Οι γυναίκες του βιβλίου [2]

Οι γυναίκες του βιβλίου [2]

Του Κυριάκου Αθανασιάδη

Την προηγούμενη εβδομάδα μιλήσαμε για τους επαγγελματίες του βιβλίου, και κυρίως για εκείνους που δουλεύουν στα βιβλία από το σπίτι. Είπαμε επίσης ότι, ως γνωστόν, οι εκδοτικοί οίκοι γυναικοκρατούνται. Και ότι αυτό είναι καλό και για τους εκδοτικούς οίκους, και για το βιβλίο, και για τον πολιτισμό — και γενικώς. Σήμερα λοιπόν, όπως και χθες, αλλά και αύριο, μας μιλούν (με αλφαβητική σειρά) ακριβώς γυναίκες που δουλεύουν στα βιβλία από το σπίτι, αλλά και στο γραφείο, και αλλού. Τις ρωτήσαμε πώς περνούν το εικοσιτετράωρό τους. Και νά τις μας απάντησαν:

Πόπη Γκανά (Εκδότρια / Μελάνι). Ξυπνάω κάθε μέρα λίγο πριν τις εφτά και με τον πρώτο καφέ ελέγχω το πρόγραμμα της ημέρας, τα τηλεφωνήματα που πρέπει να γίνουν, τις συναντήσεις, σε ποιο στάδιο βρίσκονται τα βιβλία που ετοιμάζονται. Φτάνω στο γραφείο γύρω στις 10. Είναι εντυπωσιακό πως οι περισσότεροι άνθρωποι που δεν έχουν σχέση με τον χώρο του βιβλίου σκέφτονται τη ζωή του εκδότη με κάποιον ρομαντισμό, ξεχνώντας ότι πρόκειται για έναν επιχειρηματία που δεν έχει την πολυτέλεια να περνάει τον χρόνο του μόνο διαβάζοντας βιβλία. Οι τομείς με τους οποίους πρέπει να ασχοληθεί είναι πολλοί και διαφορετικοί: επιλογή τίτλων, σχεδιασμός έκδοσης, παραγωγή, πωλήσεις, τοποθετήσεις, επαφές με βιβλιοπώλες, τυπογράφους, διορθωτές, μεταφραστές, συγγραφείς, συζητήσεις με συνεργάτες. Όποτε μπορώ, κανονίζω κάποιο ραντεβού έξω ή μπορεί να χρειαστεί να πάω σε κάποιο τυπογραφείο. Μετά τις πέντε το απόγευμα τα πράγματα ησυχάζουν και για δύο περίπου ώρες δουλεύω απερίσπαστη με κείμενα, διορθώσεις, επιμέλειες, χειρόγραφα. Η μεγαλύτερη ικανοποίηση είναι να ανακαλύπτεις ένα καινούργιο ταλέντο, να διαβάζεις μια υπέροχη μετάφραση, να σκέφτεσαι ότι αυτό που έχεις τώρα μπροστά σου σύντομα θα το μοιραστείς με άλλους. Αν έχουμε κάποια παρουσίαση αργότερα, πηγαίνω συνήθως κατευθείαν από το γραφείο, αλλιώς επιστρέφω στο σπίτι, όπου μπορεί να συνεχίσω να δουλεύω ή να βγω έξω με φίλους, να χαλαρώσει λίγο η πίεση της ημέρας. Πέφτω για ύπνο με το μυαλό γεμάτο λέξεις και σκέφτομαι εικόνες εξωφύλλων και ποιότητες χαρτιών. Ακόμα και στον ύπνο μου βλέπω βιβλία.

Ιωάννα Δανδέλια (Διευθύντρια Εκδόσεων Πανεπιστημίου Μακεδονίας). Τα κείμενα, ο γραπτός λόγος, ήταν και είναι πάντα αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς μου. Η ανάγνωση με ενεργοποιεί από νωρίς το πρωί είτε ελέγχοντας τα κοινωνικά δίκτυα, στα οποία είμαι ενεργή για να επικοινωνώ σε προσωπικό και επαγγελματικό επίπεδο, είτε και αργότερα στο γραφείο διαβάζοντας τα πρώτα μηνύματα που βρίσκω στην ηλεκτρονική αλληλογραφία. Παράλληλα ελέγχω πάντα τις ειδήσεις της ημέρας (το ομολογώ: περισσότερο στο Twitter) κυρίως λόγω μιας επαγγελματικής δημοσιογραφικής συνήθειας που δεν με έχει εγκαταλείψει. Η καθημερινότητά μου ξεκινά και περιλαμβάνει πάντα την πρώτη επικοινωνία με τους συνεργάτες μου στο γραφείο για να προγραμματίσουμε τις εργασίες της ημέρας, να θέσουμε τους στόχους αλλά και να μοιραστούμε τον πρωινό καφέ που θα «ενώσει» τις σκέψεις μας και θα μας βοηθήσει να προχωρήσουμε. Δεν υπάρχει τίποτα πιο σημαντικό από την ανθρώπινη επαφή και τη συνεργασία σε μια ομάδα για να σε βοηθήσει να αντιμετωπίσεις ένα ή πολλά απαιτητικά εικοσιτετράωρα. Η δουλειά μου θα με φέρει σε επαφή με ανθρώπους σε καθημερινή βάση. Μια εκδοτική πρόταση, η παρουσία μας σε μια έκθεση, η παρουσίαση μιας νέας έκδοσης, η εκτύπωση ενός νέου βιβλίου ή η ανατύπωση ενός παλαιότερου μπορεί να αποτελέσουν μεμονωμένα ή και όλα μαζί το παζλ μιας γεμάτης μέρας εντός και εκτός γραφείου. Το απόγευμα θα με βρει αγκαλιά με το πλάσμα που φροντίζει να μου φτιάχνει τη διάθεση κάθε φορά που με κοιτάζει και διεκδικεί την προσοχή μου. Μια βόλτα με τη Μάρβελ στην παραλία που είναι η γειτονιά μου θα με αναζωογονήσει και θα με ξεκουράσει. Ποτέ δεν είχα φανταστεί ότι ένας σκύλος θα μπορούσε να λειτουργήσει τόσο αγχολυτικά και ψυχαναλυτικά στη ζωή μου. Όταν δεν κοιτάμε τη θάλασσα παρέα νωρίς το πρωί ή το απόγευμα, διαβάζουμε παρέα ένα καλό βιβλίο, ή «ελέγχουμε» ένα βιβλίο που μπορεί να βρίσκεται υπό έκδοση. Τα βιβλία υπάρχουν σκόρπια στο σπίτι (όπως και παιχνίδια της Μάρβελ) για να θυμίζουν ποιος έχει το πάνω χέρι σε αυτό το σπιτικό. Μια όμορφη ή μια κουραστική μέρα μπορεί να κλείσει με μια αγαπημένη σειρά στο επίσης αγαπημένο και απαραίτητο πλέον στη ζωή μας Netflix ή με μια θεατρική παράσταση (λατρεύω το θέατρο όσο και τα βιβλία) ή με ένα γεύμα με καλούς φίλους για να μοιραστούμε τα νέα της ημέρας που φεύγει ή τα σχέδια των επόμενων που έρχονται. Η καθημερινότητα έχει 24 ώρες, η πραγματικότητα όμως που ζούμε έχει πολλαπλάσιες στιγμές, στιγμές μοναδικές που δεν επιστρέφουν και διεκδικούν ένα κομμάτι ευτυχίας στο μυαλό και την καρδιά μας.

