Σε όλα τα βιβλία του γάλλου συγγραφέα Ζαν Κριστόφ Γκρανζέ «τα λάθη του χθες είναι οι εφιάλτες του σήμερα». Οι ήρωές του σε μια αιώνια επιστροφή, επανεφεύροντας διαρκώς εαυτόν, χωρομέτρες και χρονομέτρες του αίματος.
Ο Ζαν-Κριστόφ Γκρανζέ είναι ιδιαίτερα ευρηματικός όσον αφορά τους δολοφόνους του. Οι φόνοι τους εντελώς θεατρικοί, ένα κομμάτι μιας ενιαίας ή επαναλαμβανόμενης τελετουργίας. Κάθε βιβλίο του δε διαθέτει μια ολόκληρη δημοσιογραφική έρευνα στην καρδιά του καθ’ ολοκληρία.
Στο «Ελέησόν με» ήταν το τι απέγιναν οι ναζί όταν εξέπνευσε ο ναζισμός, ναοί αποτελούσαν – όσον αφορά τα φονικά- τον ναό της θυσίας και δολοφόνοι υπήρξαν οι αθωότεροι όλων με ένα φονικό όπλο που είναι μεγάλο κρίμα να σας το πω.
Στο «Καϊκέν» εισέβαλε ένας ολόκληρος πολιτισμός. Ο αλλόκοτος και παθιασμένος πολιτισμός της Ιαπωνίας στην καρδιά της Ευρώπης αλλά με όλα του τα φονικά κομφόρ: ειδικά μαχαίρια, ερωτικά πάθη, χαρακίρι στο αντικείμενο του πόθου και με σημερινό θύτη το χθεσινό θύμα.
Στον «Ταξιδιώτη δίχως αποσκευές» τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην τελετουργία των φόνων έχει η ελληνική μυθολογία. Ο δολοφόνος φαίνεται να σκοτώνει και να πεθαίνει την ίδια στιγμή, να μεταμορφώνεται ως οι δικοί μας αρχαίοι θεοί, πότε σε χρυσή βροχή και πότε στο εντελώς αντίθετό τους, το αλωνάκι της δράσης είναι η ανθρώπινη ψυχή.
Στα «Πορφυρά ποτάμια», καίτοι πρωθύστερο έργο, έχει πρωτοκυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Libro το 1999, εμπεριέχεται αριστοτεχνικά όλη η- κατά-Γκανζέ συλλογιστική: ο θύτης-θύμα και τα αινιγματικά φονικά είναι και πάλι μια ολόκληρη τελετουργία: «Ο δολοφόνος σκηνοθετούσε τα εγκλήματά του, ώστε να εντοπίζει κανείς το είδωλο του σώματος πριν από το πραγματικό σώμα».
Στο μυθιστόρημα «Η γη των νεκρών» οι τελετουργικοί φόνοι αφορούν στριπτιζέζ, η μεγάλη δημοσιογραφική έρευνα έχει γίνει για τον σαδομαζοχισμό, τα εγκλήματα αποτελούν αφ’ εαυτού τους ένα έργο τέχνης και πρόκειται, επίσης, για υπόθεση αίματος.
Στο καινούργιο μυθιστόρημα που, επίσης, κυκλοφόρησε προσφάτως από τις εκδόσεις Καλέντη, όπως και τα προηγούμενα «Το τελευταίο κυνήγι», ο Πιερ Νιεμάν (γνωστός μας από τα «Πορφυρά Ποτάμια») μαζί με τη νεαρή συνεργάτιδά του, Ιβανά Μπογκντανοβίτς, φτάνουν στον Μέλανα Δρυμό για να διαλευκάνουν μια δολοφονία. Η έρευνα αφορά το κυνήγι και τα ειδικά τάγματα με τα σκυλιά των Ναζί.
Το ζήτημα της ταυτότητας και της Τέχνης ως μέσο εγκλήματος είναι πρωταρχικής σημασία στο έργο του Γκρανζέ.
Ας το δούμε, όμως, όλο αυτό σε ένα ένα βιβλίο του, ρίχνοντας την μεγαλύτερη, βέβαια, προσοχή στο τελευταίο του.
