Ενημέρωσης και το τραπεζικό σύστημα. Πού έγκειται το παράδοξο; Στο ότι όλοι τους δεν χαίρουν και της μεγαλύτερης εκτίμησης από την κοινωνία.
Αξίζει να δούμε τι ανίχνευσε έρευνα που διενήργησε η διαΝΕΟσις τον περασμένο Νοέμβριο, δηλαδή σχετικά πρόσφατα. Το ερώτημα ήταν «πόσο εμπιστεύεστε τους παρακάτω θεσμούς» και η λίστα περιλάμβανε δεκαοκτώ θεσμικές οντότητες. Πρώτευσε η οικογένεια με ποσοστό κοντά στο 100% και ακολούθησαν οι Ένοπλες Δυνάμεις με ποσοστό περίπου 80%. Σχετικά υψηλά στην εκτίμηση του κόσμου η Αστυνομία, επτά στους 10 έβαλαν θετικό πρόσημο.
Μετά αρχίζει η ζώνη της δυσπιστίας ή καλύτερα του διχασμού της κοινωνίας. Η Δικαιοσύνη, η κυβέρνηση και το Κοινοβούλιο –με αυτήν τη σειρά κατάταξης απολαμβάνουν της εμπιστοσύνης μόνο των μισών πολιτών. Το τραπεζικό σύστημα, τα πολιτικά κόμματα και τα ΜΜΕ, ακόμη λιγότερων. Βρίσκονται πολύ - πολύ χαμηλότερα στο «χρηματιστήριο» των εκτιμητέων σε θεσμών.
Η δυσπιστία έχει προφίλ. Ηλικιακό, εισοδηματικό, μορφωτικό, πολιτικό. Διαπιστώνεται, όμως, αξιοπρόσεκτη ομογνωμία. Πώς το έλεγε η Μελίνα; «Δεν αρέσουμε πια».
Θεωρώντας, με την αυθαιρεσία του υποκειμενισμού, ότι πρωταγωνιστές της αποψινής συζήτησης, εμφανείς και αφανείς, είναι τα πολιτικά κόμματα και η Δικαιοσύνη, ας δούμε ποιος τους εκτιμά και ποιος δεν τους εμπιστεύεται. Το παράδοξο που έλεγα στην αρχή του κειμένου.
Ας ξεκινήσω από τη Δικαιοσύνη, που έχει καλύτερες επιδόσεις. Με μικρές διακυμάνσεις, 4 στους 10 ψηφοφόρους από όλο το πολιτικό φάσμα που εκπροσωπείται στη Βουλή απάντησαν ότι την εμπιστεύονται λίγο έως καθόλου.
Σε ο, τι αφορά στα πολιτικά κόμματα, τα ποσοστά καταρρέουν ιλιγγιωδώς. Περίπου οκτώ στους 10 –πάλι από όλο το ιδεολογικό φάσμα– δηλώνουν ότι δεν τα εμπιστεύονται, με το «καθόλου» να υπερτερεί αξιοσημείωτα του «λίγο». (Πιθανότατα οι ψηφοφόροι όταν εκφράζουν την απαρέσκειά τους προς τα κόμματα, να εννοούν όλα τα άλλα εκτός από εκείνο που επέλεξαν στις εκλογές.
Αν και οι δημοσκοπήσεις με την πρόθεση ψήφου δείχνουν ότι είναι γενικευμένη η δυσφορία και η απογοήτευση.)
Το εκκρεμές κινείται άλλοτε πιο κοντά προς το συν και άλλοτε προς το πλην, αν λάβουμε υπόψη το φύλο, την ηλικία, τα εισοδήματα, την κατάσταση απασχόλησης, τη γεωγραφική προέλευση του δείγματος και το επίπεδο μόρφωσης. Ωστόσο, πάλι υπάρχει μια ευρύτατη γκρίζα περιοχή όπου συναντάται ο έντονος προβληματισμός όλων για την ποιότητα της λειτουργίας των συγκεκριμένων θεσμών.
Εύλογα, λοιπόν αναφύεται το ερώτημα: τι σόι κάθαρση μπορεί να γίνει, όταν είναι τόσο απαξιωμένα στα μάτια της κοινωνίας τα πολιτικά κόμματα, τα πολιτικά υποκείμενα δηλαδή της Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας και ο κορυφαίος των θεσμών της, η Δικαιοσύνη.
Γι'' αυτό, η συζήτηση θα αποδειχθεί ατελέσφορη, παράλληλοι θυμωμένοι μονόλογοι, με τα ανώδυνα αυτονόητα να λέγονται και τα επώδυνα κρίσιμα να αποσιωπώνται. Εάν δεν συνειδητοποιήσουν οι τρώσαντες ότι μόνον εκείνοι μπορούν να φέρουν εις πέρας την ίαση, οι δείκτες εμπιστοσύνης προς τους συντεταγμένους θεσμούς της Εκτελεστικής, Νομοθετικής και Δικαστικής Εξουσίας θα βαίνουν μειούμενοι. Δεν μπορεί μία κοινωνία να κυβερνηθεί από την Οικογένεια, τις Ένοπλες Δυνάμεις και την Αστυνομία.