Κλαίρη Θεοδώρου (Συγγραφέας). «Ευκολάκι», σκέφτηκα στην αρχή, όταν κρυφοκοίταξα το μήνυμα του Κυριάκου που είχε μόλις σκάσει στο Messenger εν ώρα συνεδρίασης στο σχολείο, εν ώρα δηλαδή που το κινητό θα έπρεπε να είναι κανονικά κλειστό και καταχωνιασμένο μέσα στην τσάντα. Καταχωνιασμένο ήταν και τώρα, σχεδόν, κάτω από μια στοίβα γραπτών προς διόρθωση, και στο αθόρυβο, για να μην ενοχλεί μεν, να εξακολουθώ όμως να έχω επαφή με τον έξω κόσμο δε. Ένα κείμενο ήθελε λοιπόν ο Κυριάκος, μικρό, πολύ μικρό —γιατί τι είναι 200 με 300 λέξεις μπροστά στις 2.000 που προσπαθώ να γράφω αυτόν τον καιρό καθημερινά φυσώντας και ξεφυσώντας πάνω από το λάπτοπ μου, παλεύοντας με το «θεριό» που λέγεται καινούργιο μυθιστόρημα— με το πιο βατό θέμα του κόσμου: πώς κυλά το εικοσιτετράωρό μου. Άρχισα άμεσα να σκέφτομαι τι ακριβώς θα έγραφα: θα μιλούσα για το τυπικό καθημερινό εικοσιτετράωρο των εργάσιμων ημερών μου που τίποτα δεν είχε να ζηλέψει από αυτό του άσματος της «Μαίρης Παναγιωταρά» ή μήπως θα περιέγραφα μια ευτυχισμένη αργία με βόλτες στην ακροθαλασσιά και απολαυστικές συναθροίσεις; Άκρως βαρετό έως και καταθλιπτικό το πρώτο, tres banal το δεύτερο. Μήπως θα έπρεπε λοιπόν να επινοήσω ένα φανταστικό εικοσιτετράωρο που να τα έχει όλα; Λίγο σασπένς, λίγη καθημερινή γκρίνια, κάποιο ευφυολόγημα, κάτι αναπάντεχα ευχάριστο ή δυσάρεστο, κάτι διαφορετικό βρε αδερφέ, γιατί στο κάτω-κάτω τι συγγραφέας είμαι αν δεν μπορώ να γράψω ούτε για ένα εικοσιτετράωρο που να είναι έστω και λίγο ενδιαφέρον; Ένα εικοσιτετράωρο που θα διαβάσουν οι αναγνώστες και θα πουν κουνώντας με νόημα το κεφάλι, «Έτσι ζουν λοιπόν οι συγγραφείς…» Ένα εικοσιτετράωρο αξιοζήλευτο, συναρπαστικό, γεμάτο δημιουργικότητα, ουίσκι σε κρυστάλλινα ποτήρια και σύννεφα καπνού πάνω από την παλιά γραφομηχανή; Τελείωσε η συνεδρίαση κι εγώ ήδη κοντεύω τις 300 λέξεις γράφοντας στο δήθεν κλειστό κινητό. Και τώρα; Τώρα σούπερ μάρκετ, μαγείρεμα, διόρθωμα, μάχη με το «θεριό»… Άντε και καμιά σειρά στο Netflix.