Η δολοφονική Τέχνη
«Ελέησόν με», Μετάφραση: Ρίτα Κολαΐτη
Με δεδομένο ότι η μουσική είναι η Τέχνη που βρίσκεται πιο κοντά στον Θεό και με μάντρα και φράση-κλειδί κάτι απόλυτα ταπεινό και άκρως συγχωρητικό, όπως το «Ελέησόν με», ο Γάλλος συγγραφέας και δημοσιογράφος Ζαν-Κριστόφ Γκρανζέ καταλύει τα σύνορα κυριολεκτικά και μεταφορικά, αφαιρεί προσωπεία χρονικά και χωροταξικά και, αγγίζοντας σχεδόν τον πυρήνα του Κακού, μας υπενθυμίζει πως το Κακό που υπήρξε, δε χάνεται, αλλά μπορεί κάλλιστα να ξαναϋπάρξει.
Όλα αρχίζουν με τη σύγκρουση στο ύψιστο σημείο της: ένας Χιλιανός διευθυντής χορωδίας δολοφονείται με τρόπο αλλόκοτο σε μια αρμένικη εκκλησία του Παρισιού και υπό τον ήχο αγγελικής μουσικής. Κατόπιν, γίνονται τέρατα: παιδιά εξαφανίζονται, δολοφονίες με το ίδιο μακάβριο τελετουργικό –στους τοίχους -στίχοι από το «Ελέησόν με»– συνεχίζονται, τα σύνορα καταλύονται και όλα αρχίζουν ή μοιάζουν να έρχονται από πολύ μακριά. Από τη Χιλιανή Χούντα στην Πόλη του Φωτός κι απ' εκεί στη Γερμανία της Καθαρής Αρίας Φυλής, όπου εν μέσω Βάγκνερ και Σκάρλετ Ο'Χάρα η ανθρώπινη ύπαρξη και υπόληψη γίνονταν κομμάτια.
Με κεντρικό άξονα εκκλησίες και παιδικές χορωδίες, ο Ζαν-Κριστόφ Γκρανζέ, στήνει ένα σκοτεινό ατμοσφαιρικό θρίλερ με ιστορικές και ψυχολογικές ρίζες που αναζητά τις απαρχές του Κακού. Με εναπομείναντες ναζί –η Ιστορία αποδεικνύει ότι εντέλει είναι παγκόσμια ιστορία ο ναζισμός, βρίσκει πεδίο γόνιμο στην ανθρώπινη ψυχή– που οργανώνουν στρατόπεδα «σωφρονισμού» στη Λατινική Αμερική και κοινωνίες στο απυρόβλητο στην καρδιά της Γαλλίας και υπό τους ήχους θεϊκής μουσικής, χρησιμοποιώντας ως όπλα αγγελικές φωνές, εκτελούν ένα απίστευτο τελετουργικό εκδικητικό γαϊτανάκι.
Το ερώτημα, ασύλληπτο όσον αφορά την απάντηση: Τελικά μπορεί να σκοτώσει η μουσική;
«Καϊκέν» του Ζαν- Κριστόφ Γκρανζέ. Μετάφραση: Μαρία Γαβαλά
«Στην Ιαπωνία, τα σπίτια σφηνώνονται το ένα μέσα στο άλλο, θυμίζοντας το παιχνίδι σπαζοκεφαλιά με τους κύβους του Ρούμπικ». Έτσι σφηνώνονται οι ιστορίες κι εγκιβωτίζονται φόνοι και δολοφόνοι στο βιβλίο του Ζαν- Κριστόφ Γκρανζέ, εξάλλου πάντοτε κάπου εκεί υπάρχει ένα γαμήλιο δώρο, ένα Καϊκέν, κοφτερό γιαπωνέζικο μαχαίρι που περιμένει να χρησιμοποιηθεί: Το μαχαίρι της τιμής και της αγάπης.
Το συνηθίζει αυτό ο Γάλλος συγγραφέας, να αναμειγνύει τέχνη με θάνατο, έρωτα με καταστροφή, αγγελικό τραγούδι από παιδικές χορωδίες με εγκλήματα απεχθή, πάθος με πάθημα.
Στο «Ελέησόν με» οι παιδικές χορωδίες ήταν τα φονικά όργανα. Στο Καϊκέν, η γέννηση και η καταγωγή. Η γέννα που γίνεται τάφος, τα μωρουδιακά ζιμπουνάκια, σάβανο.
