Αύριο, 12 Φεβρουαρίου, συμπληρώνονται 168 χρόνια από τη γέννηση του Ώυγκεν Μπεμ φον Μπάβερκ, ενός από τους διαπρεπέστερους εκπροσώπους της παλιάς φρουράς της Αυστριακής Οικονομικής Σχολής.
Ο Μπεμ-Μπάβερκ υπήρξε συνεχιστής της διανοητικής παράδοσης του ιδρυτή της Αυστριακής Σχολής Καρλ Μένγκερ, και με τη σειρά του υπήρξε καθηγητής του Λούντβιχ φον Μίζες. Διετέλεσε μεταξύ άλλων Υπουργός Οικονομικών της τότε Αυστροουγγαρίας, ενώ από το 1984 μέχρι το 2002, έτος κυκλοφορίας του ευρώ στην Αυστρία, η μορφή του απεικονιζόταν στο χαρτονόμισμα των 100 σελινιών.
Η βασική συμβολή του Μπεμ-Μπάβερκ στην ιστορία της οικονομικής σκέψης είναι η δριμεία κριτική που διατύπωσε στη μαρξιστική θεωρία. Συνεχίζοντας τα βήματα του Μένγκερ, ο Μπεμ-Μπάβερκ αντιλαμβανόταν πλήρως ότι η αξία ενός προϊόντος διαμορφώνεται υποκειμενικά - ένα προϊόν έχει αξία μόνο αν, και μόνο στο βαθμό που κάποιος θέλει να το αποκτήσει.
Η αξία, σύμφωνα με τους Αυστριακούς, δεν ενυπάρχει στα αντικείμενα ως μια αντικειμενική ποιότητα όπως υποστήριζαν οι κλασικοί οικονομολόγοι όπως ο Μαρξ και ο Ρικάρντο, και δεν είναι το αποτέλεσμα του ποσού της εργασίας που επενδύθηκε στην παραγωγή τους, όπως υποστηρίζουν οι μαρξιστές.
Αυτή η κεντρική ανακάλυψη των Αυστριακών αποτελεί και το βασικό επιχείρημα του Μπεμ-Μπάβερκ στην κριτική του εναντίον της μαρξιστικής θεωρίας της εκμετάλλευσης: Εφόσον τα προϊόντα δεν έχουν αντικειμενική τιμή που καθορίζεται από την εργασία που απαιτεί η παραγωγή τους, αλλά η τιμή αυτή προσδιορίζεται αντιθέτως από τις προτιμήσεις των καταναλωτών τους, τότε χάνει τη σημασία της η έννοια της υπεραξίας, την οποία σύμφωνα με τους μαρξιστές καρπώνονται οι κεφαλαιοκράτες εκμετάλλευόμενοι τους εργάτες.
Αντιθέτως, υποστηρίζει ο Μένγκερ, οι κεφαλαιούχοι καταβάλλουν στους εργάτες την αμοιβή τους πολύ πριν οι ίδιοι εισπράξουν τα όποια έσοδα από την πώληση του τελικού προϊόντος και το κέρδος των κεφαλαιούχων αντανακλά αυτή τη διάσταση του χρόνου, αλλά και το ρίσκο που αναλαμβάνουν.
Στο εμβληματικότερο έργο του με τίτλο Ο Καρλ Μαρξ και το Κλείσιμο του Συστήματός του, ο Μπεμ-Μπάβερκ εντοπίζει την κρίσιμη αντίφαση στον νόμο της αξίας του Μαρξ ανάμεσα στα όσα εκείνος γράφει στον πρώτο και στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου. Η κριτική αυτή θεωρήθηκε στην εποχή της ένα μοιραίο χτύπημα στη μαρξιστική θεωρία της αξίας, και αποτελεί ακόμη και σήμερα τη βάση για την απόρριψη της θεωρίας αυτής από το κύριο ρεύμα της οικονομικής σκέψης.
Τέλος, στον Μπεμ-Μπάβερκ οφείλουμε ένα από τα γλαφυρότερα παραδείγματα που εξηγούν την οριακή ωφέλεια: Ένας γεωργός έχει πέντε σακιά στάρι για να βγάλει τη χρονιά. Χρειάζεται από ένα σακί απλώς για να επιβιώσει, για να τραφεί αξιοπρεπώς, για να εκτρέψει κότες, για να φτιάξει ποτό και για να ταΐσει τους παπαγάλους που του κρατούν συντροφιά.
Είναι προφανές ότι παρά το γεγονός ότι κάθε σακί στάρι έχει το ίδιο περιεχόμενο, δεν έχουν όλα την ίδια αξία γι' αυτόν - το πρώτο είναι πολύ πιο σημαντικότερο από το πέμπτο. Και φυσικά, αν χάσει ένα σακί, η καλύτερη επιλογή θα είναι να απελευθερώσει τους παπαγάλους του, να εγκαταλείψει δηλαδή την τελευταία και λιγότερο σημαντική χρήση, την οριακή ωφέλεια.
Σε ποιο σακί με στάρι αντιστοιχεί σήμερα η ανάγνωση του έργου του Μπεμ-Μπάβερκ; Κάποιοι θα πουν στο πέμπτο. Για τους φίλους της ελευθερίας όμως, η απάντηση είναι μάλλον στο τέταρτο - σ' ένα πλούσιο, ωριμασμένο, σπάνιο απόσταγμα!