Ναταλία Καπατσούλια (Εικονογράφος). Βρισκόμαστε σε ένα χωριό της Κεφαλονιάς. 3:40 π.μ. Η πόρτα του υπνοδωματίου ανοίγει απότομα και χτυπάει με θόρυβο στον τοίχο. Το Ζιμπούνι, ο γάτος μας, απαιτεί την προσοχή μας. Ώρα να του ανοίξουμε για την πρωινή του βόλτα. 7:00 π.μ. ήχος κινητού. Επίσημη ώρα αφύπνισης. Ανοίγω τα παντζούρια και βλέπω τη θάλασσα. Αυτή την ώρα δεν θα ήθελα να βρίσκομαι πουθενά αλλού. Οικογενειακό πρωινό στο τραπέζι, μαζί με τον έφηβο γιο. Και το Ζιμπούνι που έχει ξαναμπεί στο σπίτι και απαιτεί και πάλι την προσοχή μας. 9:00 π.μ. Όσοι έκαναν το χόμπι επάγγελμα δικαιούνται ένα χόμπι: άργησα, αλλά βρήκα το τένις. Προπόνηση μαζί με άλλους κι άλλες συνομηλίκους. Στα σαράντα-πενήντα μας τρέχουμε αλαφιασμένοι και προβληματισμένοι για σημαντικά πράγματα όπως το αν η μπάλα ήταν μέσα ή έξω. Το διασκεδάζουμε με την ψυχή μας. 11:00 π.μ. Ώρα να σοβαρευτούμε. Στο «ατελιέ» μου, με τον καφέ στο χέρι. Μια ματιά στο Facebook, στις ειδήσεις, στα mail. Μουσική, και… ξεκινάμε. 1:00 μ.μ. Ευχάριστο διάλειμμα για προετοιμασία φαγητού και γεύμα. 2:30 μ.μ. Τώρα αρχίζει η πραγματική δουλειά. Αν πρέπει να διαβάσω κάποιο κείμενο, δεν θέλω ούτε μουσική να ακούω. Αν σελιδοποιώ κείμενο, κλείνει και η πόρτα (με το Ζιμπούνι έξω). Αν ζωγραφίζω, δέχομαι και επισκέψεις. Γύρω στις 9:00 μ.μ. αρχίζω να σκέφτομαι ότι αρκετά για σήμερα… Κάτι ετοιμάζω για φαγητό. Καναπές και τηλεόραση. Διάβασμα στο κρεβάτι, ενίοτε δυνατά, κουβεντούλα και ύπνος. Εννοείται ότι το πρόγραμμα δεν είναι κάθε μέρα το ίδιο. Μερικές φορές, αντί για τένις έχει σούπερ μάρκετ (αλλά δεν είναι τόσο εντυπωσιακό, γι' αυτό δεν το ανέφερα). Και, φυσικά, εννοείται ότι ως ελεύθερη επαγγελματίας είμαι πολύ σκληρό αφεντικό του εαυτού μου. Δουλεύω όλες τις μέρες της εβδομάδας, τις γιορτές και τις αργίες, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Μπόνους μονίμου κατοίκου σε νησί: τα καλοκαίρια μπάνιο το βραδάκι μετά τη δουλειά.

Σαπφώ Καρδιακού (Advance Reader). Εγερτήριο γύρω στις 6:00 με 6:30. Πρωινό. Διατρέχω τις διεθνείς και εγχώριες ειδήσεις που συσσωρεύτηκαν στο feed των social media όσο κοιμόμουν, υπό την υπόκρουση πρωινών ενημερωτικών εκπομπών. Μηνύματα και επικοινωνία με τον έξω κόσμο πριν ξεκινήσω να δουλεύω. Διάλειμμα για γιόγκα και πρωινό περπάτημα σε συνδυασμό με τα ψώνια της ημέρας. Επιστροφή και δουλειά — διάβασμα, δηλαδή, ή/και παράδοση αξιολόγησης. Φυσικά, αν εκκρεμεί deadline το περπάτημα πάει περίπατο χωρίς εμένα, αφού καταπιάνομαι κατευθείαν με την επείγουσα αξιολόγηση. Μεσημεριανό. Άλλη μία ματιά στις ειδήσεις και στα μηνύματα, ίσως λίγη τηλεόραση/σειρά/ταινία. Συνέχεια με διάβασμα για δουλειά αν υπάρχει μεγάλο backlog αναθέσεων ή κάποιου από τα δεκάδες αδιάβαστα βιβλία που πληθαίνουν στη βιβλιοθήκη και το ereader με μαγικό τρόπο! Το απόγευμα, εφόσον δεν κάνω αναγνωστικό sprint για να παραδώσω εντός 48 ωρών —τη μέγιστη διορία που θέτω στον εαυτό μου για τις επείγουσες αξιολογήσεις—, μπορεί να υποκύψω σε κοινωνικές υποχρεώσεις ή να απορροφηθώ σε κάποιο «εξωσχολικό» βιβλίο που δεν μ' αφήνει να το αφήσω. Όπως και να κυλήσει η εβδομάδα, φροντίζω τουλάχιστον ένα από τα «χαλαρά» απογεύματα να το περνάω συντροφιά με την τρίχρονη ανιψιά μου, επιδιδόμενη σε γιόγκα μυαλού. Βραδινό. Λίγη τηλεόραση, τα τελευταία scrolls της ημέρας πριν κλείσω iPad και router. Η μέρα τελειώνει με διάβασμα κάτω από τα σκεπάσματα από την ειδική κατηγορία «βιβλία κομοδίνου». Καλό ξημέρωμα!

