Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Όπως δεν υπάρχουν βέγκαν λύκοι, έτσι δεν μπορείς να είσαι ταυτόχρονα και πλούσιος και κομουνιστής, Αριστερός ριζοσπάστης, επαναστάτης — δηλαδή, δεν μπορείς? πώς να το κάνουμε τώρα. Μόνο ο Βούδας το έκανε, αλλά ο Βούδας —guess what— είναι παραμύθι: ήταν το Disney+ της αρχαιότητας, ή μάλλον το Bollywood+ της αρχαιότητας. Ταυτόχρονα όμως, δεν γίνεται να ηγηθείς ενός ριζοσπαστικού κινήματος της Αριστεράς αν δεν είσαι από σόι, με καλές σπουδές, οικονομική άνεση, μηδέν σκοτούρες και μαθημένος από πιτσιρίκι στα βελούδα. Στη Δύση δεν έχουμε εξαιρέσεις σ' αυτό τον κανόνα. (Έχουμε βέβαια στη Λατινική Αμερική: εκεί μπορεί να πιάσεις την καλή ακόμα κι αν είσαι καλλιεργητής κόκας, όπως ο Μοράλες, ή νταλικέρης με πειραγμένο ταχογράφο, όπως ο Μαδούρο. Να πιάσεις την καλή 1000%, όχι αστεία. Με τις πισίνες σου, με τα πούρα σου, με σαστισμένα μοντέλα να κάνουν ότι διασκεδάζουν και το φχαριστιούνται όταν απλώνεις τα χέρια σου πάνω τους, με τα πάντα όλα. Είναι το λεγόμενο λατινοαμερικάνικο όνειρο).
Αν όμως δεν είσαι τού τένις, το πολύ-πολύ να φτάσεις να γίνεις ένας φτωχοδιάβολος που σπάει κοσμηματοπωλεία, ληστεύει τράπεζες, τραβάει κάνα κουμπούρι και σέρνεται από γιάφκα σε γιάφκα με την ψυχή στο στόμα, μέχρι να τον κλείσουν μέσα για τον μισό Ποινικό Κώδικα. Ήσουν φτωχαδάκι, τρώγατε —και αν— από κάνα κοτόπουλο με πατάτες στον φούρνο την Κυριακή, σου άρεσε η νύχτα, μισούσες το κράτος, τις Αρχές, τους χαρτογιακάδες, τους νοικοκυραίους και όλο αυτό το πράγμα, διάβασες και πέντε σελίδες αναρχικά κείμενα — και αυτό ήταν: έγινες ο Ρομπέν των Δασών, που τα κλέβει από τους κάπως πιο πλούσιους από σένα —αυτούς που μάλλον τρώγανε εκείνη την έρμη την κότα τις Κυριακές— για να τα δώσει στους φτωχούς… δηλαδή σε σένα. Σάμπως εσύ δεν είσαι φτωχός; Είσαι.
Όμως δεν πάει έτσι με τους άλλους που λέγαμε. Του τένις. Αυτοί δεν είναι χαζοί σαν του λόγου σου (γιατί εσύ είσαι χαζός, με πατέντα: χαζός βήτα εθνικής), αυτοί όλοι τους είναι ξύπνιοι και ανοιχτομάτηδες. Γιατί; Γιατί απλούστατα είχαν μόρφωση και εφόδια όταν εσύ δεν είχες ούτε κότα την Κυριακή. Αυτοί μπορούν και παραμπορούν αν θέλουν να γίνουν ηγέτες ενός κάποιου ριζοσπαστικού κινήματος. Και το θέλουν κάμποσοι. Και μερικοί τα καταφέρνουν. Οι υπόλοιποι; Οι υπόλοιποι αρθρογραφούν εδώ κι εκεί, κι αν τα φέρει καλά η μοίρα μπορεί να πάρουν, εκτάκτως, μια καλή θέση, έναν διορισμό, ένα δυνατό σπρώξιμο στην καριέρα τους. Αλλά είπαμε: αυτοί είχαν τα προσόντα, και τα δούλεψαν, τα καλλιέργησαν. (Ή έγιναν συνδικαλιστές, καθώς ο χώρος εκεί δεν χρειάζεται πτυχία). Μερικοί μάλιστα είχαν πολύ περισσότερα από τον μέσο αστό που δεν είχε τέτοια όνειρα μεγαλείου γιατί τον ενδιέφερε πρωτίστως ο επιούσιος. Όλοι τους ήταν άξιοι άνθρωποι, γιατί γεννήθηκαν μέσα στα ωραία.