Η μαεστρία του συγγραφέα έγκειται στο ότι, υποτίθεται, μας τα λέει όλα από την αρχή. Ο αστυνόμος Ολιβιέ Πασάν, παντρεμένος με γιαπωνέζα και παθιασμένος με οτιδήποτε ιαπωνικό, κυνηγά και συλλαμβάνει σχεδόν επ’ αυτοφώρω έναν κατά συρροή δολοφόνο που συνηθίζει να σκοτώνει έγκυες κάνοντας χαρακίρι σχεδόν και να καίει τελετουργικά το μωρό.
Ο δολοφόνος ξεφεύγει, οι φόνοι συνεχίζονται και η οικογένεια του αστυνόμου Ολιβιέ Πασάν απειλείται, η γιαπωνέζα γυναίκα του και τα δυο του παιδιά. Η ρίζα του κακού στις δυο σχεδόν παράλληλες ιστορίες που εμπλέκονται πηγάζει στο παρελθόν. Στο οικοτροφείο και σε ένα βιβλίο ελληνικής μυθολογίας ο πρώτος κύκλος, στον Φοίνικα που ξαναγεννιέται απ’ τις στάχτες του και τιμωρεί την μητέρα την πρώτη πηγή της εγκατάλειψης, δηλαδή του κακού. Ο δεύτερος, με τα ιαπωνικά πάθη και ήθη, με τον αρχέγονο ιαπωνικό πολιτισμό και πάλι έχει να κάνει, αλλά και με την μητρότητα, εκείνη που γεννά και καταστρέφει αντί να θρέφει.
Ένα ψυχολογικό θρίλερ που είναι, ταυτοχρόνως, και ένα ευφυέστατο αστυνομικό, με κινηματογραφική πλοκή και πολλαπλή επιδίωξη: να αναδείξει το χάσμα αλλά και τις γέφυρες του δυτικού και του ιαπωνικού κόσμου και πολιτισμού. Τις κοινές ρίζες, και τις διαφορετικές τεχνικές. Αποτελώντας κατά βάση μια σπουδή στη γέννηση και στην αναγέννηση, στον ηττημένο άνθρωπο και στον αυτόχειρα νικητή.
«Στην Ιαπωνία λένε: “Τα λουλούδια του χθες είναι τα όνειρα του σήμερα”. Μπορούσε να προσθέσει: “Τα λάθη του χτες είναι οι εφιάλτες του σήμερα”». Κι αυτό ακριβώς είναι το βιβλίο, χθεσινά λάθη, εφιάλτες του σήμερα. Μια σπουδή στην ανθρώπινη συνθήκη και τραγωδία, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις ιδιαίτερες αποχρώσεις ενός διαφορετικού και σπουδαίου πολιτισμού.
Δεσμοί αίματος
Ζαν- Κριστόφ Γκρανζέ «Ταξιδιώτης δίχως αποσκευές», Μετάφραση: Μαρία Γαβαλά
Η μεγάλη Ιστορία διεισδύει στην ανθρώπινη μικρή καθοριστικά στο «Ταξιδιώτης δίχως αποσκευές» και θα πρέπει κανείς να προσθέσει και το παλιό οικογενειακό προσωπικό δράμα- τραύμα. Εκείνο που καθιστά τον ήρωά του, τους ήρωές του «αεί φεύγοντες» απ’ εκείνο που όντως υπήρξαν, δηλαδή, «ταξιδιώτες δίχως αποσκευές» σε ένα αντίστροφο ταξίδι αιώνιας επιστροφής στο κακό, στην πηγή. «Ο Πατρίκ Μπονφίς δεν υπήρχε. Όπως δεν υπήρχε και ο Πασκάλ Μισέλλ. Αυτή η ταυτότητα ήταν ήδη μια φυγή».
«Η Συλβί Ρομπέν ζούσε με τον Μπονφίς εδώ και τρία χρόνια. Τον είχε αναμφίβολα συναντήσει, χωρίς βεβαίως να το γνωρίζει, όσο εκείνος ήταν σε πλήρη φυγή. Κι εκείνος της έλεγε αδιάκοπα ψέματα, χωρίς να γνωρίζει ούτε κι αυτός.