Βάννα Κατσαρού (Acquisitions Editor). Η μέρα ξεκινάει μ' ένα φόνο. Ένα πτώμα επιπλέει στον Ρινταρφγέρντεν, ενώ πίνω τον καφέ μου και μια λαίμαργη μουσούδα (έχουμε τρία σκυλάκια στο γραφείο) διεκδικεί το τοστ μου. Αφήνω το χειρόγραφο, κοιτάω βιαστικά τα νέα του publishing — και τα νέα γενικώς: μην έρθουν καμιά ώρα εκλογές, λοιμός, εξωγήινοι κι εγώ διαβάζω! Ανοίγω τα μέιλ της νύχτας? ίσως στην Αμερική βρήκαν το νέο best seller ενώ κοιμόμουν. Όσο διαβάζω, οι editors στην Αγγλία, την Ισπανία, την Ιταλία, ξυπνάνε και πάνε στη δουλειά τους, τα μέιλ τους είναι σαν φώτα που ανοίγουν σε γραφεία, σε λίγο ο υπολογιστής μου είναι ένας ουρανοξύστης φωταγωγημένος, κοιτάζω μέσα από τα παράθυρά του: βίαιοι σύζυγοι, καταραμένοι ντετέκτιβ, εξερευνητές, ηρωίδες του πολέμου, συμβουλές αυτοβελτίωσης, ιστορικές μελέτες και συναρπαστικά λαβ στόρι, όλα μπροστά μου… Οι συνάδελφοι μου κάνουν νοήματα. Δεν έκλεισα τον ήχο βάζοντας τα ακουστικά, ακούνε όλοι Pulp μαζί μου (τα γραφεία μας είναι open plan). Γελάμε. Πόσοι νέοι άνθρωποι γύρω μου, έξυπνοι, ικανοί, όμορφοι. Πόσες γυναίκες. Κάποτε τα Γράμματα ήταν υπόθεση των ανδρών. Τώρα τα βιβλία τα δημιουργούν και τα διαβάζουν κυρίως οι γυναίκες. Επιστρέφω στα μέιλ μου. Μεσημεριάζει. Συμβόλαια, περιλήψεις, τηλέφωνα, μια σαλάτα στα γρήγορα, κι άλλα μέιλ, δέκα πράγματα ανοιχτά, έγραψα Α στο χέρι για να θυμηθώ κάτι και τώρα δε θυμάμαι τι είναι. Αργά το απόγευμα βγαίνω από τη σύσκεψη του Εκδοτικού. Δυο βιβλία πάνε για δημοπρασία, προβλέπεται διάβασμα απόψε… Μαζεύω τα πράγματά μου κουρασμένη. Μικρή, ήθελα να γίνω οι Beatles (και οι τέσσερις μαζί), να μπαρκάρω, να γίνω σκηνοθέτης, να μάθω μπάντζο, ν' αλλάξω τον κόσμο. Διάλεξα τα βιβλία, για να ζήσω πολλές ζωές. Χιλιάδες σελίδες και αμέτρητα ξενύχτια μετά, δεν το έχω μετανιώσει. Πάνω στο γραφείο μου βλέπω το συμβόλαιο μιας συγγραφέως από τις πιο σημαντικές της εποχής μας. Περνάω το χέρι μου πάνω από την υπογραφή της, νιώθω το ίχνος της. Ένα σπουδαίο βιβλίο θα βγει στα ελληνικά. Καλοί αγωγοί των ιδεών, αυτό είμαστε. Εκεί, στο τέλος της μέρας, νιώθω πάλι πως αυτή η δουλειά αξίζει τον κόπο.

Μαρία Κουλούρη (Blogger Βιβλίου, Advance Reader). Αν και το βιβλίο πάντα ήταν ένα αναπόσπαστο στοιχείο της ζωής μου, εντούτοις εδέησα να ασχοληθώ ενεργά με αυτό με τη συνταξιοδότησή μου. Κάλλιο αργά παρά ποτέ ή στερνή μου γνώση να σ' είχα πρώτα. Παρηγοριέμαι με το πρώτο. Διαβάζοντας, σχολιάζοντας, αξιολογώντας βιβλία και γράφοντας σε σχετική σελίδα στο Facebook και σε ένα ερασιτεχνικό blog, το Vivlia4U. H εργάσιμη μέρα μου αρχίζει από… το βράδυ. Ανάποδα αρμενίζω. Εκεί γύρω στις 11, όπου η πλάση και η οικογένεια ησυχάζει, θα ενημερωθώ για νέες κυκλοφορίες βιβλίων και θα επιλέξω τι θα δημοσιευτεί στη σελίδα. Μεσάνυχτα, με τα φαντάσματα —και με σοκολατάκια ανά χείρας, κακό πράγμα να δουλεύεις στο σπίτι—, ξεκινάω τη δουλειά. Η αξιολόγηση έργων που έχουν υποβληθεί προς έκδοση είναι μια διαδικασία που απαιτεί συγκέντρωση. Πρέπει σαν αναγνώστρια να κρίνω το χειρόγραφο που μου έχει δοθεί. Να δω ιστορία, δομή, πλοκή, χαρακτήρες, όλα αυτά που κάνουν ένα κείμενο σωστό. Το πιο δύσκολο είναι πως πρέπει κάθε φορά να υποδύομαι έναν άλλον αναγνώστη. Να το θέσω διαφορετικά: πρέπει να μπαίνω στα παπούτσια εκείνου που διαβάζει αισθηματικά ή κοινωνικά ή αστυνομικά και να νιώθω σαν εκείνον ή περίπου, αλλά τα μάτια που το κρίνουν να είναι τα δικά μου — γιατί μόνο έτσι μπορεί να γίνει σωστά. Τα πρωινά, τώρα, αρχίζουν με βόλτα του Ράλφ, του σκύλου μας, και συνεχίζονται με λιγότερο «πνευματικές εργασίες», τις οικιακές, ή με επισκέψεις σε ευαγή ιδρύματα όπως τράπεζα, εφορία, σούπερ μάρκετ κλπ. Όμως θα βρω χρόνο και να διαβάσω — είναι κάτι σαν την ανάσα μου, δεν γίνεται αλλιώς. Θα γράψω στο blog τον σχολιασμό μου, αν και όχι πάντα. Κάθε μέρα είναι διαφορετική, άλλοτε πιεστική, άλλοτε όχι. Ανάλογα με τα deadlines. Ή με το πόσα Μαρία ή μαμά θα πάνε και θα έρθουν, ανάλογα με το αν θα κάψω το φαγητό ή αν θα μιλήσω στο τηλέφωνο ή αν θα πάω σε παρουσίαση βιβλίου. Ακούγονται λίγο αλαλούμ όλα αυτά και είναι, αλλά δεν τα αλλάζω με τίποτα, γιατί ανάμεσά τους στέκουν τα βιβλία. Γίνεται να τα αλλάξω; Όχι.