Οι άλλοι όμως; Οι υπόλοιποι; Είπαμε πριν ότι το ταβάνι τους είναι να φτάσουν να γίνουν επαγγελματίες επαναστάτες, σαν την Μπόνι και τον Κλάιντ (και όχι σαν τον Σάκο και τον Βαντσέτι, λυπάμαι). Όμως αυτοί είναι στατιστικώς ασήμαντοι, δεν καταμετρώνται καν στο σύστημα. Οι πολλοί, οι μπόλικες μυριάδες, έχουν άλλου τύπου ταβάνι: του πιστού.
Ομολογώ πως δεν είναι λίγο. Ίσα-ίσα, αν είσαι κάπως ρομαντική ψυχή, σου φαίνεται τόσο ακαταλαβίστικη η ζωή, σου προξενεί τόσο πονοκέφαλο η «τραγικότητα της ύπαρξης», σου γυρίζει τόσο πολύ το μυαλό η αδικία, που θέλεις από κάπου να πιαστείς. Η γιαγιά μου η Βέτα πιάστηκε από τους αγίους στο εικονοστάσι της και από κάτι μαγιολίκια που έκανε με κάτι άλλες θείες στη γειτονιά. Οι ρομαντικές ψυχές που τα βρίσκουν σκούρα με τα ανερμήνευτα δράματα της ζωής —και που δεν το 'χαν για παραπάνω— γίνονται κι αυτοί πιστοί, άλλα άλλου τύπου: άλλου Θεού, με άλλα μαγιολίκια. Είναι αναγκαίο αυτό, και νιώθεται για τα καλά, γιατί αλλιώς πρέπει να μουτζώνεις τον εαυτό σου και να λες από το πρωί στον καθρέφτη, «Μα τι έκανα;!»
Λίγοι το καταφέρνουν αυτό. Οι περισσότεροι προτιμούν να πιστεύουν. Η πίστη σώζει. Η πίστη σε κάνει καλό ακόλουθο. Σου ανοίγει και τα μάτια: βλέπεις θαύματα, ξαφνικά? πιστεύεις ακράδαντα πως με τα μέσα παραγωγής στα χέρια σου, ή με την εξουσία, με ένα σκισμένο Μνημόνιο, με μια λεκάνη ψάρια και με πέντε καρβέλια θα φάνε όλοι οι ενωμένοι προλετάριοι, όλες οι Ελληνίδες και όλοι οι Έλληνες, και θα χορεύουν οι πλούσιοι και οι υπόλοιποι ανθρωποφάγοι στον σκοπό που τους παίζεις.
* * *
Ακούγονται κάπως ανεπίκαιρα όλα αυτά, αλλά δεν είναι. Μακάρι να ήταν. Στο μυαλό μου έχω τις φοιτητικές κινητοποιήσεις των ημερών — που δεν είναι φοιτητικές, και δεν είναι κινητοποιήσεις. Σκέφτομαι τους πιτσιρικάδες εκείνους που πέφτουν σε μια μάχη ικανή ΜΟΝΟ να τους πάει ακόμη πιο πίσω? δεν μπορούν να καταλάβουν πόσο πίσω. Σκέφτομαι τους λίγους που το γουστάρουν όλο αυτό και που τους τρέχουνε τα σάλια καθώς τρίβουν τα χέρια («Μεγάλη αναταραχή, υπέροχη κατάσταση»), γιατί οι ίδιοι έχουν χίλιες πισινές, και γιατί οι ίδιοι θα τη βγάλουν καθαρή: τόσο τώρα, όσο και όταν θα έρθει η ενηλικίωση των υπολοίπων: γιατί θα 'ναι τα αφεντικά τους και θα τους τσιμπάνε το μάγουλο (ή θα τους μπατσίζουν άλλο μέλος του σώματός τους). Σκέφτομαι τη χαώδη διαφορά ανάμεσα σε ένα κανονικό ευρωπαϊκό πανεπιστήμιο του 21ου αιώνα και στα δικά μας, αυτούς τους σκουπιδότοπους όπου παλεύουν με σφιγμένα δόντια, καθημερινά, τόσοι λαμπροί νέοι και τόσοι άξιοι καθηγητές, επιβιώνοντας όλοι τους μέσα σε μια σκοταδιστική, αναχρονιστική, συντηρητική Κόλαση, τροφοδοτούμενη από τους προνομιούχους εραστές του λατινοαμερικάνικου ονείρου.