Ποιος ήταν πρωτύτερα;
Πόσες ταυτότητες είχε φτιάξει, είχε επινοήσει, είχε πλάσει έτσι;
Ο Φρερ φανταζόταν τον ψυχισμό αυτού του ανθρώπου. Οι προσωπικότητες συνωθούνταν στο βάθος του νου του προκειμένου να πνίξουν το μοναδικό πρόσωπο που ήταν επικίνδυνο κατά την αντίληψή τους, τον ίδιο. Ο Πατρίκ Μπονφίς δεν σταματούσε να δραπετεύει απ’ την καταγωγή του, απ’ τη μοίρα του. Κι αναμφίβολα από ένα αρχικό τραύμα».
O Ζαν- Κριστόφ Γκρανζέ αρχίζει πάντα εξαπατητικά, δηλαδή με σαφήνεια: ένας αμνήμων φτάνει ως το νοσοκομείο όπου εργάζεται ο ψυχίατρος Ματίας Φρερ. Μοιάζει ως ο άνθρωπος του οποίου έχει χαθεί η σκιά. Στην προσπάθειά του να θυμηθεί θα γίνει ένας άλλος. Όπως θα πει αργότερα και στην αστυνόμο Αναίς Σατλέ, ο ασθενής του δεν θυμόταν, επινοούσε. Δημιουργούσε μια νέα ταυτότητα «ακριβώς αυτό που αποκαλούμε “ψυχική φυγή” ή “φυγή αποσυνδετικού τύπου”. Στην ιδιόλεκτο της ψυχικής υγείας μιλάμε επίσης για το σύνδρομο του “ταξιδιώτη δίχως αποσκευές”. Μια εξαιρετικά σπάνια παθολογία, γνωστή ήδη από τον 19ο αιώνα». Στη συνέχεια, προσπαθώντας να γιατρέψει τον παράδοξο ασθενή θα διαπιστώσει ξαφνιασμένος ότι πάσχει από το ίδιο ακριβώς ψυχιατρικό σύνδρομο. Όμως ποιος είναι τελικά ο ψυχίατρος Ματίας Φρερ; Και γιατί, καίτοι κατηγορείται για φόνο, τα αποτυπώματά του βρέθηκαν σε έναν δολοφονημένο κλοσάρ, η αστυνόμος Αναίς με το αινιγματικό παρελθόν αγωνίζεται για να τον προστατεύσει και να τον αθωώσει;
Στην ιστορία, όπως το συνηθίζει άλλωστε ο Γκρανζέ, παραθέτει εγκιβωτισμένες παράδοξες αλλά σε πλήρη λειτουργική σχέση ιστορίες: μια σειρά από τελετουργικούς φόνους κλοσάρ που εμπλέκουν αρχετυπικούς μύθους από την ελληνική μυθολογία: ο Μινώταυρος και ο Δαίδαλος και ο Ίκαρος, ο Κρόνος που τρώει τα παιδιά του αλλά και ο Ουρανός τον οποίο σκοτώνει ο γιος του ο Κρόνος, υποδεικνύουν μια παθολογία του δράστη όσον αφορά τη σχέση πατέρα και γιου. Με το μεγάλο ζητούμενο ποιος εκδικείται ποιόν και γιατί.
Βιβλίο σαν μπάμπουσκα: τα πολλαπλά πρόσωπα της εποχής, τα προσωπεία και οι εκφάνσεις της ψυχής, τα αρχετυπικά μυθολογικά πρότυπα στη σύγχρονη εποχή, η διαπίστωση ότι η μεγαλύτερη σύγκρουση γίνεται στην ψυχή. Τα πρόσωπα και τα προσωπεία ως την πληγή και την ίαση.