Άντζη Κουνάδη (Μεταφράστρια). Με τον χώρο του βιβλίου ασχολήθηκα από σπόντα, εκτός κι αν θεωρηθεί ενασχόληση το μανιώδες διάβασμα. Από τότε όμως που το πήρα ζεστά, άλλαξε η ζωή μου. Το εικοσιτετράωρό μου είναι πλέον χαοτικό και ταυτόχρονα τέλεια συγχρονισμένο. Θα ξυπνήσω πρώτη απ' όλους στο σπίτι — για την ακρίβεια θα με ξυπνήσει η Νανούκ που θέλει να πάει την πρωινή της βόλτα, πετώντας μου ένα παιχνίδι της στο κεφάλι ή αναπνέοντας στη μούρη μου κονσέρβα σαρδέλα (μάστιγα) από το προηγούμενο βράδυ. Θα σηκωθώ σκουντουφλώντας —χτυπάω τουλάχιστον δυο φορές τη βδομάδα το μικρό δαχτυλάκι του ποδιού— γιατί το προηγούμενο βράδυ θα έχω ξενυχτήσει διαβάζοντας. Θα φτιάξω καφέ, θα πάω βόλτα το απαιτητικό κτήνος μου και θα αποχαιρετήσω τον άντρα μου που φεύγει για τη δουλειά. Ξέρω ότι μέχρι τις εφτά τουλάχιστον το απόγευμα θα είμαι μόνη. Θα μπω στο Facebook, θα δω διάφορες αναρτήσεις και νέα φίλων, θα περάσω και μια βόλτα από τα ενημερωτικά site και μετά θα αφιερωθώ δύο ώρες ακριβώς με τη μετάφραση του βιβλίου που έχω εκείνη την εποχή. Το πρώτο μου διάλειμμα είναι περίπου στις 10:30, γιατί οι δουλειές τρέχουν. Θα πάω σούπερ μάρκετ, θα πληρώσω λογαριασμούς, θα κάνω τις καθημερινές δουλειές που έχει ένα σπίτι γιατί είμαι και νοικοκυρά (και καλά). Μετά, για ένα τρίωρο αυτή τη φορά, κλείνω τα πάντα. Το επόμενο διάλειμμα με βρίσκει αργά το μεσημέρι να χαζεύω στο Netflix ή στο Investigation Discovery που ανακάλυψα προσφάτως και έγινε λατρεία καθώς αγαπώ τις αιματοβαμμένες πραγματικές ιστορίες εγκλημάτων που παρουσιάζει. Θα δουλέψω για άλλες τρεις-τέσσερις ώρες μέχρι να γυρίσει ο Γιώργος. Μετά θα ασχοληθώ αποκλειστικά με κριτικές βιβλίων (γράφω και τέτοιες, αμέ), θα φάμε και θα χαζέψουμε κάτι στην τηλεόραση. Τα μεσάνυχτα μας βρίσκουν ξαπλωμένους και τους δύο να διαβάζουμε. Και μετά έρχεται η επόμενη μέρα. Για κάποιους ίσως ακούγεται βαρετά επαναλαμβανόμενο όλο αυτό, αλλά καθημερινά ανακαλύπτω κάτι καινούργιο στο κείμενο που μεταφράζω ή στο βιβλίο που διαβάζω. Κάτι που με κάνει να περιμένω την κάθε μέρα ανυπόμονα…

