Της Μαρίας Χούκλη
Οι πλέον ικανές και αποφασιστικές κυβερνήσεις μπορεί να αιφνιδιαστούν από αναπάντεχα γεγονότα, από το εύρος και τη δυναμική πολυσυνθέτων καταστάσεων, όπως το μεγάλο μεταναστευτικό κύμα που σκάει στις πόρτες της Ευρώπης. Μέχρι εκεί η κατανόηση. Είναι προϊόν της ιστορικής συγκυρίας οι προσφυγικές ροές, αλλά δεν έπεσαν εν μια νυκτί, από τον ουρανό, τόσοι άνθρωποι.
Οι κυβερνήσεις δεν εκλέγονται για τα εύκολα, αλλά για τα δύσκολα. Να είναι Προμηθείς και όχι Επιμηθείς. Για να προνοούν και να θεραπεύουν, ακόμη και αν χρειάζεται να περπατήσουν ανάμεσα από κομμένα γυαλιά και αναμμένα κάρβουνα. Στις αντιπροσωπευτικές κοινοβουλευτικές δημοκρατίες, η ψήφος δίνεται με αυτήν την προϋπόθεση. Ο πολίτης, με την επιλογή του στην κάλπη, δηλώνει ότι εμπιστεύεται τη μια ή την άλλη πολιτική δύναμη να φέρει εις πέρας μια πολύπλοκη λειτουργία: να εξασφαλίσει συνθήκες ανθρώπινης διαβίωσης, τη σωματική υγεία και ακεραιότητα, την καλλιέργεια και τη συναισθηματική ανάπτυξη, την ελευθερία συνείδησης, μαζί με την κοινωνική πολιτική και θρησκευτική ελευθερία. Οικουμενικές αξίες που προστατεύονται από Διακηρύξεις, Χάρτες και Διεθνείς Συμβάσεις, για τους πολίτες της χώρας, αλλά και όσους βρεθούν στην επικράτεια της.
Ο Αριστοτέλης, πρώτος, κατηγοριοποίησε τις πολιτικές και ηθικές υποχρεώσεις των κυβερνώντων που θέλουν να λέγονται δημοκρατικοί, προοδευτικοί, φιλολαϊκοί. Και είναι γνωστός ο απέραντος θαυμασμός του Μαρξ για τον Έλληνα φιλόσοφο, που τον θεωρούσε έναν από τους γίγαντες της Σκέψης. Όμως, οι πολίτες εκχωρούν στο κράτος και στην εκάστοτε κυβέρνηση –εκτός από το δικαίωμα να φροντίζουν για την αξιοπρεπή και την ολοκληρωμένη ζωή καθενός ξεχωριστά– ένα ακόμη, εξίσου σημαντικό, δικαίωμα: αναθέτουν στο κράτος και στις πολιτικές δυνάμεις που αναλαμβάνουν την εξουσία να θεσπίζουν κανόνες ευρυθμίας, που θα τακτοποιούν, με τη μέγιστη δυνατή δικαιοσύνη, ζητήματα δημοσίου συμφέροντος, ώστε να μην μετατραπούν οι κοινωνίες σε τοπία αναρχίας και αλληλοσπαραγμού, σε πεδία ευτελισμού της έννοιας άνθρωπος.
Ασφαλώς, η ελληνική κυβέρνηση καλείται να συνυπολογίσει και πολλές διπλωματικές παραμέτρους προκειμένου να διαχειριστεί το προσφυγικό. Τα ανατολικά και τα βόρεια σύνορα μας, λόγω των γνωστών προβλημάτων με τους γείτονες, μοιάζουν με νευρικές απολήξεις. Κάθε άγγιγμα προκαλεί διαταραχή, που χρειάζεται προσεκτική αντιμετώπιση.
Ωστόσο, άλλο η πολιτική ευελιξία και άλλο η πολιτική απραξία.
Είναι απαράδεκτη η εξήγηση που δίνουν οι υπουργοί για την εγκατάλειψη αυτών των ανθρώπων. «Δεν φιλοξενούνται σε χώρο την ευθύνη του οποίου έχει το κράτος», λένε.
Μα, καλώς ή καλώς, βρίσκονται στην ελληνική επικράτεια, επί της οποίας ασκεί την κυριαρχία αποκλειστικά η ελληνική πολιτεία.
Μέχρι τώρα καταριόμασταν τα μνημόνια για κατάλυση αυτής της κυριαρχίας. Τώρα την απεμπολούμε στο όνομα κρυφών σχεδιασμών και ρηχών επικοινωνιακών τεχνασμάτων. Ο ξένος πόνος από διαπραγματευτικό χαρτί στα διεθνή fora έχει μετατραπεί σε κηλίδα στην εθνική εικόνα.
Αυτό που συμβαίνει στην Ειδομένη δεν είναι ούτε πολιτικό, ούτε ηθικό και είναι απορίας άξιο πώς βγαίνει υπουργός Πολιτισμού να δηλώνει πως «η Ελλάδα δεν έχει τίποτα να ντραπεί σε σχέση με την Ειδομένη». Ακόμη κι αν το πιστεύει, δικαίωμά του, είναι επιπόλαιο να το λέει με φόντο τους ταλαιπωρημένους ανθρώπους στον καταυλισμό. Δεν χωρά συμψηφισμούς με τις πρακτικές άλλων χωρών, ούτε αρκεί η εξήγηση πως οι ίδιοι δεν θέλουν να φύγουν. Η κυβέρνηση οφείλει να βρει λύση, να κινητοποιήσει όλο το δυναμικό της, για να πάψει να υπάρχει η Ειδομένη και το ανοιχτό γκέτο του Πειραιά. Δεν μπορεί να κρύβεται πίσω από την αλληλεγγύη των εθελοντών και των οργανώσεων αρωγής. Ψηφίστηκε για να παράγει αποτελέσματα και όχι να υποδύεται τον Μπαν Κι- μουν.