Ζαν – Κριστόφ Γκρανζέ «Πορφυρά ποτάμια», μετάφραση: Τίνα Πλυτά
«Γιατί ο δολοφόνος έμπαινε σε τέτοιον κόπο, να οργανώσει αυτόν τον πολλαπλασιασμό των εικόνων;»
«Τι είχαν κάνει λοιπόν εκείνοι οι άνθρωποι, ώστε να καταλήγουν είδωλα, να αφαιρείται απ’ τη σάρκα τους κάθε ιδιαίτερο διακριτικό στοιχείο της;»
Στον πυρήνα της ιστορίας δυο ιστορίες παράλληλες και δυο διαφορετικοί επιθεωρητές: Στην πανεπιστημιούπολη του Γκερνόν ο εμμονικός και βίαιος αστυνόμος Πιέρ Νιεμάν προσπαθεί να βγάλει άκρη με μια σειρά από φονικά με εγκιβωτισμένους νεκρούς σε βράχια, παγόβουνα, σε στάση εμβρύου και αφού έχουν αφαιρέσει χέρια και βολβούς, ό,τι δηλαδή αποδεικνύει το μοναδικό κι ανεπανάληπτο της ύπαρξης του καθενός, καθιστώντας το θύμα, Κανένα. Την ίδια εποχή στο Σαρζάκ, ένα μικρό χωριό πολλά χιλιόμετρα πιο κει ο γρίφος για τον ανορθόδοξο και μοναχικό Καρίμ Αμπντούφ είναι μια διπλή αλλόκοτη ληστεία. Κάποιος αποφασίζει ταυτοχρόνως να εξαφανίσει ένα νεκρό παιδί από τα αρχεία και τα νεκροταφεία.
Η ναζιστική αντίληψη και εδώ περί της αρίας φυλής και η συνωμοσία των επικεφαλής να δημιουργήσουν τον τέλειο άνθρωπο ενώνοντας «τα παιδιά- σώματα» με τα «παιδιά πνεύματα» θα προκαλέσουν μια σειρά από εγκλήματα που βαραίνουν προγόνους και απογόνους. Παιδιά γεννιούνται με προκαθορισμένη και υποθηκευμένη ζωή. Αλλά η ανθρώπινη μοίρα αποβάλει κάθε τι ψευδεπίγραφο, αποζητώντας για κάθε έγκλημα και την ανάλογη τιμωρία.
Ο Γκρανζέ συνενώνει κι εδώ επιστήμη, ιστορία, ψυχολογία, βιολογία. Ο έρωτας και ο θάνατος σε μια θανάσιμη κλινοπάλη μέσα από του χρόνου τα σημαδεμένα χαρτιά, εξάλλου μήπως και αυτό δεν είμαστε; Το DNA των προπατόρων;
«Η γη των νεκρών», Μετάφραση: Τίνα Πλυτά
«Δεν νοιαζόταν πλέον για το τι μπορούσε να συμβαίνει “εκτός των τειχών” του. Το μόνο που μετρούσε ήταν το έργο».
«Με το πέρασμα των ετών η ζωγραφική είχε εισδύσει στο μυαλό του για να γίνει κατά κάποιον τρόπο το όπλο του εγκλήματος. Η τουλάχιστον η έμπνευση για το έγκλημα. Ανθρωποκτονία και ζωγραφική συγχέονταν στον άρρωστο νου του. Το επιλεγμένο θύμα δεν ήταν παρά το πρόχειρο του επικείμενου έργου.»
Στο μυθιστόρημα ο αστυνόμος Στεφάν Κορσό αναλαμβάνει την έρευνα για μια σειρά από άγριες δολοφονίες με θύματα στιπτιζέζ. Αντίπαλός του, ο βασικός ύποπτος εξ’ αρχής, ο πρώην φυλακισμένος, νυν μεγάλος ζωγράφος Φιλίπ Σομπεσκί, αριστοτέχνης σχεδόν ο εφευρέτης των δολοφονικών κόμπων.
Στο στόχαστρο του Γκρανζέ, τα παιδιά αγνώστων μητέρων, όπως τυγχάνει ο αστυνόμος Κορσό, ο σαδομαζοχισμός ως ερωτική έκφραση και διαστροφή ικανή να σε κάνει θύμα ή δολοφόνο. Οι δεσμοί αίματος που ενώνουν μοναχικά και πεντάρφανα παιδιά, η εκδίκηση που μοιάζει με υπεράσπιση και θαυμασμό, η δολοφονική Τέχνη που δίνει άλλοθι στον δολοφόνο. Και μια σειρά από πίνακες όπου «Παρ’ ότι αόρατα στο γυμνό οφθαλμό, αυτά τα ίχνη αίματος είναι κατανεμημένα με ιδιαίτερη σειρά. Σα να σχεδιάζουν ένα σχέδιο μέσα στο σχέδιο».