Κάτια Κουτσαφτή (Εκδότρια / Αίολος). Ξυπνάω, βάζω μουσική, τρώω πρωινό και φεύγω γρήγορα για το γραφείο. Περπατάω κάθε πρωί μέχρι τα Εξάρχεια. Ετοιμάζω από το προηγούμενο βράδυ τη λίστα με όσα πρέπει να γίνουν μέσα στην ημέρα. Όσο περπατάω, την επεξεργάζομαι και η λίστα φτάνει καταϊδρωμένη. Τα πρωινά έχω συχνά ραντεβού ή πρέπει να πάω στο τυπογραφείο ή στο βιβλιοδετείο. Κάνω καθημερινά αποδελτίωση, παρακολουθώ και ετοιμάζω τα κοινωνικά δίκτυα, τσεκάρω τα μέιλ μου, οργανώνω τις επικείμενες εκδηλώσεις μας και κάπου εκεί έχει πάει πια μεσημέρι. Θα βγω να αναπνεύσω καυσαέριο στην όμορφη Χαριλάου Τρικούπη και να πάρω έναν καφέ. Επιστρέφοντας αρχίζει η δημιουργική ρουτίνα της ημέρας: σχεδιάζω κάτι είτε για εξώφυλλο είτε για τον κατάλογό μας, είτε για την ιστοσελίδα, είτε για την παιδική σειρά που ετοιμάζουμε με τη συγγραφέα Μιράντα Βατικιώτη και τον εικονογράφο Δημήτρη Πανταζή, τη «Συμμορία με τις μπλε κάλτσες», μια σειρά βιβλίων που ετοιμάζουμε καιρό, αλλά δεν μπορώ να πω παραπάνω, πρέπει να περιμένετε μέχρι τη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης. Κάποια στιγμή το απόγευμα θα επιστρέψω σπίτι και, αφού φάω, χαλαρώνω λίγο. Μετά θα ξαναπιάσω δουλειά. Τον τελευταίο καιρό, όταν τελειώσω τα του Αιόλου, ασχολούμαι και με ένα πολύ όμορφο φεστιβάλ, το Στέρνα Fringe Festival που γίνεται στα Υστέρνια της Τήνου. Βγαίνω σπάνια τις καθημερινές, δουλεύω 6 μέρες την εβδομάδα κι όμως συχνά δεν τα προλαβαίνω όλα. Έχω ανάγκη να νιώθω κάθε μέρα δημιουργική. Χρειάζομαι 4 ώρες παραπάνω από τις 24 για να πω ότι έχω σβήσει τα πάντα από τη λίστα. Η λίστα είναι μεγάλη και τα όνειρα μεγαλύτερα. Σίγουρα όμως με βρίσκουν να αποκοιμιέμαι με ένα βιβλίο στο χέρι. Και μετά ξανά από την αρχή.

Κέλλη Κρητικού (Βιβλιοκριτικός-Επιμελήτρια Εκδόσεων). Όταν είσαι μητέρα δύο παιδιών που βρίσκονται στο δημοτικό —και είσαι και δασκάλα—, κάθε μέρα της εβδομάδας έχει τον ίδιο ξέφρενο ρυθμό. Από το πρωινό ξύπνημα —κατά τις 6:30— μέχρι την αναχώρηση για το σχολείο και από την επιστροφή στο σπίτι —14:00 ή 16:00 αν έχουμε ολοήμερο— μέχρι την εκκίνηση των ατελείωτων διαδρομών για τις εξωσχολικές δραστηριότητες, όλα κινούνται με ταχύτητα φωτός και μόνο μια φράση χαρακτηρίζει τις κινήσεις μου: «Εκμεταλλεύσου κάθε λεπτό σωστά». Αυτό σημαίνει πως παρακολουθώ προπόνηση βόλεϊ πάντα με ένα βιβλίο στο χέρι, ότι κάνω αξιολογήσεις χειρόγραφων ή υπο έκδοση βιβλίων την ίδια στιγμή που τα παιδιά μου προετοιμάζουν τα μαθήματά τους για την άλλη μέρα, πως διαβάζω άρθρα που αφορούν το βιβλίο και τις επερχόμενες κυκλοφορίες εντός και εκτός Ελλάδος την ώρα που περιμένω να σχολάσουν από τα αγγλικά, και πως ξεκλέβω χρόνο για μαγείρεμα και για τα του σπιτιού την ώρα που εκείνα χαλαρώνουν πριν πέσουν για ύπνο. Εκείνη η ώρα, λίγο μετά τις εννιά το βράδυ, αποτελεί για εμένα και τον πιο δημιουργικό χρόνο όσον αφορά την ενασχόλησή μου με τα βιβλία, χωρίς να υπάρχει συγκεκριμένη ώρα λήξης συναγερμού και ραντεβού με τον Μορφέα… Όλα κινούνται γύρω από τα deadline και όχι από τη διάθεση για ύπνο. Επιμέλειες, που απαιτούν απόλυτη αφοσίωση και προσήλωση μέχρι την πιο μικρή λεπτομέρεια —ναι, από εκείνες τις λεπτομέρειες που ο συγγραφέας σού λέει με ένα ελαφρύ μειδίαμα, «Κανείς δεν πρόκειται να το προσέξει», ή: «Μυθοπλασία είναι, μην το σκαλίζεις τόσο πολύ»—, συγγραφή βιβλιοκριτικών που προϋποθέτουν έρευνα, εις βάθος ανάλυση του πονήματος, και ώρες σβήσε-γράψε για να καταλήξω στην τελική μορφή του κειμένου, και λίγες ακόμα σελίδες διαβάσματος κάποιου μυθιστορήματος που καταλήγουν να γίνουν τελικά μερικά κεφάλαια πριν το κλείσω… ή πριν κλείσουν τα μάτια μου από την κούραση. Όσο κι αν κουράζομαι όμως, το βιβλίο —και όσα κινούνται γύρω από αυτό— αποτελεί για εμένα μια όαση στην αγχώδη καθημερινότητα και κυρίως αρχίζει πια να αποτελεί και ένα συναρπαστικό καταφύγιο για τα παιδιά μου στις ώρες ανάπαυλάς τους, και αυτό είναι το πιο σημαντικό.

