Είναι πραγματικά απολαυστικό το άρθρο του καθ. Alberto Mingardi, Διευθυντή του Istituto Bruno Leoni που δημοσίευσε χθες το Liberal για τη διατίμηση που επιβλήθηκε στην τιμή των προστατευτικών μασκών στην Ιταλία. Η ιταλική κυβέρνηση επέβαλε κατώτερη τιμή στις μάσκες 0,50Ε ενώ η ίδια αγοράζει 0,28 και οι φαρμακοποιοί στη χώρα δεν μπορούν να αγοράσουν αρκετά φτηνά ώστε να μπορούν να πωλούν στην τιμή που επιβλήθηκε. Την ίδια στιγμή, στη Βόρειο Ιταλία των οίκων μόδας όπου το ύφασμα «ρέει στους δρόμους» σταμάτησαν να ράβουν μάσκες γιατί η διατίμηση το έκανε ασύμφορο.
Ποιος κέρδισε από αυτό;
Κέρδισε για λίγο ο λαϊκισμός. Όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Mingardi στο άρθρο του «Αν η τιμή είχε καθοριστεί σε, για παράδειγμα, ένα ευρώ τη μάσκα, ίσως θα προκαλούσε λίγη ζημιά, και η κυβέρνηση θα μπορούσε ακόμη και τότε να ισχυριστεί ότι έβαλε τέρμα στην “κερδοσκοπία”.
Γιατί λοιπόν έκαναν κάτι το διαφορετικό; Υποθέτω ότι η απλούστερη απάντηση είναι, αλίμονο, αυτή που βρίσκεται και κοντύτερα στην αλήθεια: τα 50 σεντς ακούγονται καλύτερα από το ένα ευρώ. Ένα ευρώ είναι η τιμή ενός εσπρέσσο. Τι τέλεια που είναι η κυβέρνησή μας, που μας επιτρέπει να αγοράσουμε δύο τεμάχια ενός προϊόντος που σώζει ζωές με τα ίδια χρήματα που θα αγοράζαμε έναν καφέ!».
Και φυσικά επειδή η διατίμηση δημιούργησε προβλήματα χωρίς να επιλύσει κανένα, τώρα η ιταλική κυβέρνηση διευκρινίζει ότι όρισε την τιμή που η μάσκα πρέπει να πωλείται όχι την τιμή στην οποία πρέπει να αγοράζει η λιανική πώληση. Δήλωσε ταυτόχρονα την πρόθεσή της να επιδοτεί τους λιανοπωλητές ώστε να έχουν ζημία. Μύλος!
Αντίθετα, η ιταλική κυβέρνηση δεν επενέβη στην τιμή του αντισηπτικού, με αποτέλεσμα η αρχική αρρυθμία να αποκατασταθεί από την ίδια την αγορά πολύ γρήγορα.
Η ελληνική κυβέρνηση, κι εδώ τα εύσημα ανήκουν στον Άδωνι Γεωργιάδη, ευτυχώς έκλεισε τα αυτιά της στις σειρήνες του λαϊκισμού. Γιατί περί αυτού πρόκειται. Οι κραυγές να επιβληθεί διατίμηση στις μάσκες δεν είχαν αφετηρία από κάποια θεωρητική προσέγγιση της αγοράς και την οικονομίας. Ένα λαϊκίστικο σύνθημα είναι που όπως κάθε λαϊκίστικο σύνθημα, όταν γίνει πολιτική, προκαλεί μεγάλη βλάβη.
Τον τελευταίο καιρό ακούμε όλο και περισσότερο το όνομα του μεγάλου οικονομολόγου Μέιναρντ Κέϋνς. Μόνο που τα χρήματα που πέφτουν στις οικονομίες των χωρών που πλήττονται από την πανδημία δεν είναι κεϋνσιανισμός: νερό είναι που προσπαθεί να σβήσει την πυρκαγιά. Είναι βέβαιο ότι η πανδημία θα μας αναγκάσει να μιλήσουμε για μια σειρά από ζητήματα πολύ διαφορετικά. Ήδη, από την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και την κατάρρευση της Lehman δεν μπορούμε να υπερασπιζόμαστε την οικονομία των αγορών με τον τρόπο που το κάναμε μέχρι τότε αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι έχουμε απαρνηθεί τον πυρήνα της φιλελεύθερης ιδεολογίας που θέλει την οικονομία ελεύθερη από την κρατική κηδεμονία.
Η ρητορική πηγάζει από την ιδεολογία αλλά αν δεν ακολουθεί την οικονομική πραγματικότητα τότε μετατρέπεται σε ιδεοληπτικό σύνθημα. Απόδειξη το πρόγραμμα «Μένουμε Όρθιοι 2» του ΣΥΡΙΖΑ που δεν είναι τίποτε άλλο από μια απλή πλειοδοσία σε χρήματα σε μια συγκυρία που οι κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν σε μια πρώτη φάση το πρόβλημα με αυτό ακριβώς τον τρόπο: δίνοντας χρήματα. Μόνο που δεν είναι αυτός ο τρόπος που θα μείνουμε όρθιοι.
Το ερώτημα είναι αν τα έκτακτα οικονομικά μέτρα θα μετεξελιχθούν σε πολιτική. Το ερώτημα είναι αν η ύφεση που θα προκύψει θα αντιμετωπιστεί με μεγαλύτερη κρατική παρέμβαση στην οικονομία ή με την οικοδόμηση ενός διαφορετικού οικονομικού μοντέλου.
Αυτή πρέπει να είναι η συζήτηση.
Αλλιώς οι αναφορές στον Κέϋνς είναι τόσο σοβαρές όσο οι πολιτικές της λαϊκίστικης κυβέρνησης της Ιταλίας στις μάσκες: λαϊκισμός που έγινε πολιτική και τελικά προκάλεσε βλάβη.