Στη μεταπολιτευτική Ελλάδα οι μεταρρυθμίσεις παραδοσιακά ήταν ένα επικίνδυνο σπορ. Θυμηθείτε μόνο τι είχε περάσει η Μαριέττα Γιαννάκου και η Άννα Διαμαντοπούλου για να νομοθετήσουν κάποια από όσα νομοθέτησε ξανά η Νίκη Κεραμέως για την παιδεία -θυμηθείτε τις διαδηλώσεις, τα επεισόδια στους δρόμους, τα πανεπιστήμια και το Υπουργείο, αλλά και το πόσο εύκολα τα σωστά αυτά βήματα ακυρώθηκαν στην πράξη από επόμενους υπουργούς που ήθελαν να καθησυχάσουν τα εμπεδωμένα συμφέροντα.
Ακόμα και εντελώς ανώδυνες και αυτονόητες μεταρρυθμίσεις ο κανόνας μέχρι πρότινος ήταν να φρενάρουν και να υπονομεύονται. Η ηλεκτρονική υπογραφή και η ηλεκτρονική διακίνηση των εγγράφων για παράδειγμα στο στενό δημόσιο συνεχώς αντιμετώπιζε εμπόδια κυρίως από τους ανθρώπους που θα διευκολύνονταν περισσότερο από την αλλαγή - τους δημοσίους υπαλλήλους - κυρίως γιατί όταν ευλόγως δεν υπάρχει εμπιστοσύνη, κάθε αλλαγή λογίζεται πως θα είναι προς το χειρότερο. Κι έτσι, οι πολίτες τρέχαμε στα πρωτόκολλα και στα αστυνομικά τμήματα για γνήσια της υπογραφής.
Λέω όμως “μέχρι πρότινος” γιατί τα τελευταία δύο χρόνια τα πράγματα φαίνεται να έχουν αλλάξει εντυπωσιακά. Βλέπουμε για παράδειγμα τον καταιγισμό των μεταρρυθμίσεων στην ψηφιακή διακυβέρνηση που αυξάνουν δραματικά την παραγωγικότητα, τη διαφάνεια και τη λογοδοσία και αλλάζουν προς το καλύτερο τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε το δημόσιο. Το κράτος μπαίνει σε μια νέα εποχή χωρίς να ανοίξει ρουθούνι.
Βλέπουμε στην παιδεία τεκτονικές αλλαγές σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, και πέρα από κάποιες διαδηλώσεις, το πράγμα προχωρά ακώλυτα. Σκεφτείτε τι θα συνέβαινε αν όλα αυτά νομοθετούνταν πριν από 15 χρόνια - ή θυμηθείτε τα όχι και πολύ μακρινά επεισόδια όπου καιγόταν η Αθήνα, καιγόταν το Πολυτεχνείο με τα πανάκριβα εργαστήρια και έργα τέχνης του, χτίζονταν καθηγητές στα γραφεία τους.
Συγκρίνετε ακόμη το πόσο εύκολα, με όλες τις προσαρμογές και τις επιμέρους αστοχίες τους, εφαρμόζονται στην Ελλάδα τα μέτρα για την αντιμετώπιση της πανδημίας, την ώρα που ακόμη και στην Γερμανία της τάξης και των κανόνων σημειώνονται άγρια επεισόδια.
Κι αυτό βεβαίως καταγράφεται και στις δημοσκοπήσεις όπου ανεξάρτητα από κομματική ταύτιση και εκλογική συμπεριφορά, μια ευρεία πλειοψηφία των πολιτών στηρίζει τη νομιμότητα στα πανεπιστήμια, τα μέτρα για την πανδημία, τις αλλαγές στο δημόσιο.
Οι Έλληνες με άλλα λόγια έχουμε πάψει να προσκυνάμε τα ιερά τοτέμ της μεταπολίτευσης. Μπουχτισμένοι από τη δεκαετία της κρίσης, ζητάμε βαθιές αλλαγές που θα οδηγήσουν τη χώρα μπροστά. Το μήνυμα είναι: “Παιδιά, εμείς έχουμε αλλάξει. Εσείς στην πολιτική πότε θα συγχρονιστείτε μαζί μας;”. Είναι μήνυμα επιτάχυνσης και εμβάθυνσης των μεταρρυθμίσεων - μήνυμα εμπιστοσύνης σε μια κυβέρνηση που φαίνεται ότι παρά την πανδημία διατηρεί κάπως τον μεταρρυθμιστικό της χαρακτήρα.
Αυτή η σπάνια λοιπόν συγκυρία δεν πρέπει να χαραμιστεί. Η κυβέρνηση οφείλει να την αναγνωρίσει και να την αξιοποιήσει - για το ασφαλιστικό, τα εργασιακά, τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, τον πολιτικό γάμο μεταξύ ομοφύλων, το συμμάζεμα του κράτους. Τέτοια ευκαιρία δύσκολα θα ξαναβρούμε στο προσεχές μέλλον.