Γιώτα Λαγουδάκου (Μεταφράστρια). Θα ξεκινήσω λέγοντας ότι από αυτή τη δουλειά ζω, δεν την κάνω ούτε για χόμπι ούτε για να βγάζω το χαρτζιλίκι μου. Η ημέρα μου λοιπόν ξεκινάει χαλαρά-χαλαρά γύρω στις 6:30 το πρωί, που σηκώνομαι για να ετοιμάσω πρωινό στην κόρη μου. Στη συνέχεια, και χωρίς να βιάζομαι καθόλου, κάνω τις βασικές δουλειές του σπιτιού — μη φανταστείτε σπουδαία πράγματα, τα πάνω-πάνω, αλλά με σύστημα. Αφού πιω και τον δεύτερο καφέ, στρώνομαι στη δουλειά, πάντα ευδιάθετη, χαρούμενη και ήρεμη. Εννοείται ότι έχω αφιερώσει τον δέοντα χρόνο στις ενδυματολογικές μου επιλογές: είμαι πάντα περιποιημένη και καλοντυμένη, όχι με τίποτα παλιοφόρμες, παντόφλες και αχτένιστη. Τα πρωινά μεταφράζω ξεκούραστα γύρω στις πέντε ώρες. Ακολουθεί μαγείρεμα, έρχεται το παιδί από το σχολείο, φαγητό, γκρίνιες, νεύρα και βρισίδια, καθότι στην εφηβεία — εγώ ατάραχη και χαμογελαστή, ζεν. Μετά τη μικρή σιέστα και τον απογευματινό καφέ, δεν βλέπω την ώρα να ξαναρχίσω τη δουλειά. Πέφτω με τα μούτρα και δεν σηκώνω κεφάλι μέχρι τις 21:00. Αν δεν έχει μείνει φαγητό από το μεσημέρι, ετοιμάζω σιγοτραγουδώντας κάτι άλλο, γιατί το σκασμένο πεινάει συνέχεια. Μα πώς το ξέχασα; Είναι και τα ζωντανά: δύο σκύλοι, δύο γάτες. Δεν θέλουν τη φροντίδα τους κι αυτά; Αφού τελειώσω και με τα γατόσκυλα, συνεχίζω τη δουλειά μου για μια-δυο ώρες ακόμα, και μετά: κέφι, γλέντι, χορός — χαζολογάω στο Facebook. Και όλο αυτό επαναλαμβάνεται καθημερινά, και τα Σαββατοκύριακα, με ευδαιμονική σταθερότητα. Βέβαια, υπάρχουν και ημέρες προαυλισμού, δεν ζω δα σε συνθήκες αυστηρού εγκλεισμού και ιδρυματοποίησης. Πηγαίνω σε παρουσιάσεις βιβλίων, σινεμά ή θέατρο και καίγεται το πελεκούδι. Κι έπειτα κάνω άλλους δυο μήνες να ξαναβγώ, για να συνέλθω από την υπερβολική δόση κοινωνικότητας. Και θα κλείσω λέγοντας ότι, παρ' όλα αυτά, αν είχα τη δυνατότητα να ξεκινήσω από την αρχή, την ίδια ακριβώς δουλειά θα επέλεγα: τη λογοτεχνική μετάφραση. Γιατί η δουλειά αυτή θέλει μεράκι, αλλιώς δεν την κάνεις.

Κατερίνα Μαλακατέ (Συγγραφέας, Βιβλιοπώλισσα). Η καθημερινότητά μου δεν είναι ακριβώς «κανονική», η δουλειά δεν έχει ωράριο, η εβδομάδα δεν έχει ελεύθερο Σαββατοκύριακο, δεν υπάρχει «μια τυπική μέρα». Σε γενικές γραμμές ένα εικοσιτετράωρο ίσως θα μπορούσε να κυλήσει κι έτσι: Ξύπνημα νωρίς το πρωί με τα παιδιά, ετοιμασίες, τάπερ, τσάντες. Όταν επιτέλους επικρατήσει ησυχία, γράψιμο ή έστω προσπάθεια γραψίματος για το μυθιστόρημα. Αν όλα πάνε καλά, κατά τις δέκα κάνω διάλειμμα για τις διαδικτυακές υποχρεώσεις της ημέρας, αναρτήσεις για το βιβλιοπωλείο, τηλέφωνα με τους εκδοτικούς για να κανονίσουμε τις επόμενες εκδηλώσεις, αναρτήσεις στην ομάδα Διαβάζοντας, κάποιο βασικό ξεκαθάρισμα των αναρτήσεων των άλλων, αν έχει προκύψει κάποια διένεξη στην ομάδα. Ακολουθεί κι άλλο γράψιμο, είτε κείμενο για το blog, είτε εργασία για το μεταπτυχιακό, ή και διόρθωση σε αυτά που γράφτηκαν το πρωί για το μυθιστόρημα. Μετά διάβασμα και μαγείρεμα. Κατά τις τρεις, καταφτάνουν τα παιδιά με τον μπαμπά τους, τρώμε, διαβάζουν, χοροπηδάμε, αγκαλιαζόμαστε, παίζουμε. Έρχεται η ώρα αυτά να πάνε σε δραστηριότητες κι εγώ στο βιβλιοπωλείο. Οι εκδηλώσεις ξεκινούν κατά τις 7:30 μ.μ. και κρατούν μέχρι το βράδυ. Αν είμαι τυχερή, θα προλάβω ίσως ένα από τα παιδιά ξύπνια. Αν δεν είμαι (έτσι το λένε αυτό), θα καταλήξω για «ένα κρασί ακόμα» με τους συντελεστές της εκδήλωσης. Ό,τι ώρα κι αν γυρίσω, θα χρειαστεί σίγουρα λίγο διάβασμα, για να χαλαρώσω πριν κοιμηθώ.

