Ένα από τα πιο επιτυχημένα αποφθέγματα της Μάργκαρετ Θάτσερ ήταν ότι δεν υπάρχει δημόσιο χρήμα, μόνο χρήμα φορολογουμένων. Για να δικαιολογηθεί η κρατική δαπάνη των χρημάτων των φορολογουμένων σε μία έκτακτη περίοδο, όπως η σημερινή, δεν χρειάζεται να είναι κανείς κεϋνσιανός. Όλα τα είδη των φιλελευθέρων αναγνωρίζουν ότι σε τέτοιες περιόδους το κράτος έχει ρόλο και μπορεί να παρέμβει στην οικονομία προκειμένου να εξασφαλίσει τη σταθερότητα. Η διαφορά των φιλελεύθερων από τους περισσότερους κεϋνσιανιστές είναι ότι οι μεν αποδέχονται με σκεπτικισμό την κρατική παρέμβαση σε περιόδους κρίσης ενώ οι δε επιθυμούν τη συνέχιση της παρεμβατικότητας και σε περιόδους σταθερότητας.
Τα μέτρα λοιπόν που έλαβε η κυβέρνηση και ανακοινώθηκαν την προηγούμενη εβδομάδα θα κριθούν στην ώρα τους για την αποτελεσματικότητα και τη σχέση κόστους-οφέλους που τα συνοδεύουν. Όμως, με αφορμή την ανακοίνωση για τη συνέχιση της μείωσης ενοικίων, πρέπει να γίνει μία ξεχωριστή αναφορά στα μόνιμα θύματα των κρίσεων - είτε αυτές λέγονται μνημόνια είτε κορονοϊός. Το να έχουμε μία στέγη πάνω από το κεφάλι μας είναι μία από τις βασικότερες ανάγκες μας. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για αυτό. Δυστυχώς, στην Ελλάδα αντιμετωπίζουμε αυτούς που μας παρέχουν αυτή τη στέγη, έναντι μίας αμοιβαίως συμφωνημένης αμοιβής, ως πολίτες β’ κατηγορίας.
Αρχικά, στα χρόνια των μνημονίων που οι κυβερνήσεις έψαχναν να βρουν απεγνωσμένα έσοδα (αντί να περικόψουν έξοδα), τα ακίνητα έγιναν στόχος νέων φόρων. Η λύση αυτή, πάλι σε περίοδο έκτακτης ανάγκης, ήταν δελεαστική διότι τα ακίνητα δεν κρύβονται, είναι μία σταθερή επένδυση που αποφέρει έσοδα κάθε μήνα. Φυσικά, οι φόροι που παρουσιάστηκαν ως προσωρινά μέτρα κρίσης τότε έχουν καταστεί μόνιμα σήμερα. Δευτερευόντως, θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι τα ακίνητα έγιναν στόχος βάναυσης φορολογικής πολιτικής γιατί στην Ελλάδα υπάρχει η βαθιά ριζωμένη ταξική αντίληψη πως όποιος έχει στην ιδιοκτησία του ακίνητο είναι και πλούσιος.
Σήμερα, η συνέχιση του μέτρου της μείωσης ενοικίων προστίθεται στη λίστα των ατυχών μέτρων που παίρνουν οι κυβερνήσεις μας σε περίοδο κρίσης που δυσχεραίνουν τη θέση των ιδιοκτητών. Σε αντίθεση με πολλά εύλογα μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση, η μείωση των ενοικίων αποτελεί μία απευθείας αναδιανομή εισοδημάτων από τους ιδιοκτήτες προς τους ενοικιαστές. Η κυβέρνηση, δηλαδή, αντί να επιδοτήσει όσους δεν μπορούν να πληρώσουν το νοίκι τους ή τους ιδιοκτήτες των ακινήτων που προέβησαν σε μείωση από μόνοι τους, επέλεξε να γίνει γενναιόδωρη με τα λεφτά των ιδιοκτητών. Τα λιγοστά μέτρα προκειμένου να αντισταθμιστεί αυτή η ζημιά σε καμία περίπτωση δεν είναι αρκετά.
Παράλληλα, όπως είναι αναμενόμενο, τα ενοίκια, ακόμα και αυτά που έπεσαν στο 60%, που δεν καταβάλλονται λόγω αδυναμίας αυξάνονται λόγω της κρίσης του κορονοϊού έχουν αρχίσει να αυξάνονται. Η κυβέρνηση θα μπορούσε, ως ελάχιστη ένδειξη σεβασμού προς τους ιδιοκτήτες, να συνδυάσει τη μείωση της τάξης του 40% με την έγκαιρη πληρωμή του υπόλοιπου 60%. Κάτι τέτοιο, δυστυχώς, δεν έγινε.
Οι ιδιοκτήτες ακινήτων, για ακόμα μια φορά, θα πρέπει να υποστούν το βάρος της κρατικής γενναιοδωρίας. Όταν επένδυαν στα ακίνητα ίσως να νόμιζαν ότι επενδύουν σε μία σταθερή αγορά με καλές προοπτικές για ένα σταθερό εισόδημα στο μέλλον. Όμως, οι κρίσεις, οι φόροι, και οι πολιτικές που ακολούθησε το ελληνικό κράτος αποδεικνύουν ότι μάλλον λάθος έκαναν.