Η δικηγόρος που «Τάχθηκε στο πλευρό του κακού σε όλες τις μορφές. Ίσως μέσα απ’ αυτή τη μάχη να νομιμοποιούσε τις πράξεις του πατέρα της και την ίδια της τη γέννηση». Το αλλόκοτο μαυσωλείο που θα συγκεντρώσει στο τέλος θύτες και θύματα με το μοναδικό σκεπτικό «διότι ανήκετε όλοι στην ίδια αναθεματισμένη οικογένεια». Το συγκλονιστικότερο και αρτιότερο Γκρανζέ- μυθιστόρημα. Η έννοια του «φαρμακώνω και φαρμακώνομαι» που ενυπάρχει παντού στα βιβλία του.
Jean Kristof Granze «Το τελευταίο κυνήγι», Μετάφραση: Τίνα Πλυτά, εκδ. Καλέντης, σελ. 392
«Οι πληροφορίες επιβεβαίωναν τη βαθιά του πεποίθηση: ο άνθρωπος που είχε σκοτώσει τον Γιούργκεν δεν ήταν ακτιβιστής που εναντιώνεται στο κυνήγι’ ήταν, αντίθετα, ένας μεγάλος κυνηγός».
Υπόθεση αίματος και ζήτημα ταυτότητας είναι «Το τελευταίο κυνήγι». Ο Πιερ Νιεμάν (γνωστός μας από τα «Πορφυρά Ποτάμια») μαζί με τη νεαρή συνεργάτιδά του, Ιβανά Μπογκντανοβίτς, φτάνουν στον Μέλανα Δρυμό για να διαλευκάνουν μια δολοφονία. Το θύμα, που βρέθηκε αποκεφαλισμένο στο δάσος, ανήκει σε μια παλιά αριστοκρατική οικογένεια της Γερμανίας, ήταν νέος, πάμπλουτος και φανατικός κυνηγός. Η έρευνα των γάλλων αστυνομικών αναδεύει θρύλους της περιοχής, τα σημάδια που έχει αφήσει στη Γερμανία το ναζιστικό παρελθόν, καλοκρυμμένα μυστικά της οικογένειας, τις αυστηρές τελετουργίες των μοναχικών κυνηγών. Στο φόντο, άγρια σκυλιά, εκκεντρικοί επιστήμονες, συμμορίες μηχανόβιων. Κι ένα ολόκληρο δάσος άβατο στους κοινούς θνητούς, αποκλειστική ευθύνη και κληρονομιά της οικογένειας.
Ο Πιέρ Νιεμάν, αναλαμβάνει να προστατεύσει την Λάουρα, το σχεδόν alter ego του Γιούργκεν, αδελφή του σχεδόν δίδυμη. Διακινδυνεύοντας ξανά και ξανά την ίδια του τη ζωή. Ωστόσο ο Γκρανζέ για ακόμα μια φορά θα μας κάνει να νοιώσουμε εκείνη την τεράστια έκπληξη: ναι, ο δολοφόνος θα είναι εκείνος που δεν σου πάει ο νους, η ιστορία θα έχει ιστορικές βάσεις και ρίζες, το ναζιστικό παρελθόν είναι εδώ ωσεί παρόν και Τα λάθη του χθες είναι οι εφιάλτες του σήμερα. Οι ήρωές του επανεφεύρουν και πάλι εαυτόν, χωρομέτρες και χρονομέτρες του αίματος.
Κάθε μεγάλη οικογένεια είναι η χώρα ολόκληρη: με απαράβατους όρους, καλοκρυμμένα μυστικά, επαναλαμβανόμενα μοτίβα θανάτων, τα γενεολογικά δέντρα δε ενίοτε περιλαμβάνουν γνήσια και νόθα κλαδιά, ωστόσο έχουν μάθει οι μεγάλες αυτές οικογένειες και αυτοκαθάρονται. Αλλά ως συνήθως ο ανθρώπινος παράγων κάποτε ανατρέπει τα πάντα.
Από τα πιο έξυπνα, εφευρετικά, ατμοσφαιρικά και γοητευτικά βιβλία του συγγραφέα. Με μεγάλη δημοσιογραφική και ιστορική έρευνα. Για μια ακόμα φορά ο Γκρανζέ γράφει, διαβασμένος καλά. Κεντρική ιδέα του μυθιστορήματος: Το γενεαλογικό δέντρο των τελευταίων μεγάλων κυνηγών.