Τίνα Μανδηλαρά (Βιβλιοκριτικός). Σε αντίθεση με τις έξαλλες νύχτες, τα πρωινά πρέπει να μοιάζουν με σονάτα: όμορφες μελωδίες στο Spotify, κατεβασμένα τηλέφωνα, καμία σύνδεση με τον έξω κόσμο εκτός από την κούπα με το Ι love New York, τον πίνακα με το Flatiron στον τοίχο και τη θέα στο γειτονικό μπαλκόνι της Κυψέλης με το γαλλικό μπουλντόγκ που κόβει ανήσυχο βόλτες. Ίσως αυτό να μου δίνει και την Καντιανή διάσταση του χρόνου: όταν αυτό εξαφανίζεται, παίρνω κλειδιά και κατευθύνομαι στο σταθερό στέκι με τον πιο γευστικό καφέ της πόλης, όπου διαβάζω τις υπόλοιπες σελίδες παρατηρώντας τους περαστικούς. Συλλεκτικά Moleskine για σημειώσεις —προπάντων ο φετιχισμός—, πολύχρωμα post-it για τις σελίδες. Αφήνω το κόκκινο κραγιόν στο φλιτζάνι, αποχαιρετώ τα γκαρσόνια και αγοράζω το κουλούρι μου από τον πάντοτε συγκλονιστικά ευγενή —που ποτέ δεν θυμάμαι το όνομά του— κουλουρτζή στη γωνία στο Σύνταγμα. Τα απογεύματα με βρίσκουν στο γραφείο στο Μαρούσι ή στο κέντρο για συναντήσεις: κάποια ωραία ατάκα με ένα ωραίο ηλιοβασίλεμα στον Λυκαβηττό αρκεί για να σώσει τη βδομάδα? ή τα δυο σοκολατάκια με μέντα που θα μου προσφέρει αυτός που πρέπει — μαζί με έκκεντρες ιδέες. Όσο ζούσε ο Χρήστος, το ραντεβού μας δινόταν νωρίς το βράδυ στη Σκουφά με ατελείωτες συζητήσεις για ανεξίτηλους έρωτες και συνοδευόταν από τα καθιερωμένα Bloody Mary — αντίστοιχα ο Γιάννης κατάφερε να μου μάθει τα «παρθένα» κοκτέιλ που τώρα πίνω στη μνήμη του. Μέχρι οι μνήμες να γίνουν ξανά παρόν, τα βράδια μοιάζουν κάπως βαριά. Ευτυχώς που συνοδεύονται από λίγους και εκλεκτούς ανθρώπους — και ατελείωτες ιστορίες. Άγνωστη λέξη η λέξη η τηλεόραση, όπως και τα πάρτι, οι μεγάλες παρέες, τα μέρη με δυνατή μουσική.

Καρολίνα Μέρμηγκα (Συγγραφέας). Ο ύπνος είναι η πιο μυστηριώδης ανθρώπινη κατάσταση (και η πιο τρομακτική, δεδομένου ότι μοιάζει τόσο μ' Εκείνο-το-Άλλο). Ανεξήγητο λοιπόν το πώς ξυπνάω το πρωί μετά από έναν αξιοπρεπή ύπνο και βρίσκομαι ακριβώς στο μέσον εκείνης της φράσης που εδώ και μέρες πρέπει να γραφτεί και δεν μπορεί. Και ούτε και σήμερα μάλλον θα μπορέσει? πάω στο μπαλκόνι ελπίζοντας στον πρωινό ήλιο. Κουβαλάω μαζί μου πάρα πολύ καφέ κι ένα βιβλίο, το βιβλίο κάποιου συγγραφέα που προσπαθώ να διαβάζω στις υποτιθέμενες ώρες χαλάρωσης — στις ώρες δηλαδή όπου υποτίθεται ότι δεν βασανίζομαι με τη φράση μου. Απολαμβάνω τον πρωινό αέρα της πόλης (μόνο για μερακλήδες), κι ακούω τους πρωινούς της ήχους: πάνω απ' όλους, το σούρσιμο από τις μικρές ροδίτσες των μικρών βαλιτσών πάνω στα πεζοδρόμια. Είναι λίγο σαν τον τροχό του οδοντογιατρού σε δύσκολο σφράγισμα, αλλά εγώ που αγαπώ την πόλη μου προτιμώ να σκέφτομαι αυτόν τον ήχο σαν το «Μικρό Βαλσάκι του Airbnb». Ο Γκέρσουιν, πιστεύω, θα το ενέτασσε στη Γαλάζια Ραψωδία του — και μήπως κάπου εκεί να κρύβεται κι η φευγαλέα φράση μου; Υπάρχουν πολλών ειδών ζωές, κι ανάμεσά τους κι εκείνες που όλη μέρα πηγαινοέρχονται σαν τις ροδίτσες των airbnbers ανάμεσα στο παρόν και μια παράπλευρη πραγματικότητα που προσπαθούν να δημιουργήσουν. Υπάρχουν τα ψώνια και το μαγείρεμα, οι φίλοι, οι λογαριασμοί, το καζανάκι που τρέχει, το μήνυμα που περιμένεις και δεν έρχεται, και μετά το μήνυμα που έρχεται όχι όπως το περίμενες. Η ζωή έχει από μόνη της χίλιες δυο φράσεις φευγαλέες κι επιθυμητές που σου κρύβονται και ίσως (κάποια ωραία στιγμή, κάποια αξέχαστη στιγμή) μια-δυο απ' αυτές θα σου αποκαλυφθούν και θα αρκούν — τελικά θα αρκούν. Κι ο συγγραφέας, ο ζορισμένος αυτός άνθρωπος, είναι τυχερός κι ευτυχισμένος αν πέφτοντας για ύπνο κάθε βράδυ κρατάει σφιχτά στα όνειρά του την υπόσχεση ότι αύριο θα είναι εκείνη η μέρα που θα τις βρει.

[ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ]